«Η γενιά μου αποχωρεί σιγά σιγά και τον κάθε θάνατο τον νιώθω μέσα μου σαν ρήξη, σαν να μου αποσπάται βίαια ένα κομμάτι του εαυτού μου. Κανείς δεν θα ’ναι σαν κι εμάς όταν πια χαθούμε, αλλά και πάλι κανείς ποτέ δεν θα είναι σαν οποιονδήποτε άλλο. Αυτοί που πεθαίνουν είναι αναντικατάστατοι. Αφήνουν πίσω τους κενά που δεν μπορούν να γεμίσουν, γιατί η μοίρα –η γενετική και νευρωνική μοίρα– κάθε ανθρώπου είναι να είναι μοναδικός, να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι, να ζει τη δική του ζωή, να βιώνει τον δικό του θάνατο».
Ηταν 81 χρόνων ο διάσημος νευρολόγος και συγγραφέας Ολιβερ Σακς (ο επίμονος γιατρός που ενσάρκωσε στα κινηματογραφικά «Ξυπνήματα» ο Ρόμπερτ ντε Νίρο) όταν έγραψε το παραπάνω απόσπασμα, γνωρίζοντας ότι και η δική του κλεψύδρα αδειάζει. Θα το βρείτε σε ένα μικρό βιβλιαράκι των εκδόσεων Πατάκη με τίτλο «Ευγνωμοσύνη»: τέσσερα συναρπαστικά δοκίμια του Σακς πάνω στο θαύμα της ζωής με θέα το αναπόφευκτο τέλος.
Ο Ολιβερ Σακς ανήκε στην ίδια γενιά με τους περισσότερους αναγνωρίσιμους Ελληνες που έφυγαν τον τελευταίο μήνα από τη ζωή, οι περισσότεροι «πλήρεις ημερών», όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Το κενό στο οποίο αναφέρεται ο Ολιβερ Σακς είναι απτό, ενοχλητικά βιολογικό. Στην Ελλάδα (και όχι μόνο) το πένθος για αποδημίες δημόσιων προσώπων συνοδεύεται (σχεδόν πυρακτώνεται) από μια αγωνία για το αν θα βρεθούν άξιοι αντικαταστάτες, από μια αίσθηση καταθλιπτικής ορφάνιας στην οποία είμαστε καταδικασμένοι.
Προεξοφλούμε την αδυναμία των επόμενων (δηλαδή όλων ημών) να αφήσουμε έργο αντάξιο όσων αποχωρούν.
Μπορεί να αποδειχθεί όλος αυτός ο πεσιμισμός, όλη αυτή η κραυγαλέα έλλειψη εμπιστοσύνης στους εαυτούς μας αξιόπιστη;
Θα αποδειχθούμε άξιοι συνεχιστές;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου