EΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Κάπου στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, τέτοια
εποχή περίπου, σε υπόστεγο στην Κυψέλη μ’ άλλους τέσσερις – πέντε, να
ρίχνει καρεκλοπόδαρα, το νερό να έχει ανεβεί στα κράσπεδα των
πεζοδρομίων, βρισκόμασταν ψηλά στη Λέλας Καραγιάννη, κατηφορικός δρόμος
κι εντούτοις θύμιζε ήδη χείμαρρο, η νεροποντή στο μεταξύ να μοιάζει
δίχως σταματημό, όταν ανάμεσα στους διπλανούς μου μία κυρία, περασμένα
εξήντα, άρχισε τις τσιρίδες, «Το κράτος! Πείτε μου πού είναι το
κράτος!».
Αν το φώναζε μία ή δυο φορές μόνο, δε θα την απόπαιρνα.
Επέμενε. «Να σας κάνει τι το κράτος;» την έκοψα. «Σοβαρολογείτε, κύριε,
να μου κάνει τι το κράτος; Πώς θα πάω σπίτι μου εγώ μ’ αυτή την
κατάσταση εδώ πέρα;»
Τα χρόνια που δίδασκα, όποιο θέμα κι αν έδινα σε
εφήβους να αναπτύξουν, -σε καλούς και ευφυείς μαθητές λυκείου
αναφέρομαι-, κατέληγαν αδιακρίτως όλοι σε μία μόνιμη επωδό, το κράτος ή η
πολιτεία που οφείλει να κάνει αυτό ή εκείνο. Μα για τη διακριτικότητα
τους ρώταγα, μου έγραφαν «η πολιτεία πρέπει μέσω της παιδείας να κάνει
τους πολίτες διακριτικούς», μα και για τον εθελοντισμό ακόμα, το κράτος
να τον οργάνωνε κι αυτόν. Περίπου ό,τι και οι δημοσιογραφίσκοι στα
κανάλια του λαϊκισμού: «Εσείς, κυρία μου, από πότε ζείτε σ’ αυτές τις
συνθήκες; Το κράτος νοιάστηκε ποτέ για σας;»
Όταν αρχές του ’91 στο Λονδίνο, σε κολλέγιο για τη γλώσσα,
σε τμήμα ενηλίκων πολυεθνικής σύνθεσης, μου ξέφυγε το ότι στην Ελλάδα
εύλογα υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για μια θέση εργασίας στο δημόσιο, η
Αγγλίδα καθηγήτρια και οι συμφοιτητές μου, απορημένοι, ζητούσαν να τους
διευκρινίσω τι εννοούσα. Γι’ αυτούς ιδιωτικός ή δημόσιος υπάλληλος δεν
είχε διαφορά. Πρόσφατα σε άρθρο του στο Protagon ο Τάκης Μίχας (Το
πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ) ανέφερε τη μαρτυρία ξένου διπλωμάτη: «Όταν είπα
στον κ. Σταθάκη ότι στην πατρίδα μου οι δημόσιοι υπάλληλοι -ακόμα και οι
πρέσβεις- απολύονται με την ίδια ευκολία με την οποία απολύονται οι
εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν ήθελε να το πιστέψει!»
Λοιπόν, προσωπικά, αυτή την παύση την είδα ωσεί αυτόπτης, θέλω να πω, το
συνοφρύωμα, το υπομειδίαμα του σοβαρού πανεπιστημιακού, επιπλέον τον
άκουσα και στην απάντησή του, αρθρωμένη σκόπιμα σε χαμηλό τόνο, μ’
εκείνη την πολύ στέρεη (και νεοελληνική αριστερή) βεβαιότητα: «Όχι,
κύριε, δε σας πιστεύω!»
Γιατί να τον πιστεύει; Αυτές τις μέρες γνωστή μου
βγήκε στη σύνταξη στα 42 της με εφάπαξ 120 χιλιάδες ευρώ. Να είναι υγιής
και πολύχρονη, να χαίρεται την καλή της τύχη.
Ποιο το ακριβές ποσό που
θα εισπράξει ισοβίως η υπερτυχερή αυτή και ποια επένδυση θα της το
εξασφάλιζε σε ίδιο βάθος χρόνου;
Στο χρεοκοπημένο δημόσιο εδώ και πέντε
χρόνια, άραγε, πόσες χιλιάδες ανάλογοι υπερτυχεροί;
Και ακόμα μία
ερώτηση (αυτή εξάπαντος ρητορική): θα ήτανε περισσότερο τυχερή, αν είχε
κερδίσει στο λόττο ένα εκατομμύριο;
Έκανα επίσης τη σκέψη, μη με πείτε
είρωνα -πώς να την αποφύγω;-, είδα αγγελία πώλησης νησιού 65 στρεμμάτων
σε τιμή μικρότερη του ενός εκατομμυρίου, άλλοις λόγοις, λιγότερες από
δέκα σαρανταδυάρες υπάλληλοι, συμπηγνύοντας κοινοπραξία, το αγοράζουν
κάλλιστα με τα εφάπαξ τους.
Συγχωρήστε με που δεν επιχειρηματολογώ. Πέντε χρόνια
τώρα προσπαθώ να εννοήσω πώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού πιστεύει
ότι, παρόλο που χρεοκοπήσαμε λόγω του τεράστιου στις δαπάνες του
κράτους, θα σωθούμε αν το κάνουμε ακόμα μεγαλύτερο.