Μπορεί κανείς να φανταστεί την κριτική.
Τώρα, εκμεταλλευόμενη την αγανάκτηση για την τηλεκατάρτιση, η αντιπολίτευση αποπειράται να συνδεθεί με αυτό το ακροατήριο, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε τα λεφτά να είχαν δοθεί στο χέρι, χωρίς την υποτιμητική ταλαιπωρία του άχρηστου, εξ αποστάσεως φροντιστηρίου· χωρίς τη σκιά ότι η κυβέρνηση ήθελε να χαρτζιλικώσει και τους μεσάζοντες.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι (μόνο) οι πάροχοι.
Το θέμα είναι ότι ούτε ο Γιάννης Βρούτσης ούτε κανείς μπαίνει καν στον κόπο να υπερασπιστεί την κατάρτιση. Ολο το εγχείρημα βασίζεται στην υπόρρητη –σχεδόν επίσημη– ομολογία ότι η κατάρτιση είναι απλώς το πρόσχημα. Είναι απλώς ο κουβάς άντλησης των ευρωκονδυλίων.
Το επιπλέον θέμα είναι ότι αυτό το σκεπτικό διασταυρώνεται με την πρωθυπουργική ρητορική περί νέας εμπιστοσύνης στο κράτος. Ταυτόχρονα με την επιστημοσύνη και την ενσυναίσθηση, τον επαγγελματισμό και τα ψηφιακά εργαλεία, το κράτος εμφανίζεται έτσι να προτείνει στον πολίτη και την παλαιοπελατειακή συμπαιγνία: Εμείς θα κάνουμε ότι σας καταρτίζουμε· και εσείς θα κάνετε ότι καταρτίζεστε. Η Ευρώπη πληρώνει.
Μπορεί η εικόνα που παρουσιάστηκε από την αγλωσσία ορισμένων φύλλων μαϊμουδοκατάρτισης να είναι παραπλανητική. Μπορεί, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, να υπάρχουν στη λίστα και σοβαρά κέντρα, που ανήκουν σε πολυεθνικές υψηλού κύρους. Κανένα όμως από αυτά τα ελαφρυντικά δεν ισοφαρίζει την αυτοϋπονομευτική γραμμή των υπουργών: αφού γράφτηκαν 160.000 για να πάρουν τα βάουτσερ, τότε ποιοι μιλάνε;
Είναι ακριβώς ο ίδιος παρωχημένος λαϊκίστικος κυνισμός στον οποίο είχε ματαίως επενδύσει η προηγούμενη κυβέρνηση, μοιράζοντας προεκλογικά δώρα για να εξαγοράσει αποδοχή. Αυτός που από ανάγκη –ή και από σκέτο υπολογισμό– σύρεται σε μια φτηνή φάρσα, δεν σημαίνει ότι απολαμβάνει, ή έστω αποδέχεται, τη φάρσα. Δεν σημαίνει ότι νιώθει συνένοχος.
Συμβαίνει μάλλον το αντίθετο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου