Δυστυχώς και σε αυτό το κρίσιμο πεδίο, η Ελλάδα είναι ο αρνητικός πρωταθλητής. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η χώρα μας έχει τον περισσότερο γηράσκοντα πληθυσμό μεταξύ των κρατών της Ε.Ε.: οι γέροι αυξάνονταν με ρυθμό 21,4% στα έτη 2001-2006, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 17,2%. Κατά την Eurostat, το 2050 το 32,1% του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών, έναντι 16,6% που ήταν το 2000. Η εκτίμηση έγινε το 2007, πολύ πριν η χώρα χτυπηθεί από την κρίση και επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο οι δείκτες γεννητικότητας και μετανάστευσης. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ε.Ε.: 9%, μαζί με την Ιταλία. Χειρότερες ήταν μόνο η Γερμανία και η Πορτογαλία, με 8,4% και 8,5% αντίστοιχα. Η εκτίμηση για την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού (ηλικίας 20-64) είναι εξόχως ανησυχητική: από το 2020 έως το 2060, δηλαδή σε μιάμιση γενιά περίπου, το παραγωγικό δυναμικό θα είναι μειωμένο κατά 15%.
Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού είναι προφανείς και δύσκολα αντιστρέψιμες.
Επηρεάζει δυσμενώς το συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό σύστημα, τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας, μειώνει το νέο δυναμικό που εντάσσεται στην εργασία, εξασθενεί την εθνική άμυνα, εξασθενεί την εσωτερική ζήτηση, προσανατολίζει την επιχειρηματικότητα στη γεροντική ζήτηση, εξασθενεί το εκπαιδευτικό σύστημα.
Με δυο λόγια, μια κοινωνία γερόντων σκέφτεται και δρα γεροντικά, αμυντικά, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, χωρίς τόλμη και οραματισμό, χωρίς ρίσκα, χωρίς φαντασία.
Αυτή την παγίδα γήρατος και κοντόθωρου συντηρητισμού περιγράφουν οι Γερμανοί αναλυτές για τη χώρα τους και τα κέντρα λήψεως αποφάσεων: μια κοινωνία που ζει όπως ο Εμπενέζερ Σκρουτζ, γύρω από το πουγκί, ξορκίζοντας το μέλλον. Ομως δεν υπάρχει Πνεύμα των Χριστουγέννων για τα γηρασμένα έθνη.
Στην Ελλάδα η δομική δημογραφική κάμψη, εκφραζόμενη έως πρόσφατα ως υπογεννητικότητα, παίρνει απειλητικές διαστάσεις καθώς ενισχύεται από τη σφοδρή οικονομική και κοινωνική κρίση μετά το 2010. Οι μαζικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, η πρωτοφανής ανεργία, η μετανάστευση, δρουν σωρευτικά και ενισχυτικά πάνω στη δημογραφική κάμψη. Το 2011 για πρώτη φορά οι θάνατοι υπερέβησαν τις γεννήσεις· ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 4.671 άτομα. Το 2012 οι θάνατοι στην Ελλάδα υπερέβησαν τις γεννήσεις κατά 16.300, ενώ εμφανώς αρνητικό ήταν και το ισοζύγιο μετανάστευσης: έφυγαν 44.200 περισσότεροι από όσους ήρθαν.
Η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού επιδρά καταλυτικά στη γεννητικότητα, η οποία είχε περάσει τα όρια συναγερμού ήδη πριν από την κρίση:
Ο δείκτης γονιμότητας σήμερα είναι 1,3 (παιδιά ανά μητέρα σε αναπαραγωγική ηλικία), έναντι του επιθυμητού δείκτη 2,3 και του απολύτως αναγκαίου 2,1.
Ποιος θα φέρει στον κόσμο παιδιά, όταν δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τους δικούς του όρους επιβίωσης;
Πλάι στους ορατούς, αθέατοι πλην βαθύτατοι μετασχηματισμοί συντελούνται στο κοινωνικό σώμα, φυγοκεντρήσεις και θραύσεις, καταστροφικές για τη συνοχή και την ελάχιστη αναγκαία αυτοσυνειδησία.
Στα χρόνια της αμεριμνησίας του λαϊφστάιλ κυριάρχησε η ρηχή νεολαγνεία, στα χρόνια της Υφεσης τη διαδέχτηκαν η γεροντίλα και ο μαρασμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου