Η λανθασμένη, αλλά πολύ διαδεδομένη, εκτίμηση ότι ο φασισμός και η αριστερά βρίσκονται σε αντίθετα άκρα του πολιτικού φάσματος, έχει οδηγήσει, ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σ’ ένα κυνήγι μαγισσών: οι κομμουνιστές και κομμουνιστόφιλοι βλέπουν παντού φασίστες – παντού εκτός από τον καθρέφτη τους.
Το επιχείρημά τους είναι πολύ απλό: όποιος δεν συμφωνεί μαζί τους είναι φασίστας - όπως έγραφε ο Όργουελ το 1946, «φασιστικό» είναι οτιδήποτε ανεπιθύμητο. Ο όρος έχει περάσει με αυτή την έννοια στη σύγχρονη γλώσσα με αποτέλεσμα να τον εκστομίζουν άνθρωποι που δεν ξέρουν τι σημαίνει. Σημαίνει κάτι «κακό» άρα όποιος χαρακτηρίζεται φασίστας αποκλείεται από τον κοινωνικό διάλογο ή ακόμα κι από το κοινωνικό σώμα: με αυτή την εύκολη λογική προχωρούμε εύθυμα σε παραλλαγές του φασίστα, όπως ρατσιστής, σεξιστής, ομοφοβικός, ισλαμόφοβος, αποφεύγοντας, από βαθιά αδυναμία, να απαντήσουμε σε λογικά επιχειρήματα, ή, έστω, να σκεφτούμε τα λογικά επιχειρήματα. Συνήθως οι άνθρωποι θεωρούν ότι φασισμός είναι η τρομοκρατική κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, η οποία αντιτίθεται στην κυριαρχία του προλεταριάτου. Αλλά τόσο ο ναζισμός, όσο ο φασισμός και ο κομμουνισμός έχουν κοινά στοιχεία, θεμελιώδεις συγγένειες και οράματα: όχι μόνον επειδή οδηγούν σε ολοκληρωτικά συστήματα αλλά επειδή προέρχονται από την ίδια μήτρα. Και, κυρίως, επειδή, με το πέρασμα του χρόνου, διαμορφώθηκαν σε δόγματα αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές θρησκείες.
Ο φασισμός και ο κομμουνισμός δεν είναι απολύτως συμπαγείς, αλλά θα μπορούσαμε να τους περιγράψουμε ως ριζοσπαστικά, μαζικά κινήματα, λαϊκιστικά, πατριωτικά, επιρρεπή στην τρομοκρατία, εχθρικά τόσο έναντι του φιλελευθερισμού όσο και του συντηρητισμού.
Ο φασισμός είναι πράγματι συνδεδεμένος με τη δικτατορία (τα μονοκομματικά κράτη), τις γενοκτονίες, τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και τον μιλιταρισμό – εξίσου συνδεδεμένος με όλα αυτά είναι ο κομμουνισμός παρότι οι ηγεσίες και οι λαοί αυτών των δύο καθεστώτων βρέθηκαν αντιμέτωπες στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Κατά κάποιον τρόπο, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι με τις θεοπάλαβες ιδέες τους για το αίμα και το χώμα, ανέδειξαν την παγκόσμια αριστερά ως αντιφασιστική και αντιρατσιστική δύναμη – ενώ δεν είναι.
Με ευκαιρία της τελευταίας επίθεσης των Ισραηλινών στη Γάζα γίνεται πολύς λόγος για την ταύτιση σιωνισμού και φασισμού, ή σιωνισμού και ρατσισμού. Αλλά η ισραηλινή επιθετικότητα, ο ισραηλινός μιλιταρισμός δεν είναι αναγκαστικά «φασισμός»: μαρτυρεί σύμπλεγμα ανωτερότητας, μαρτυρεί έλλειψη αρετής και ρατσιστικό μίσος έναντι των Αράβων, αλλά δεν έχει τα χαρακτηριστικά του «φασισμού» - σίγουρα δεν έχει τα χαρακτηριστικά του ναζισμού που του αποδίδουν οι ακραιφνείς φιλοάραβες.
Μια άλλη θέση μερίδας των συντηρητικών είναι η απαίτηση για ελάχιστο κράτος πράγμα που τους φέρνει κοντά στους αναρχικούς εξάλλου, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, πολλοί «δεξιοί» αυτοπροσδιορίζονται ως ελευθεριακοί. Επίσης, η αντίθεση στην πολυπολιτισμικότητα μπορεί να απορρέει τόσο από κοσμικές, αντιθρησκευτικές και δημοκρατικές αντιλήψεις όσο κι από συντηρητικές χριστιανικές ή «ιμπεριαλιστικές», αποικιοκρατικές.
Όπως σχολίαζα στο προηγούμενο κομμάτι, χαρακτηρίζουμε με εξαιρετική ευκολία «φασίστα» όποιον δεν μας αρέσει κι όποιον διαφωνεί μαζί μας. Πράγματι, φασίστες υπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες ωστόσο, δεν συμπίπτουν απαραιτήτως με τους «συντηρητικούς» πολίτες, δηλαδή μ’ εκείνους που εμφορούνται από παραδοσιακές αξίες – που είναι, για παράδειγμα χριστιανοί, φοβούνται τις αλλαγές, έχουν επαρχιακή νοοτροπία ή πιστεύουν ότι η πατρίδα τους είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο με διαφορά απ’ όλα τ’ άλλα. Οι συντηρητικοί είναι το ίδιο επιρρεπείς στον φασισμό με τους επαναστάτες, όχι περισσότερο.
Ένα μέρος των συντηρητικών ίσως τρέφει οράματα ολοκληρωτισμού:
Iσως φαντάζεται ένα ισχυρό κράτος με έναν αυταρχικό ηγεμόνα στον οποίον οι μάζες θα υπακούουν ώστε να υπάρχει ευταξία και κοινωνική γαλήνη. Αλλά οι περισσότεροι συντηρητικοί δεν είναι ούτε ακτιβιστές (όπως είναι, λόγου χάρη, οι τρομοκράτες των κλινικών αμβλώσεων στις ΗΠΑ), ούτε έχουν κοινωνικά οράματα, ούτε φιλοδοξούν να γκρεμίσουν το «σύστημα»: θέλουν απλώς την ησυχία τους. Αποφεύγουν τις «κακές» συναναστροφές και σέβονται τις κοινωνικές συμβάσεις: αυτό δεν τους καθιστά φασίστες για να βρούμε φασίστες θα χρειαστεί να τους αναζητήσουμε στους θιασώτες ολοκληρωτικών συστημάτων και πολιτικής βίας, σε όσους επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους θεωρώντας τους θεσμούς της δημοκρατίας «διεφθαρμένους», καθώς και στους σταυροφόρους που ευαγγελίζονται τον «νέο άνθρωπο».
Δεν είναι ζήτημα ορισμού εδώ ο σχετικισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός: η κοινή λογική υπαγορεύει τη διάκριση μεταξύ φασίστα και συντηρητικού πολίτη, όπως μεταξύ φασίστα και επαναστάτη μολονότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να είναι φασίστας τόσο ο ένας όσο και ο άλλος. Ο φασισμός είναι ένα κίνημα κτηνώδες και τρομοκρατικό, πλην όμως ελκυστικό σε πολλούς ανθρώπους διότι εξαίρει το ένστικτο, φετιχοποιεί το θάρρος, εξυμνεί την αρρενωπότητα, ενθαρρύνει την εγγύτητα μέσω της συγγένειας του αίματος, αναζητεί τον ιδανικό αρχηγό που μαγεύει τα πλήθη, λατρεύει τη νεολαία και τη «δράση», τον αγώνα δηλαδή πάνω-κάτω όπως ο κομμουνισμός, το αντάρτικο πόλεων, η οικο-τρομοκρατία και ο επαναστατικός μιλιταρισμός του Τρίτου Κόσμου. Τα ιδεολογικά αυτά συστήματα συνενώνονται μέσω του λαϊκισμού (τη λατρεία του Volk), του μίσους για τις ελίτ και της χρήσης γήινης, απλής γλώσσας, ακόμα και γλώσσας «του δρόμου» ως απόρροια των προαναφερθέντων.
Επιπροσθέτως, τηρούν κοινή στάση έναντι των εχθρών τους: αν πάρουμε ως παράδειγμα τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, μετά την ήττα του ΔΣΕ, η ελληνική δεξιά δεν σεβάστηκε τους ηττημένους τους καταδίωξε, τους απέκλεισε κοινωνικά, τους εκδικήθηκε. Σε περίπτωση νίκης του ΔΣΑ, δεδομένου του ήθους του ΚΚΕ, θα συνέβαινε ακριβώς το ίδιο από την άλλη πλευρά.
Σήμερα επικρατεί σύγχυση για το ποιος είναι συντηρητικός (πρέπει άραγε να αποδεχόμαστε ως «μοιραίες» και αναπόφευκτες όλες τις αλλαγές, όλες τις καινούργιες ιδέες και τα φαινόμενα;), για το σημαίνει πρόοδος – άρα «προοδευτικός»- και για το αν η αριστερά είναι επαναστατική (ακόμα ένας όρος που έχει παλιώσει και χάσει το περιεχόμενό του) ή αν είναι συντηρητική, ακόμα και οπισθοδρομική. Στη ρίζα του σύγχρονου πολιτικού εξτρεμισμού -είτε εκδηλώνεται με δεξιά, είτε με αριστερά χρώματα – επιζεί το πνεύμα των Ιακωβίνων στο οποίο ανιχνεύει κανείς τόσο τον πρώιμο φασισμό, όσο και τον κομμουνισμό και γενικότερα τον αριστερισμό. Παρότι οι κομμουνιστές χαρακτηρίζουν τη γαλλική επανάσταση «αστική» - ο χαρακτηρισμός βασίζεται στο μαρξιστικό μοντέλο της ιστορικής εξέλιξης (πρωτόγονος κοινοτισμός, δουλοπαροικία, καπιταλισμός) – είναι εξίσου επηρεασμένοι από τις αξίες των Ιακωβίνων: εργασία για το κοινό καλό, ασκητισμός, πατριωτισμός, παιδεία για όλον τον λαό ως πρωταρχικό όργανο δημιουργίας συλλογικής συνείδησης – άρα κρατική παιδεία, όχι οικογενειακή ή ατομική. Πράγματι, φασίστες και κομμουνιστές ήταν – και είναι- υπέρ της «κρατικοποίησης» των παιδιών, της διαπαιδαγώγησής τους ώστε να γίνουν άνθρωποι «νέου τύπου», τρόπον τινά αναγεννημένοι: αν διαβάσει κανείς τις ομιλίες του Μπιγιό-Βαρέν και του Σαιν Ζυστ στην εθνοσυνέλευση θα νομίζει ότι ακούει τον Μουσολίνι ή τον Στάλιν – ή, πιθανώς, κάποιον ηγέτη της αρχαίας Σπάρτης από τον οίκο των Αγιδών. To 1969, όταν ένας καθηγητής του Κορνέλ διάβασε σε κοινό αριστερών φοιτητών μια ομιλία του Μουσολίνι χωρίς να αποκαλύψει το όνομα του ρήτορα, το αμφιθέατρο σείστηκε από ενθουσιασμό – αλλά βεβαίως κανείς από τους ριζοσπάστες φοιτητές, που επιδίδονταν εκείνη την εποχή σε καταλήψεις και εκφοβισμό καθηγητών, δεν έβλεπαν τον φασίστα στον καθρέφτη τους.
Στο ιδίωμα των Ιακωβίνων, που έχει διαποτίσει κάθε «κινηματικό» ιδίωμα (στο «Ο αγών μου» του Χίτλερ, η λέξη «κίνημα» επανέρχεται πάνω από διακόσιες φορές) εμπεριέχεται η κατάρα της προδοσίας, ο οστρακισμός του διαφωνούντος, η στηλίτευση της απάθειας και το εγκώμιο της αρετής, η άρνηση του ορθού λόγου και η εξύμνηση του πάθους. Ο κόσμος της γαλλικής επανάστασης, από τους Ιακωβίνους μέχρι τους σοσιαλιστές του Μπαμπέφ, παραμένει επίκαιρος: έχει θεμελιώσει τον σύγχρονο κόσμο, έχει εμπνεύσει όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά, μικροαστικά και προλεταριακά κινήματα και έχει νομιμοποιήσει τις πολιτικές ακρότητες (τη μανία καταστροφής που χαρακτηρίζει τους φασίστες όπως και τους αριστεριστές: το τόσο δημοφιλές “burn baby, burn”) «για τον καλό σκοπό» - επίσης, έχει αποδείξει ότι αυτές οι ακρότητες αναιρούν εν τέλει τον «καλό σκοπό», αναδεικνύουν αυταρχικούς ηγεμόνες – όπως τον Βοναπάρτη- εγκαθιστούν ολοκληρωτικά καθεστώτα ή, στην καλύτερη περίπτωση, οδηγούν σε υπερσυντηρητικές αναδιπλώσεις, στην καταφυγή στον εθνικισμό και στη θρησκοληψία.
Η παγκόσμια αριστερά επιμένει ότι ο φασισμός λανθάνει στους κόλπους της δεξιάς. Δεν είναι απολύτως ακριβές: οι περισσότερες συντηρητικές φιλοσοφικές σχολές αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον Τζον Λοκ, στον Άνταμ Σμιθ, στον Μοντεσκιέ ή στον Έντμουντ Μπερκ – δεν σχετίζονται (με την εξαίρεση ίσως του Λήο Στράους και του Άλλαν Μπλουμ) ούτε με τον νιτσεϊσμό, ούτε με τον υπαρξισμό του Χάιντεγκερ, ούτε με τον μηδενισμό όπως πολλές αριστερές σχολές. Αν αναλύσει κανείς τις επιρροές, τα αναγνώσματα και τα ινδάλματα της παγκόσμιας αριστεράς θα βρεθεί μπροστά σ’ ένα συνονθύλευμα από στρατιωτική έξαρση, συνδικαλιστική μαχητικότητα, υπαρξιστική ανία, καταστροφικότητα και αυτοκαταστροφικότητα, καθώς και το παλιό σύνθημα épater le bourgeois το οποίο εξάλλου μοιράζεται με την αντισυστημική άκρα δεξιά.
Το μίσος ανάμεσα στους κομμουνιστές, τους αναρχικούς και τους φασίστες δεν οφείλεται στις αγεφύρωτες διαφορές τους αλλά σε μια σειρά από ανομολόγητες ομοιότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου