Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), τα χωρικά ύδατα - γνωστά και ως αιγιαλίτιδα ζώνη - αποτελούν τη φυσική επέκταση της εθνικής κυριαρχίας μίας χώρας, πέρα από τις ακτές, προς τη θάλασσα.
Η φυσική αυτή επέκταση, η οποία περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό, το υπέδαφος και τον εναέριο χώρο, θεωρείται τμήμα του εθνικού εδάφους, με την εκάστοτε χώρα να έχει δικαίωμα άσκησης «πλήρους κυριαρχικής εξουσίας».
Το μέγεθος της επέκτασης της εθνικής κυριαρχίας, διαχρονικά, καθορίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση - μέχρι και σήμερα - δεν έχει προβεί στην ενεργοποίηση αυτού του δικαιώματος ούτε στο Αιγαίο, ούτε στο Ιόνιο.
Από την πλευρά της, η Τουρκία, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσής τον Ιούνιο του 1995, έχει επανειλημμένως προειδοποιήσει με το γνωστό «casus belli», θεωρώντας δηλαδή, ως αιτία πολέμου την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
Πάντως, με βάση το Άρθρο 3 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, η επέκταση των χωρικών υδάτων αποτελεί απόφαση του κάθε κράτους, χωρίς να απαιτείται η ρητή συναίνεση των γειτονικών χωρών ή της διεθνούς κοινότητας.
Τι συμβαίνει στο Αιγαίο
Παρά το γεγονός ότι τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία έχουν το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, καμία από τις δύο χώρες δεν το έχει ασκήσει, εξακολουθώντας να εφαρμόζουν τον κανόνα των 6 ναυτικών μιλίων.
Μάλιστα, σε αρκετά σημεία του Αιγαίου, η έκταση των χωρικών υδάτων είναι μικρότερη και των 6 ναυτικών μιλίων, λόγω των γεωγραφικών περιορισμών. Κι αυτό, διότι η απόσταση των ελληνικών και των τουρκικών ακτών είναι μικρότερη των 12 ναυτικών μιλίων (σ.σ. 6 ναυτικά μίλια για την Ελλάδα, 6 ναυτικά μίλια για την Τουρκία)
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, εφαρμόζεται ο κανόνας της μέσης γραμμής, δηλαδή ο διαχωρισμός γίνεται στη βάση της μέσης απόστασης από τις ακτές των δύο χωρών.
Η υφαλοκρηπίδα, από την πλευρά της, αποτελεί τμήμα του παράκτιου βυθού της θάλασσας και εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων.
Κατά γενική ομολογία - σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1980 - ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται ο βυθός της θάλασσας σε ακτίνα 200 ναυτικών μιλίων από την ακτή.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η ακτίνα αυτή δύναται να είναι μεγαλύτερη και των 200 ναυτικών μιλίων, φθάνοντας έως τα 350 ναυτικά μίλια.
Όταν η προέκταση υπολογίζεται σε σχέση με την «ηπειρωτική ακτή», τότε πρόκειται για «ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα», ενώ όταν υπολογίζεται σε σχέση με τη «νησιωτική ακτή», τότε πρόκειται για νησιωτική υφαλοκρηπίδα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική υφαλοκρηπίδα, η κυριαρχία ανήκει στο κράτος όπου ανήκουν οι αντίστοιχες ακτές.
Τα δικαιώματα της υφαλοκρηπίδας
Το παράκτιο κράτος έχει συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας, τα οποία διαφέρουν έναντι των χωρικών υδάτων.
Συγκεκριμένα, στο παράκτιο κράτος ανήκουν τα ορυκτά του εδάφους και του υπεδάφους, οι μη ζώντες οργανισμοί του βυθού, καθώς και οι ζώντες οργανισμοί που ανήκουν στα καθιστικά είδη (σ.σ. είδη που δεν μπορούν να κινηθούν μόνα τους χωρίς συνεχή επαφή με τον βυθό).
Αντίθετα, δεν ανήκουν ούτε τα ύδατα, ούτε η επιφάνεια της θάλασσας, καθώς ούτε και ο εναέριος χώρος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υφαλοκρηπίδα υφίσταται για κάθε κράτος αυτοδικαίως και αποκλειστικά. Δηλαδή, ακόμα κι αν το εκάστοτε κράτος δεν ασκεί τα συνεπαγόμενα δικαιώματά του, δεν δικαιούται να το πράξει κανένα άλλο.
Όπως και στην περίπτωση των χωρικών υδάτων, όταν η υφαλοκρηπίδα ενός κράτους «συναντάται» με την υφαλοκρηπίδα ενός δεύτερου κράτους, τότε θα πρέπει να υπάρξει διακανονισμός μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, ενώ υπάρχει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Άλλωστε, η Άγκυρα δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ (1980), αντιδρώντας στη διάταξη, σύμφωνα με την οποία «τα νησιά, οι νησίδες, οι βραχονησίδες, οι σκόπελοι και ανορθωμένοι βράχοι διατηρούν το δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα».
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την ίδια Συνθήκη, ως ΑΟΖ θεωρείται η θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής ενέργειας.
Η έκταση της ΑΟΖ υπολογίζεται πέραν των χωρικών υδάτων και έως τα 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή, ενώ η δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους αφορά τα ύδατα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (σ.σ. η επιφάνεια αποτελεί διεθνή ύδατα), ο βυθός και το υπέδαφος.
Όπως και στις περιπτώσεις των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας, εφόσον οι ΑΟΖ δύο χωρών αλληλο-εφάπτονται, έγκειται στα γειτονικά κράτη να ορίσουν από κοινού θαλάσσια σύνορα.
Ενδεικτικά, η υφαλοκρηπίδα είναι μόνο ο βυθός και το θαλάσσιο υπέδαφος, ενώ η ΑΟΖ περιλαμβάνει και το τμήμα της θάλασσας έως την επιφάνεια του νερού.
Επίσης, η υφαλοκρηπίδα υπάρχει a-priori, χωρίς να χρειάζεται το εκάστοτε κράτος να προχωρήσει στην οριοθέτησή της.
Αντίθετα, η ΑΟΖ υφίσταται μόνον εφόσον το εκάστοτε κράτος προχωρήσει στη ανακήρυξή της, βάσει των διεθνών κανόνων και της σύμφωνης γνώμης των γειτονικών κρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου