"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Αμέτοχοι στο έγκλημα, ανέγγιχτοι από την τιμωρία

Του Χρήστου Χωμενίδη 


Ποιά είναι η απόσταση ανάμεσα στη συμφορά και στην αντιξοότητα; Αυτή ακριβώς που σε χωρίζει από τη γιαγιά που έμενε στο παραδιπλανό στενό. 



Γιαγιά δίχως εγγόνια καθότι άτεκνη, συνταξιούχος του ΟΓΑ -έτσι ονομάζουν κατ' ευφημισμόν τις συντάξεις απορίας, οι οποίες έπεσαν από τα 360 στα 320 ευρώ-, βιρτουόζα στο να επιβιώνει με το ελάχιστο, ευπροσήγορη και κοινωνικότατη, δικτυωμένη στον μικρόκοσμό της - άναβε τα καντήλια στο νεκροταφείο και εξασφάλιζε ένα χαρτζιλίκι, βοηθούσε τις καλόγριες στο κοντινό μοναστήρι, τής έβγαζαν εκείνες καθημερινά μερίδα. Είχε και άλλα τυχερά, έλεγε για ένα τάληρο τον καφέ, κάποιες στη Μάνδρα ισχυρίζονταν ότι έβλεπε τα μελλούμενα. Έκανε σχέδια στα ογδόντα της, θα πήγαινε την άνοιξη εκδρομή με τα ΚΑΠΗ στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού. "Το νερό με ξανανιώνει!" έλεγε. 



Απ' το νερό το βρήκε. Χύμηξε -σπάζοντας τα τζάμια- ο χείμαρρος μέσα στο σπίτι της. Κοίταζε άναυδη τη στάθμη να ανεβαίνει, να παρασέρνει το κρεββάτι, το εικονοστάσι, το κάδρο με τη φωτογραφία του μακαρίτη, τα ποτηράκια του λικέρ που είχε αγοράσει σε μια εμποροπανήγυρη το 1993. Και να' θελε, δεν πρόφτασε να αντιδράσει. Οι πυροσβέστες την αντίκρισαν να επιπλέει μπρούμυτα - ο κότσος της είχε λυθεί - κανείς στη γειτονιά δεν το υποψιαζόταν ότι τα κάτασπρα μαλλιά της ήταν τόσο μακριά, πως θα της σκέπαζαν στο φέρετρο τους ώμους.  


Για χάρη της -και για τους άλλους δεκαοχτώ νεκρούς- κηρύχτηκε εθνικό πένθος.



Ενώ εσύ, εσύ είσαι σώος και αβλαβής. Μένεις στον τρίτο γαρ, σε προικώο οροφοδιαμέρισμα. Ώσπου να κοπάσει η θεομηνία είχατε κλειδαμπαρωθεί, είχατε κατεβάσει και τα παντζούρια, ούτε σταγόνα δεν σάς απείλησε, από την τηλεόραση ενημερωνόσασταν για ό,τι βιβλικό συνέβαινε γύρω σας. Έκανες τον σταυρό σου νευρικά, πήγαινες πέρα-δώθε, τσέκαρες και ξανατσέκαρες τις χαραμάδες που είχε φράξει με κουβέρτες η γυναίκα σου, έπινες το ουίσκι απ' το μπουκάλι μπας και καλμάρεις λίγο, μπας και δεν βάλεις τις φωνές. 



Τόλμησες να ξεμυτίσεις το επόμενο πρωί. Βούλιαζαν οι γαλότσες σου μέσα στη λάσπη ενώ κατευθυνόσουν προς το μαγαζί σου. Προσπέρναγες αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, πνιγμένα σκυλιά.  


Δεν θα έπρεπε να εκπλαγείς όταν διαπίστωσες ότι το εμπόρευμά σου είχε ολοσχερώς καταστραφεί. Πως οι χαρτοπετσέτες και τα ρολά υγείας και τα βαμβάκια και οι πάνες (είχες τη μεγαλύτερη αποθήκη στην ευρύτερη περιοχή, παράγγελνες απ'τα εργοστάσια με τα φορτηγά), πως όλα, όλα είχαν γίνει πολτός. Και όμως, έμεινες στήλη άλατος. Κοίταζες τα γκρεμισμένα ράφια, τις νάυλον συσκευασίες που επέπλεαν, τον συναγερμό που' χε βραχυκυκλώσει και είχε κάψει τις λάμπες ασφαλείας, "δεν μάς έμεινε μαντίλι να κλάψουμε..." μονολόγησες. Κι έβγαλες ένα "αμαν!" αντάξιο σε σπαραγμό των παππούδων σου όταν εγκατέλειπαν πρόσφυγες τη Μικρασία.



Ανήγγειλε η κυβέρνηση αποζημιώσεις για τους πληγέντες. Κάτι είναι κι αυτό... Γύρευε όμως πόσος χρόνος θα περάσει μέχρι να καταβληθούν, τι αυτοψίες, τι ουρές στα υπουργεία για αιτήσεις και για κόντρα αιτήσεις. Η αγορά θέλει να την ποτίζεις χρήμα κάθε δευτερόλεπτο, ειδάλλως σε πετάει εκτός. Το δημόσιο δίνει χρήμα σπάνια και με το σταγονόμετρο. Πόσοι επιχειρηματίες που τούς ήρθε ο ουρανός σφοντύλι ανέκαμψαν ποτέ χάρη στην κρατική αρωγή; Ακόμα και οι ιδιωτικές ασφαλιστικές βγάζουν συνήθως την ουρά τους εάν πρόκειται για φυσικές μαζικές καταστροφές...



Δυό κόμποι σού στέκονται στον λαιμό. 


Ο ένας είναι ότι δεν σού επιτρέπεται να θρηνήσεις για την απώλεια τής περιουσίας σου. "Εδώ οι άλλοι έχασαν τις ζωές τους, τους γονείς τους!" θα σε κεραυνοβολούσαν όλα τα βλέμματα και θα σού έδειχναν το γκρεμίδι τής γριούλας. "Εγώ όμως έχω να ταΐσω τέσσερα στόματα..." θα τούς αντέτεινες. "Να τα ταΐσεις! Καιρός να αποδειχθεί στην πράξη τί αξίζεις! Δεν έρχονται όλα πάντοτε εύκολα. προικώα! Ανασκουμπώσου!". 



Ο δεύτερος κόμπος είναι το σενάριο "Έγκλημα και Τιμωρία" που διακινήθηκε ευρέως από δημοσιογράφους και πολιτικούς των Συριζανέλ. "Κάποιοι επί δεκαετίες μπάζωναν τα ρέματα. Τα ρέματα φούσκωσαν και εκδικήθηκαν. Το σάπιο καθεστώς ύστερα από τον Εμφύλιο και κατά τη Μεταπολίτευση έπνιξε τα παιδιά και τα αποπαίδια του..." αποφάνθηκαν. 



Τυπικά δεν έχουν άδικο. Ας μάθουν ωστόσο -ή ας θυμηθούν- τί εικόνα παρουσίαζαν η Μάνδρα, οι δυτικές -και άλλες- συνοικίες της Αθήνας μέχρι τα '80ς. Πώς ζούσε εκεί ο κόσμος στοιβαγμένος σε αυλές, σε παραπήγματα, με εξωτερικά αποχωρητήρια, με τοίχους πλίθινους που έμπαζαν και με στέγες από ελενίτ... Πώς ένα διαμέρισμα σε πολυκατοικία, με δικό του μπάνιο -που να μην το λες "μέρος"-, με καλοριφέρ, με τηλέφωνο ακόμα-ακόμα εφόσον είχες μέσο στον ΟΤΕ, ένα διαμέρισμα σαν κι εκείνα που έδειχναν στις ελληνικές ταινίες και στα ασπρόμαυρα σήριαλ, αποτελούσε όνειρο ζωής...



Βεβαίως και η ανοικοδόμηση πραγματοποιήθηκε πρόχειρα και άναρχα, ενίοτε και παράνομα. 


Ασφαλώς και ο κάθε κρίκος τής αλυσίδας, οι οικοπεδούχοι, οι εργολάβοι, οι υπάλληλοι της πολεοδομίας έκαναν, με το αζημίωτο, τα στραβά μάτια. Τα κόμματα δε εξουσίας εξασφάλιζαν ψηφαλάκια νομιμοποιώντας αυθαίρετα. 



Δεν κυβερνάνε όμως, στην ουσία, τα κόμματα. Η ανάγκη κυβερνάει. Η δίψα των ανθρώπων για ένα καλύτερο αύριο, στον βωμό του οποίου δεν διστάζουν να θυσιάσουν το μεθαύριο. 



Μακάρι ένα κράτος με πυγμή να έβλεπε σε βάθος τριάντα και πενήντα χρόνων, να επεσήμαινε και να απέτρεπε προκαταβολικά τους κινδύνους.  


Πώς θα μπορούσε εντούτοις να διαθέτει ένα τέτοιο κράτος ένας λαός καραβοτσακισμένος, ρεταλιασμένος από πολέμους κι από διχασμούς, ένας λαός που λαχταρούσε απλώς να ξαποστάσει και να απολαύσει ένα μικρό μερίδιο ιδιωτικής ευτυχίας;



Τα μεγαλόπνοα στρατηγικά σχέδια για την Ελλάδα τα εκπονούσαν διανοούμενοι και τεχνοκράτες, τα ανακοίνωναν σε επιστημονικά συνέδρια και τα τύπωναν σε βιβλία, αδιαφορώντας στην ουσία εάν η πραγματικότητα τα διέψευδε παταγωδώς.  


Τις περιβαλλοντολογικές ανησυχίες τις έτρεφαν άνθρωποι που είχαν λύσει τα βιοτικά προβλήματά τους.



Κακώς; 


Κάκιστα. Οι ίδιοι όμως είναι και σήμερα που...
 -από απόσταση ασφαλείας- ρητορεύουν για τη συμφορά στην Μάνδρα.  


Αμέτοχοι, κάποιοι τους, στο Έγκλημα.  


Ανέγγιχτοι όλοι τους από την Τιμωρία. 


Οι ίδιοι είναι που νοσταλγούν την Αττική με τα επτακόσια ποτάμια και νεροσυρμές της, με τα δασωμένα της βουνά, τις ειδυλλιακές ακρογιαλιές της. "


Τι τόπο είχαμε! Πώς τον κατέστρεψαν!" δακρυροούν.  


"Μονάχοι σας τον είχατε τον τόπο; Εμείς πού βρισκόμασταν;" θα τούς ρώταγες.



Αυτά και άλλα τόσα θα' θελες να πεις, να τα βγάλεις από μέσα σου, να τα αφιερώσεις στη γριούλα σου γειτόνισσα που ονειρεύοταν να πάει για λουτρά στην Αιδηψό, πού οι μεσίστιες σημαίες δεν θα τής έκαναν καμιάν εντύπωση.
 

Αυτά θα ήθελες να γράψεις. Μα το χαρτί σου έχει γίνει πολτός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: