ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ
Της ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Στη γαλλική πόλη Reims οργανώνεται «θερινή αντιαποικιακή κατασκήνωση» στην οποία απαγορεύεται να συμμετέχουν «λευκοί».
Η οργανωτική επιτροπή χρησιμοποιεί τη λέξη «λευκοί» – φανταστείτε τι θα επακολουθούσε αν μια ακροδεξιά, ταυτοτική ομάδα καλούσε σε «θερινή αποικιακή κατασκήνωση» στην οποία θα απαγορευόταν η συμμετοχή των «μαύρων»: η Γαλλία θα φλεγόταν από τη Μεσόγειο μέχρι τη Μάγχη· συλλαλητήρια, βραδιές αντιαποικιοκρατικής ποίησης· δάκρυα· συνθήματα· η κατασκήνωση, φυσικά, θα απαγορευόταν και το αντιρατσιστικό κίνημα (που μπερδεύει τη φυλή με τη θρησκεία) θα έβρισκε λόγο ύπαρξης.
Όμως, όταν οι μουσουλμάνοι συσπειρώνονται εναντίον του νόμου και του πληθυσμού των χωρών που τους δέχτηκαν και τους φιλοξενούν, δεν κουνιέται φύλλο.
Ο δήμαρχος της Reims διατηρεί χαμηλούς τόνους: «Δεν θέλω να ερεθίσω τα πνεύματα», λέει. Πράγμα που μου θυμίζει αυτό που έλεγαν οι μικροαστοί όταν ακολουθούσαν τον Μουσολίνι: «Έχω οικογένεια, θέλω την ησυχία μου».
Ο δήμαρχος υποχωρεί, όπως οι περισσότεροι εκλεγμένοι, σε αιτήματα για χωριστά ωράρια στη δημοτική πισίνα (παραβιάζοντας τον νόμο περί κοσμικού κράτους, μεικτής παιδείας και ισότητας των φύλων), καθώς και για χρηματοδότηση τζαμιών (παραβιάζοντας και πάλι τον νόμο του 1905 σύμφωνα με τον οποίον στη Γαλλία απαγορεύεται η κρατική επιδότηση τόπων λατρείας).
Πού οφείλεται αυτή η ενδοτικότητα;
Κυρίως, σε έλλειψη θάρρους μπροστά στα φιλομουσουλμανικά κοινωνικά δίκτυα και στα «αντιρατσιστικά» παρατηρητήρια που προωθούν τα συμφέροντα του πολιτικού Ισλάμ – η αντίθεση στο ισλάμ μπορεί να επιφέρει κοινωνική απομόνωση και να θέσει σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή.
Τα τρομοκρατικά επεισόδια που σημειώνονται σχεδόν κάθε εβδομάδα στην Ευρώπη είναι μόνο ένα μέρος αυτής της διπλής ψυχοπαθολογίας – της ισλαμικής επιθετικότητας από τη μία πλευρά και της ευρωπαϊκής παθητικότητας από την άλλη.
Η ψυχοπαθολογία εκτείνεται στον τρόπο με τον οποίον προσλαμβάνουμε και αντιμετωπίζουμε την ισλαμική τρομοκρατία: με ελαφρότητα, επιείκεια του νομικού συστήματος, αυταρέσκεια· όπως είναι γνωστό, πλήθος τζιχαντιστών κυκλοφορούν ελεύθεροι σε όλη την Ευρώπη· το κήρυγμα μίσους, όπως προανέφερα, είναι έγκλημα μόνο όταν προέρχεται από Δυτικούς: ο δράστης του πρόσφατου τρομοκρατικού εγκλήματος στο Λονδίνο ήταν γνωστός στις αρχές ως «ιεροκήρυκας μίσους» και είχε κληθεί κατά καιρούς να εκφράσει τη γνώμη του σε διάφορα ΜΜΕ.
Η επιθετικότητα προκύπτει προφανώς από τον θρησκευτικό φανατισμό ο οποίος καλλιεργείται στο πλήθος των τζαμιών (2.500 στη Γαλλία, 1.500 στη Βρετανία) που έκτισαν και που συντηρούν σαλαφιστικές δυνάμεις (κράτη και οργανώσεις) με την ανοχή των ευρωπαϊκών κρατών· μια ανοχή εύθυμη κι ανέμελη. Η δε ευρωπαϊκή παθητικότητα προκύπτει είτε από άγνοια, είτε από φόβο έναντι του «κτήνους»· στην ουσία από μια ανάγκη εξευμενισμού η οποία, με τη σειρά της, πρέπει να αποδοθεί σε λανθάνον και ανεπίγνωστο αίσθημα δυτικής ανωτερότητας: «Είμαστε καλύτεροι και πρέπει να δείχνουμε μεγαλοψυχία μπροστά στις τριτοκοσμικές ιδιορρυθμίες».
Όσο για την ψυχοπαθολογία της πρόσληψης και επεξεργασίας των γεγονότων αποτελεί ένα ευρύτερο ζήτημα που οφείλεται στην πολυετή προπαγάνδα και στην πελατοκρατία.
Στη Γαλλία –στην πραγματικότητα, σε όλες τις δυτικές χώρες– η αριστερά, το μεγαλύτερο μέρος της, αλιεύει το κοινό της στις τάξεις των μουσουλμάνων, όπως και στις τάξεις των αντιεξουσιαστών, των φυλακόβιων, των παράτυπων μεταναστών (τους οποίους νομιμοποιεί με ποικίλους τρόπους), του κοινωνικού περιθωρίου. Η αριστερά που ειρωνεύεται την «αρχή» (την authority, τουτέστιν τη συντεταγμένη πολιτεία), την «πατρίδα», την «ευταξία», ειρωνεύεται και τις δυτικές αξίες, την ευρωπαϊκή ταυτότητα· αλλά, κι εδώ είναι το παράδοξο, σέβεται ευλαβικά την ταυτότητα του Άλλου, εν προκειμένω των μουσουλμάνων. Η πολιτική της είναι ακραία ταυτοτική, όχι όμως για τους Ευρωπαίους.
Το αποτέλεσμα είναι η ευρωπαϊκή καθημερινότητα να χαρακτηρίζεται από δύο συνέπειες της αριστερής πολιτικής (που υπήρξε η by default πολιτική πολλών δεκαετιών ανεξαρτήτως ποιο κόμμα κέρδιζε στις εκλογές):
Την παραμέληση της ασφάλειας των πολιτών (η «ασφάλεια» θεωρείται δεξιά ιδέα) και την ανισοβαρή παραβίαση της κοσμικότητας του κράτους. Λέω «ανισοβαρή» διότι, στις περιπτώσεις όπου οι χριστιανοί Ευρωπαίοι προσπαθούν να προβληθούν στα μέσα ενημέρωσης ή να προωθήσουν κάποιο θρησκευτικό αίτημα (συνήθως ανώδυνο όπως λιτανεία αγίων λειψάνων· κάτι τέτοιες γραφικότητες), γίνονται αντικείμενο γελοιοποίησης. Εξάλλου, ενώ εκτυλίσσεται θηριώδης εκστρατεία για την παιδεραστία στην Καθολική εκκλησία, παρόμοια κίνηση θα ήταν αδιανόητη αν είχε στόχο τους ιμάμηδες. Και όμως, οι ιμάμηδες, το ξέρουμε όλοι αλλά δεν μιλάμε, παραβιάζουν τους ίδιους νόμους με κατάφωρο τρόπο.
Η πελατοκρατία έχει διαβρώσει το νομικό σύστημα και τον μηχανισμό του κράτους. Εξού και η άνοδος της Μαρίν Λε Πεν για την οποία έχω γράψει πολλές φορές: τα τρομοκρατικά επεισόδια και η πλήρης απάθεια (ή η χαιρεκακία) των μουσουλμάνων είναι ένα δώρο στη Μαρίν Λε Πεν η οποία αναγνωρίζει πού φτάσαμε και πώς φτάσαμε ώς εδώ. Το υπόλοιπο πρόγραμμά της δεν αφορά κανέναν· άλλωστε είναι ασυνάρτητο.
Οι Ευρωπαίοι που ψηφίζουν ταυτοτικά κόμματα και οι Αμερικανοί που ανέδειξαν τον Ντόναλντ Τραμπ δεν έχουν οικονομικά κίνητρα· τα κίνητρά τους είναι πολιτιστικά, αξιακά, ταυτοτικά. Οι πολίτες θέλουν να περνούν τις γέφυρες του Τάμεση χωρίς κίνδυνο να τους μαχαιρώσει κάποιος παράφρων ισλαμιστής – αλλά, εκτός από αυτό που ακούγεται στοιχειώδες, θέλουν να ζουν στην Ευρώπη των ευρωπαϊκών αξιών για τις οποίες αγωνίστηκαν.
Κανείς δεν τις χάρισε αυτές τις αξίες που οδήγησαν στην καλύτερη ποιότητα ζωής στον κόσμο.
Η αριστερά, προσκολλημένη στη μαρξιστική ανάλυση, χρησιμοποιεί την οικονομία ως βασικό εργαλείο και σημείο αναφοράς· δεν κατανοεί την ποιότητα ζωής με όρους του 21ου αιώνα. Γι’ αυτό, ένα μεγάλο μέρος της συμμετέχει σε συνωμοσία σιωπής· αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα θρησκευτικά και πολιτισμικά προβλήματα ανεξάρτητα από τα οικονομικά, άρα να ερμηνεύσει τι μας συμβαίνει.
Η δε ευρωπαϊκή κεντροδεξιά έχει αρχίσει να μιλάει, κομπιάζοντας και ξεροκαταπίνοντας, για όσα είχε αποσιωπήσει και κουκουλώσει.
Οι Ευρωπαίοι, αν και ζουν στο έδαφός τους, περιβάλλονται από αντιευρωπαϊκό ρατσισμό, από μίσος που ενσταλάζει η εθνικοθρησκευτική παραπαιδεία και ο περιρρέων λόγος της πολιτικής ορθότητας. Όταν κάποιος με το όνομα Μοχάμεντ ή Μπενζεμά δεν γίνεται δεκτός σε μια δουλειά, διαμαρτύρεται –και μάλιστα κραυγαλέα– ότι είναι θύμα διάκρισης· έτσι, οι εργοδότες σπεύδουν να προσλάβουν όλους τους Μοχάμεντ και τους Μπενζεμά: για να μην ερεθίσουν τα πνεύματα. Όμως, είναι πολύ αργά κι ούτε το πρόβλημα λύνεται έτσι: το πρόβλημα λύνεται, δύσκολα και με μεγάλο κόστος, μέσω της μεταστροφής του δημόσιου λόγου –του λόγου στο σχολείο και στα μέσα ενημέρωσης– και της αυστηρής επιβολής των νόμων.
Προς το παρόν, το σχολείο, τα ΜΜΕ, τα επίσημα και τα ανεπίσημα, καθώς και ο κόσμος του θεάματος προβάλλουν ρητορική στήριξης στα «θύματα» (σ’ αυτό το σημείο αγγίζουμε τις κορυφές του παραλογισμού) και στους «εξεγερμένους», σ' εκείνη την υποτιθέμενα «αδικημένη» κοινωνική ομάδα που καίει αυτοκίνητα και σπάζει βιτρίνες. Όλοι, σχεδόν όλοι, οι Ευρωπαίοι που έχουν δημόσιο βήμα τονίζουν, για να γίνουν αρεστοί, ότι, αυτή την εποχή, το χειρότερο ολίσθημα είναι η ισλαμοφοβία.
Όχι. Το χειρότερο ολίσθημα είναι η ανοχή, για να μην πω η κολακεία, του σκοταδισμού. Δεν είναι ολίσθημα, είναι έγκλημα: το έγκλημα του κομφορμιστή που ακολουθεί τους φασίστες επειδή θέλει την ησυχία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου