"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ: Θυμάστε τον Λαμπρόπουλο; Όσα δεν ξέρουν οι κάτω των 40 για το πιο ιστορικό υπερ-κατάστημα της Αθήνας

Θυμάστε τον Λαμπρόπουλο;
 
Η ερώτηση στους κάτω των 40 φέρνει στο πρόσωπο ένα αόριστο χαμόγελο με κενό βλέμμα.
 
Στους άνω των 40 φέρνει ένα χαμόγελο νοσταλγίας, το πρόσωπο γλυκαίνει και το μυαλό τους μοιάζει να ανεβαίνει σε μία κυλιόμενη σκάλα που οδηγεί στον όροφο με τα παιχνίδια.


Οι ΑΦΟΙ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ ήταν ένα υπερκατάστημα που σηματοδότησε το εμπορικό κέντρο της Αθήνας, τα Χαυτεία επί 98 χρόνια. Από το 1901 μέχρι το 1999, οι Αδελφοί Λαμπρόπουλοι, με το σλόγκαν «Διαλέγουν πριν από σας – για σας» έγιναν το σημείο αναφοράς κάθε μεσοαστικής οικογένειας για τα εποχιακά ψώνια και δώρα της σεζόν, ίσως μαζί με το παραπλήσιο Μινιόν.  Στα παιδικά μάτια όσων θυμούνται το μεγάλο κτήριο στη γωνία Αιόλου και Λυκούργου ήταν το μεγαθήριο με τα χιλιάδες πράγματα που μπορούσες να δεις και ακόμα καλύτερα: να αγγίξεις! Ένας καταναλωτικός παράδεισος που γιγαντώθηκε την περίοδο που η Ελλάδα αποκτούσε τη μεσοαστική της τάξη και καταναλωτική συνείδηση και την ακολούθησε, σχεδόν ταυτόχρονα, στην πορεία της προς την κρίση.
 
Ένα ιστορικό λεύκωμα που εκδόθηκε από το Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Δημητρίου & Μπλανς Λαμπροπούλου, μας ταξιδεύει μέσα σε σελίδες υπέροχα διακοσμημένες με τις διαφημίσεις και τις μακέτες της κάθε εποχής, στην ιστορία της εταιρείας που όμως καταγράφει παράλληλα και το προφίλ της πόλης σε κάθε περίοδο. Καταγεγραμμένα αρχεία συνελεύσεων του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, παλιές οικογενειακές φωτογραφίες, διαφημιστικά εφήμερα, το αρχείο της διαφημιστικής εταιρείας GREKA που φυλάσσεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – ΜΙΕΤ και προφορικές μαρτυρίες μας οδηγούν σε ένα συγκινητικό ταξίδι αθηναϊκής ιστορίας.

 

Η αρχή της εταιρείας υπήρξε ανέκαθεν η «Μεγάλη Κατανάλωσις – Μικρόν Κέρδος – Πιστή εξυπηρέτησις της πελατείας» από την εποχή ακόμα που ήταν ένα μικρό εμπορικό κατάστημα με είδη ένδυσης και υπόδυσης για να εξελιχθεί σταδιακά, εισάγοντας ταξιδιωτικά είδη, λευκά είδη αλλά και ραδιόφωνα και γραμμόφωνα παραγωγής της εταιρίας. Σε δυναμική τροχιά την περίοδο του Μεσοπολέμου, και με την αισιοδοξία της μεταπολεμικής περιόδου, αναβάθμισε το επίπεδο κατανάλωσης του αγοραστικού κοινού, τον τρόπο εξυπηρέτησης, έδωσε έμφαση στη δημιουργία υψηλού τζίρου παρά καθαρών κερδών στις δύσκολες περιόδους, έκανε μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες και εισήγαγε βασικά στοιχεία του υλικού πολιτισμού (τις οδοντόκρεμες Kolynos, τα αντικουνουπικά Katol, τις κολόνιες Marvel, Tosca, 4711, γραμμόφωνα και δίσκους και αργότερα ιδρύοντας τη δισκογραφική εταιρεία Columbia). Η γωνία Αιόλου στα Χαυτεία έγινε τοπόσημο της Αθήνας, σημείο αναφοράς και συνάντησης, άπειρα ραντεβού κλείστηκαν εκεί, μπροστά στις θεαματικές βιτρίνες των καταστημάτων που διακοσμούνταν θεματικά και ανάλογα με την εθιμοτυπική επικαιρότητα.

 

Αθήνα, οδός Αιόλου, 1906

 
Έχει υποστηριχθεί ότι η επιτυχία των ελληνικών επιχειρήσεων στον εμπορικό και ναυτιλιακό τομέα οφείλεται στον οικογενειακό τους χαρακτήρα. Στην περίπτωση Αφοί Λαμπρόπουλοι η μνήμη της οικογένειας προϋπάρχει.
 
Ο Παναγιώτης Λαμπρόπουλος, γενάρχης, από την Κοντοβάζαινα της ορεινής Αρκαδίας διατηρούσε το μόνο μπακάλικο-ψιλικατζίδικο του χωριού, δηλαδή είχε το γενικό εμπόριο της εποχής. Ο γιός, Ξενοφών, εγκατέλειψε την Κοντοβάζαινα στα 17 του για να εργασθεί ως εμποροϋπάλληλος στον Πύργο σε εμπορικό όπου και παντρεύτηκε την κόρη του αφεντικού. Η αρρενογονία συνετέλεσε στην εξέλιξη της εταιρείας μέσω της διαδοχής: οι 7 γιοί του Παναγιώτη ενεπλάκησαν οργανικά στην ίδρυση και ενδυνάμωση της εταιρείας. 
 
Τον Απρίλιο του 1901 ο Ξενοφών μετακομίζει στην Αθήνα και με λίγες οικονομίες και αρχίζει να εργάζεται ως πλανόδιος πωλητής ανδρικών ειδών ενώ παράλληλα τελείωνε το Γυμνάσιο. Τον ακολούθησε ο αδερφός του Βασίλειος όπου ένωσε τις δυνάμεις του με τον αδερφό του και διατηρούσαν μαζί το καρότσι με είδη ένδυσης το οποίο παρέμενε το βράδυ στην πλατεία Αβησσυνίας. 
 
Το 1906 ίδρυσαν την εταιρεία Αφοί Λαμπρόπουλοι με εταιρικό κεφάλαιο από 5 χιλιάδες δραχμές έκαστος. Η εταιρεία στην αρχή εμπορευόταν κυρίως μάλλινα εσώρουχα, κατά κύριο λόγο ανδρικά, σε καλή ποιότητα, και απευθυνόταν στη μεσαία τάξη για να της προμηθεύει το «καλό ρούχο». «Αγορά και πώλησις εμπορευμάτων επί κέρδει, ήτοι ψιλικών παντός είδους, υποκαμίσων, γραβατών, καλτσών και λοιπών ειδών».

Η επιχείρηση στεγάστηκε σε έναν υπόγειο χώρο στη γωνία Αιόλου και Σοφοκλέους (μετέπειτα κτήριο Καρατζά της Εθνικής Τράπεζας) ο οποίος αργότερα, στην επέκτασή του στέγασε το κατάστημα των Αφων Λαμπρόπουλου, με δάνειο 20.000 δραχμών από τον γείτονά τους, ιδιοκτήτη της ΧΡΩΠΕΙ. Το 1913 το κεντρικό κατάστημα μεταφέρθηκε στο κτήριο της οδού Αιόλου και Σταδίου το οποίο με τον καιρό επεκτάθηκε στα παραπλεύρως επί της οδού Αιόλου – Λυκούργου ιδιόκτητα νεοκλασικά κτήρια. Σε μία εποχή που δεν ίσχυε ωράριο στη λειτουργία των καταστημάτων, η δουλειά κρατούσε στο μεγαλύτερο μέρος του 24ώρου (το κατάστημα μπορεί να λειτουργούσε 7 π.μ.- 10 μ.μ.), το αντικείμενο του εμπορίου τους την πρώτη περίοδο ήταν ανδρικοί νεωτερισμοί (γραβάτες, μαντήλια, πουκάμισα) ενώ σύντομα στους δύο ιδρυτές προστέθηκαν τρεις υπάλληλοι και εισήχθηκαν και οι πρώτες καινοτομίες: η Κυριακάτικη αργία (η εταιρεία υποστήριξε την πρακτική να παραμένουν κλειστά τα εμπορικά καταστήματα την Κυριακή, ώστε οι άνθρωποι να χρειάζονται να φορέσουν το «κυριακάτικο» καλό ρούχο και, άρα, να φτιάχνουν ρούχα από καλά υφάσματα), η κατάργηση του παζαριού με τους πελάτες και οι τιμές να είναι ορισμένες ως στοιχείο εμπιστοσύνης μεταξύ εμπόρου και πελάτη – τα παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν νεωτερισμοί στην εμπορική κίνηση μίας πόλης με παρελθόν οθωμανικής εμπορικής αγοράς.

Η Αθήνα αρχίζει να μεγαλώνει. Αστυφιλία και δημογραφική αύξηση. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν αυξήσει τις ανάγκες του στρατού και τη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών, κυρίως της αλευροβιομηχανίας και της υφαντουργίας. Η Αθήνα στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν η μόνη πόλη της Ελλάδας της οποίας ο πληθυσμός ξεπερνούσε τις 100 χιλιάδες κατοίκους. Η πόλη επεκτεινόταν προς τη λεωφόρο Αμαλίας, το Κολωνάκι, τη Νεάπολη και το Μεταξουργείο ενώ γινόταν όλο και πιο ελκυστική για εσωτερική μετανάστευση.
 
Τότε διαμορφώνεται χωροταξικά και η οικονομική ζωή της Αθήνας: οι οδοί Ερμού, Αθηνάς, Αιόλου και Σταδίου καθώς και οι γύρω δρόμοι γίνονται το εμπορικό κέντρο. Στο παραγωγικό κέντρο κυριαρχούσε το μεταποιητικό εργαστήρι, τα εμπορικά καταστήματα ήταν συγκεντρωμένα στην Ερμού, Σταδίου και Αθηνάς ενώ ο τομέας ρουχισμού εντοπιζόταν στην περιοχή από την πλατεία Συντάγματος έως την οδό Αγίου Μάρκου, τα χρυσοχοεία στην οδό Βουλής ενώ μεταξύ των πλατειών Ομονοίας και Συντάγματος τα αρτοποιεία και ζαχαροπλαστεία.
 
Ο 20ός αιώνας έμπαινε δυναμικά.  
 
Ο εμπορικός καπιταλισμός εισήγαγε την έννοια του «νεωτερισμού» που υπάρχει ακόμα και σήμερα σαν απολίθωμα της εποχής σε πολλές μαρκίζες: «Καταστήματα – Νεωτερισμοί». Η λατρεία του κάθε τι καινούργιου. Μια νέα εμπορική αισθητική αναπτύσσεται στις βιτρίνες των καταστημάτων, στις φωτεινές τους επιγραφές, στις επιδείξεις μόδας και στις διαφημίσεις. Κατά τον Γάλλο κοινωνιολόγο Pierre Bourdieu τα τρία κύρια κονδύλια της αστικής κατανάλωσης ήταν: διατροφή, κουλτούρα και «αυτοπαρουσίαση» και οι έμποροι παρείχαν τα αγαθά που απαντούσαν στην τρίτη κατηγορία.

 

Η Αθήνα του μεσοπολέμου

 
Οι εδαφικές προσαρτήσεις μετά τους Βαλκανικούς πολέμους καθώς και η είσοδος στη χώρα 1.500.000 προσφύγων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή προκάλεσαν εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού, η οποία, για την περιοχή της Αθήνας έφτασε το 30,19%. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκτός από την Αθήνα, στον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη δημιούργησαν ένα πλήθος μικρών βιοτεχνιών ή μικρών εμπορικών επιχειρήσεων πολλές από τις οποίες στήριξαν οι τράπεζες με εμπορικά δάνεια.
 
Παράλληλα, στην γοργή αστικοποίηση, η πολυκατοικία γενικεύεται στον Δήμο Αθηναίων. Σε εκείνη την πολεοδομική οργάνωση της πρωτεύουσας και στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς του Μεσοπολέμου εντοπίζονται οι ρίζες της σημερινής πολεοδομικής διαμόρφωσης της πρωτεύουσας. Οι νέες παράμετροι της πόλης είναι: ιστορική μνήμη, αναψυχή, εκπαίδευση και έρευνα, τουρισμός αυτόχθονων και ξένων, παράλληλα με τον εξωραϊσμό των πόλεων και τη δημιουργία χώρων γοήτρου.

 

Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος περιγράφει τα Χαυτεία. «Εφημερίς», Ιούλιος 1913:

 
«Δεν ζη κανείς εις τας Αθήνας αν...

 δεν περνά μίαν τουλάχιστον ώραν της ημέρας εις τα Χαυτεία. Είναι πράγματι το κέντρον, η καρδιά των Αθηνών. (…) Και όταν λέγωμεν Χαυτεία, δεν εννοούμεν πλεόν το μικρόν εκείνο τμήμα της οδού Πατησίων, το μεταξύ των οδών Σταδίου και Βερανζέρου. Τα σημερινά Χαυτεία, μεγαλωμένα σαν την Ελλάδα, περιλαμβάνουν και την αρχή της οδού Πανεπιστημίου μέχρι των «Βουστασίων» και του Πανελληνίου και την αρχήν της οδού Σταδίου μέχρι του «Κέντρου» και την πλευράν ακόμη της πλατείας της Ομονοίας, επί της οποίας απλούται η «Ήβη». (…) Το παλαιόν όνομα, το οποίον έμεινε από το ξενοδοχείον ή το πεταλωτήριον (…) κάποιου Χαύτα, επεξετάθη και επεκτείνεται ολοέν εις όλην την περιοχήν. Και από πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός, η περιοχή αυτή είναι πλημμυρισμένη από τον ποικιλότερον κόσμον, παρουσιάζουσα μεγαλυτέραν ζωήν και κίνησιν από κάθε άλλο μέρος των Αθηνών.
Είναι η πολυκοσμία, η μεγάλη τύρβη, ο θόρυβος, η ζάλη και ο ίλιγγος της πρωτευούσης. Μόνον ο ευρισκόμενος εις τα Χαυτεία ειμπορή να σχηματίσει την ιδέαν ότι αι Αθήναι μας είναι πλέον μεγαλούπολις με μισό εκατομμύριο κατοίκων. Προ πάντων τας ώρας του απογεύματος και του δειλινού, όταν ροδίζουν τα υψηλά πατήματα των γύρω μεγάρων, σχηματίζονται συμπαγείς και αδιαπέραστοι ανθρώπιναι μάζαι. Άλλοι κάθηνται ολόγυρα εις τα λαϊκά καφενεία, άλλοι στέκονται όρθιοι εις μίαν στάσιν που νομίζεις ότι δεν θα το κουνήσουν ποτέ από εκεί, άλλοι περιφέρονται με βηματάκια νωθρά και κουρασμένα. Έχει τον χαρακτήρα μάλλον αναπαύσεως η συγκέντρωσις εκείνη του δειλινού, η πολυάσχολος εν τούτοις και πολυφροντίς. Τα τραμ, τ’αμάξια, τ’αυτοκίνητα κυκλοφορούν με δυσκολία και μ’επιμόνους κωδωνισμούς ή ανυπόμονα σαλπίσματα διά μέσου των πυκνών εκείνων όγκων. Ο χωρικός των Μεσογείων με την πουκαμίσαν του διαγκωνίζεται προς την κομψήν Ατθίδα, η οποία θα πάρη το τραμ δια ν’αναβή εις το Ντορέ και ο Ανατολίτης με την ρεδιγκόταν του και το φέσι του, γειτονεύει προς τον κομψευόμενον Αιγύπτιον, ο οποίος κατοικεί εις τον «Ερμήν» κ’εστάθη εις την πλατείαν να δροσισθή με μίαν μπύραν. Ο αέρας λείπει, η ζέστη είναι πνιγηρά, μόνον εις την πολυκοσμίαν των χαμηλών Χαυτείων αισθάνεται κανείς το χαυνωτικόν καλοκαίρι των Αθηνών…»
 
Αφοι Λαμπρόπουλοι Α.Ε.
 
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1927, η Εμπορική Εταιρεία Αδελφοί Λαμπρόπουλοι γίνεται Ανώνυμη. Την ίδια εποχή αποφασίζεται η αγορά ακινήτου επτά στρεμμάτων στα Πατήσια για την ανέγερση βιομηχανικού κτηρίου, η αύξηση του προσωπικού και η πρόσληψη τεχνιτών.
Το 1934 ιδρύθηκε το τρίτο υποκατάστημα στην οδό Σταδίου 4, στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, το οποίο ασχολήθηκε αποκλειστικώς με την πώληση ραδιοφώνων και γραμμοφώνων καθώς αγοράσθηκε από την εταιρεία η μάρκα His Master’s Voice.
 
Είναι 1937 και η εταιρεία γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή από την ίδρυσή της. Στο κτήριο της οδού Λυκούργου προστίθεται ένας όροφος και φιλοξενεί νέα τμήματα: το τμήμα γυναικείων φορεμάτων, εσωρούχων, το τμήμα γυναικείων υφασμάτων και, τέλος, το τμήμα γυναικείων καπέλων, γουναρικών και κοσμημάτων. Παράλληλα η εταιρεία αρχίζει την παραγωγή δερμάτινων γαντιών (με ειδική μετάκλιση τεσσάρων ειδικών τεχνιτών από το εξωτερικό για να διδάξουν τους Έλληνες εργάτες), ειδών ταξιδιού, γραμμοφώνων καθώς και «υποδημάτων, παντοφλών, υποκαμίσων, πιτζαμών, εσωρρούχων, λευκών ειδών, λαιμοδετών, ενδυμασιών, παλτών και γκαπαρδινών, τιραντών και καλτσοδετών».
Αγοράζονται ακίνητα στην οδό Λυκούργου για να μπορέσει να γίνει η ενοποίηση όλων των κτηρίων.
 
Το 1939 αγοράζονται το βιομηχανικό σήμα της KOLYNOS και του εντομοκτόνου KATOL, ενώ το 1940 αρχίζει η προετοιμασία για πόλεμο.  Στα πρακτικά των συνελεύσεων σημειώνεται: «…ιδιαιτέρα φροντίς ελήφθη δια την επηυξημένην συμπλήρωσιν των αγορών μας επί τη προόψει ελλείψεων λόγω καταστάσεως…»


Από τη Γραμμοφωνία στη Δισκογραφία, 1930-1973

 
Υπήρξε εποχή που οι δισκογραφικές εταιρείες είχαν αγορασμένα, δικά τους ημίωρα στο δημόσιο ραδιόφωνο, στα οποία παρουσίαζαν τις νέες τους κυκλοφορίες. Και ίσως το πιο κλασικό, χαραγμένο στις μνήμες όλων, μουσικό σήμα ήταν το ταξίμι της «Συννεφιασμένης Κυριακής» του Τσιτσάνη, όταν άρχιζε η εκπομπή της Columbia. «Η πρωτοπόρος Κολούμπια παρουσιάζει…» Άλλη μία δραστηριότητα της εταιρείας Αφοι Λαμπρόπουλοι.
 
Στην Ελλάδα, από το 1925 χαράσσονταν δίσκοι οι οποίοι στη συνέχεια τυπώνονταν στην Αμερική. Η ηχογράφηση γινόταν σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο Σύνταγμα με μέτριο αποτέλεσμα και στη συνέχεια αποτυπωνόταν σε κερί ως μήτρα για να σταλεί στην Κωνσταντινούπολη. Στις 20 Δεκεμβρίου 1930 εμφανίστηκαν οι πρώτες «πλάκες» φτιαγμένες από ελληνικά χέρια με τον τενόρο Μιχάλη Θωμάκο. Την ίδια χρονιά ο Βασίλειος Λαμπρόπουλος ανακάλυψε τα γραμμόφωνα ως πωλητέο αντικείμενο και η εταιρεία Αφοί Λαμπρόπουλοι ανέλαβε τη χονδρική τους πώληση.
 
Το 1932, ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος πρότεινε στην ΕΜΙ να φτιαχθεί εργοστάσιο εκτύπωσης στην Ελλάδα. Η εταιρεία θα αναλάμβανε το καλλιτεχνικό μέρος και την προώθηση των δίσκων  ανοίγοντας μία νέα αγορά. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το εργοστάσιο Columbia καταστράφηκε για να ξαναχτισθεί λίγο αργότερα.
 
Το 1958, εμπορικός διευθυντής της ανέλαβε ο Τάκης Β.Λαμπρόπουλος, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1973, όταν οι Λαμπρόπουλοι πούλησαν τα δικαιώματα και τα συμβόλαια που είχαν συνάψει με καλλιτέχνες στην ΕΜΙ και ο ίδιος επέστρεψε στο εμπορικό τμήμα της εταιρείας Αφοί Λαμπρόπουλοι. 
 
Τα συμβόλαια με τους καλλιτέχνες κλείνονταν με βάση υποδείγματα συμβολαίων από την ΕΜΙ Αγγλίας αλλά ο Τάκης Λαμπρόπουλος σκέφτηκε ότι αυτά έπρεπε να είναι πενταετούς αποκλειστικής συνεργασίας αν και ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν υπέγραψε ποτέ συμβόλαιο. Οι καλλιτέχνες όφειλαν ετησίως στην εταιρεία 12-18 τραγούδια, η επιλογή των καλλιτεχνών γινόταν από τον Τάκη Β.Λαμπρόπουλο ενώ συνθέτες και στιχουργοί πρότειναν επίσης ταλέντα. Το διάστημα 1957-1959 η εταιρεία αναλαμβάνει την προμήθεια δίσκων στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας.
 
Ο Τάκης Β.Λαμπρόπουλος συμπεριλαμβάνεται στη χορεία επιχειρηματιών όπως ο Αλέκος Πατσιφάς και ο Φιλοποίμην Φίνος που στήριξαν την καλλιτεχνική άνθιση η οποία σημειώθηκε τις δεκαετίες 1950-60. Επιχείρησε, όπως δηλώνει ο ίδιος, «μία έντιμη εκλαΐκευση της ποιήσεως». Η ΕΜΙ κυκλοφορούσε τις συλλογές που θεωρούσε ως τις καλύτερές της πριν τα Χριστούγεννα, διέθετε στούντιο ηχογράφησης στην EMI-Columbia, είχε εξωτερικούς συνεργάτες για το σχεδιασμό των εξώφυλλων των δίσκων, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Τσαρούχης, ενώ για τη διαφημιστική προώθηση συνεργαζόταν με τη διαφημιστική εταιρεία Αλέκτωρ. Στη διάρκεια της δικτατορίας απαγορεύτηκε η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, κάτι που έπληξε την εταιρεία αφού η παραγωγή του μουσικοσυνθέτη αντιπροσώπευε το 18-19% των πωλήσεών της. Το κενό αναπληρώθηκε με τη μουσικογραφία του Γιάννη Μαρκόπουλου ενώ δυσαναπλήρωτο κενό άφησε η αποχώρηση του Στέλιου Καζαντζίδη. Ο Μάνος Χατζηδάκις έφτιαξε την εταιρεία Fidelity σε συνεργασία με τις εκδόσεις Ίκαρος αλλά το 1961 επέστρεψε στην Columbia.
 
Ο Τάκης Β.Λαμπρόπουλος είχε όραμα για την αναβάθμιση και την επανάσταση στην ελληνική δισκογραφία. Μάζεψε κοντά του όλους τους ποιητές, τους νέους μουσικούς (Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Ξαρχάκο κ.α.), όρισε τον Μανώλη Χιώτη συντονιστή και διευθυντή των ηχογραφήσεων, ανακάλυπτε συνέχεια νέες φωνές (Μοσχολιού, Αγγελόπουλο, Διονυσίου, Λύδια, Φαραντούρη, Ξυλούρη…) και έβαλε στη δισκογραφία ηθοποιούς (Βουγιουκλάκη, Λαμπέτη, Χορν, Μελίνα). Έβγαλε τον Καραγκιόζη σε δίσκους (με τον Σπαθάρη) που σκίσανε σε πωλήσεις. Καθιέρωσε τις πρώτες μεγάλες λαϊκές συναυλίες (στο Κεντρικόν). Άλλαξε την αισθητική των εξώφυλλων δίσκων καθιερώνοντας το εικαστικό εξώφυλλο με έργα μεγάλων ζωγράφων (Τσαρούχη, Μόραλη, Εγγονόπουλο, Μποστ, Αργυράκη…). Ηχογράφησε θεατρικές παραστάσεις. Επέβαλε τη σειρά Πρώτη Εκτέλεση σε όλους τους συνθέτες (διαφυλάσσοντας το κύρος και το μεγαλείο των πρώτων εκτελέσεων). Και επανέφερε στο προσκήνιο το ρεμπέτικο τραγούδι (με τους Μπιθικώτση, Π.Πάνου, Γαβαλά, Λύδια…).

 

1940 – Πόλεμος – Ανάκαμψη

 
Το 1941 οι τιμές των προϊόντων ανεβαίνουν και οι πωλήσεις μειώνονται. Για το λόγο αυτό παραχωρούνται στο προσωπικό που υποαπασχολείται, άδειες με πλήρεις αποδοχές. Τον Δεκέμβριο του 1941, καθώς η κατάσταση επιδεινώνεται, η εταιρεία αποφασίζει τη στήριξη της δημοσιοϋπαλληλικής της πελατείας με πωλήσεις προϊόντων σε προπολεμικές τιμές και τη στήριξη των υπαλλήλων της με άτοκα δάνεια και επισιτιστικές διευκολύνσεις.
 
Στην περίοδο της Κατοχής τα μόνα τμήματα που εξακολουθούν να υπολειτουργούν είναι το τμήμα υποδημάτων, καλτσών και υποκαμίσων. Τον Οκτώβριο του 1943, η εταιρεία μειώνει τιμές κατά 50% ενώ τον Δεκέμβριο του 1943 επαναδραστηριοποιείται το εργοστάσιο παραγωγής πλεκτών φανέλων, εσωρούχων και άλλων ενδυμάτων. Συνεχίζονται δε τα συσσίτια που παρέχονται στο προσωπικό στο εργοστάσιο, καθώς και οι άδειες μετ’αποδοχών του προσωπικού που υποαπασχολείται. Την περίοδο της Κατοχής και για τον φόβο των βομβαρδισμών, η εταιρεία αποθήκευε τα εμπορεύματα σε αποθήκη στην πλατεία Κολιάτσου, η οποία λεηλατήθηκε στα επεισόδια των Δεκεμβριανών.
 
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, με βάση τις προσδοκίες για μία γρήγορη ανάπτυξη, σχεδιάζεται ένα νέο κτήριο για τη θέση των ακινήτων στη γωνία Αιόλου και Λυκούργου. Ή πρόταση, ένα εντυπωσιακό πολυώροφο κτήριο στον τύπο των grand magasins της Ευρώπης που ακολουθεί την αρχιτεκτονική του μοντέρνου κινήματος, δεν πραγματοποιείται ποτέ.  (Αργότερα, το 1954, ο αρχιτέκτων και καθηγητής του ΕΜΠ, Σόλων Κυδωνιάτης εκπονεί μία νέα πρόταση για το κεντρικό κατάστημα, περισσότερο αυστηρή και προσγειωμένη, που ακολουθεί πάντοτε τα πρότυπα του Bauhaus. Ούτε αυτή η πρόταση θα πραγματοποιηθεί. Τελικά αναλαμβάνει την ενοποίηση του ισόγειου χώρου και της αυλής του παλιού νεοκλασικού σε έναν ενιαίο χώρο και «ντύνει» την παλιά όψη έτσι ώστε το παλιό κτήριο να ανανεωθεί πλήρως και να θυμίζει σύγχρονο κατάστημα.)
 
Το 1951, η εταιρεία ήταν σε θέση να γιορτάσει την πεντηκονταετία συνεχούς λειτουργίας της υπό σαφείς όρους ανάκαμψης και προόδου. Η μείωση των τιμών, πολλές φορές κάτω του κόστους, που αποφασίσθηκε λόγω του έντονου ανταγωνισμού των εμπορικών καταστημάτων, είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των πωλήσεων.
Το 1955 αποφασίζεται η επαναφορά των «δύο δεκαπενθήμερων φθήνειας» τους μήνες Φεβρουάριο και Ιούλιο, πρακτική που είχε ακολουθήσει η εταιρεία κατά την προηγούμενη δεκαετία, καθώς παρατηρήθηκε η γενίκευση του θεσμού των εκπτώσεων στο εμπόριο.
Η Αθήνα χρειαζόταν τόνωση. Οι θεματικές βιτρίνες των καταστημάτων συγκεντρώνουν πλήθη κόσμου που χαζεύουν τα προϊόντα, τα σκηνικά, θεαματικές μαρκίζες όπως: ΟΧΙ! Η Ελλάς δεν λυγίζει! Η Ελλάς δεν υποκύπτει ποτέ!

Η Ελλάδα αρχίζει να κοιτάζει προς την Ευρώπη και οι Λαμπρόπουλοι ταξιδεύουν συχνά στην Ευρώπη όπου επιλέγουν μοντέρνα προϊόντα και παίρνουν ιδέες για το εμπόριο αλλά και τη διακόσμηση των καταστημάτων τους
 
Επιπλέον, κατά την περίοδο Χριστουγέννων και Πάσχα η εταιρεία διαθέτει χρηματικά ποσά για φιλανθρωπικούς σκοπούς, αυξάνει τακτικά τις αποδοχές του προσωπικού, δίνει δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα στους εργαζόμενους και προσπαθεί να διατηρεί χαμηλές τιμές περιορίζοντας το περιθώριο κέρδους.
 
Οι νεοπροσληφθέντες υπάλληλοι λάμβαναν δίωρη απογευματινή εκπαίδευση για είκοσι μέρες. Οι ανήλικοι υπάλληλοι, που απασχολούνταν ως κλητήρες ή συνοδοί ανελκυστήρα, παρωθούνταν από την εταιρεία να ολοκληρώσουν τις εγκύκλιες σπουδές τους σε νυκτερινά σχολεία κι ο προϊστάμενός τους επέβλεπε την πρόοδο των σπουδών τους. 
 
Οι υπάλληλοι που στρατεύοντο, εξακολουθούσαν να λαμβάνουν τον μισθό τους από την εταιρεία, η οποία σύντομα επέλεξε να καταθέτει τα σχετικά ποσά σε προσωπικό λογαριασμό του στρατευμένου ώστε αυτός, απολυόμενος, να βρίσκει επιστρέφοντας στην εταιρεία κι ένα ποσό που θα διευκόλυνε τη μετέπειτα πορεία του.

Οι μισθοί του προσωπικού κινούνταν σε ποσοστό 30% πλέον του προβλεπόμενου από την εκάστοτε συλλογική σύμβαση εργασίας ορίου και ήταν ίσοι για γυναίκες και άνδρες που αναλάμβαναν το ίδιο είδος εργασίας.


Η γυναίκα είναι εκείνη που αγοράζει για όλη την οικογένεια
 
Είναι 1960 και η εταιρεία εστιάζει την καμπάνια της στη γυναίκα, καθώς θεωρεί ότι εκείνη είναι που αγοράζει για όλη την οικογένεια. Ακόμα, αποφασίζεται η κατάργηση των πάγκων ως μέσου προβολής των εμπορευμάτων. Τα καταστήματα διοργανώνουν μεγάλες παιδικές γιορτές τα Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα, καλοκαίρι. Η «βόλτα στους Λαμπρόπουλους» γίνεται ένα ψυχαγωγικό τριπάκι κατανάλωσης ή απλώς ονείρων μέσα σε ένα μεγαθήριο γεμάτο όμορφα, νέα, γυαλιστερά πράγματα.
Μία καταχώρηση στον Τύπο, το 1965, έγραφε: «ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – Οι επτά όροφοι των Αφων Λαμπρόπουλοι. Κάθε όροφος και ένας κόσμος! – Ειδικός φωτισμός. – Για πρώτη φορά στην Ελλάδα φράγμα θερμού και ψυχρού αέρος αντικατέστησε τις πόρτες εισόδου. – Οι πόρτες δεν κλείνουν…ποτέ. Νέα σχέδια για το μέλλον. – Μοντέρνο σνακ μπαρ με θέα την Ακρόπολι. ΑΦΟΙ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ –Διαλέγουν πριν από σας-  για σας!»
Και όσο το κατάστημα γιγαντωνόταν, τόσο πιο πολλά αρχαία ευρήματα ανακαλύπτονταν στο υπέδαφος. Χούντα, επιδείξεις μόδας, ελληνικές ταινίες, Πολυτεχνείο, μεταπολίτευση.

Οι κλοπές
Το 1978 στα καταστήματα της εταιρείας είχε αρχίσει να παρατηρείται μεγάλη αύξηση των κλοπών. Γι’αυτό το λόγο, προσλήφθηκαν παλαιές και έμπειρες πωλήτριες, που είχαν αποχωρήσει από την εταιρεία, οι οποίες κατά την ώρα αιχμής της εργασίας περιφέρονταν ως πελάτες προκειμένου να εντοπίσουν κλέφτες. Είχε αρχίσει η περίοδος που ο καταναλωτής δαπανούσε λιγότερα στα εμπορικά καταστήματα και περισσότερο στην ψυχαγωγία του ενώ το ωράριο εξακολουθούσε να μένει εκτός ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πραγματικότητας και δεν εξυπηρετούσε το καταναλωτικό κοινό. Οι ζημιές από τις κλοπές εξακολούθησαν να είναι υψηλές και η δικονομία να αποτελεί τροχοπέδη στην αντιμετώπιση των κλεπτών. Τον Οκτώβριο του 1979 άρχισε να λειτουργεί το νέο κατάστημα του Πειραιά με 100 περίπου υπαλλήλους.

Η Αθήνα καίγεται
Στις 19 Δεκεμβρίου 1980, δύο από τα πιο ιστορικά πολυκαταστήματα της Αθήνας παραδίδονται στις φλόγες. Το Μινιόν και Κατράντζος καταστράφηκαν στην αιχμή της εορταστικής περιόδου από δύο ταυτόχρονες πυρκαγιές, εμπρησμοί που ποτέ δεν εξιχνιάστηκαν. Από το Μινιόν απέμεινε μόνον ο σκελετός, ενώ το κτήριο του Κατράντζου κατέρρευσε. Οι πυρκαγιές των καταστημάτων καθώς και ο σεισμός που ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 1981 επηρέασαν την εμπορική κίνηση του κέντρου της Αθήνας. Οι εμπρησμοί ανάγκασαν την εταιρεία Αφοί Λαμπρόπουλοι να προβεί σε αυξημένες δαπάνες πυρασφάλειας και ασφάλισης κατά εμπρησμού. Δυστυχώς, οι εμπρησμοί δεν σταμάτησαν: στις 3 Ιουνίου 1981 πυρπολήθηκαν τα καταστήματα Κλαουδάτος και Ατενέ και, σε μικρότερη έκταση, στις 4 Ιουλίου, του Δραγώνα ενώ τρεις μέρες αργότερα την ίδια τύχη είχε το πολυκατάστημα Λαμπρόπουλος στον Πειραιά.
 

Η κρίση αρχίζει

 
1987 – ‘88. Πτώση στις πωλήσεις χονδρικής και λιανικής λόγω της συνεχιζόμενης καχεξίας στην αγορά και του γεγονότος ότι το αγοραστικό κοινό περιόρισε σημαντικά τις αγορές του για εισοδηματικούς λόγους. Επιπλέον, η εισαγωγή του ΦΠΑ την 1/1/1987 μείωσε πολύ τις πωλήσεις στον τομέα των ηλεκτρικών ειδών του κλάδου χονδρικής πώλησης, ενώ η μη μεταβολή του ωραρίου συνέχιζε να δυσχεραίνει την πρόσβαση των καταναλωτών στο κέντρο της Αθήνας.
 
Αρχές δεκαετίας ’90 ο κλάδος των πολυκαταστημάτων βρίσκεται διεθνώς υπό πίεση. Τον Δεκέμβριο του 1991 το κατάστημα της Γλυφάδας λειτούργησε με την επωνυμία Lamda Gallery, στοχεύοντας σε ένα νεώτερο ηλικιακά αγοραστικό κοινό που προσέφερε είδη ανδρικής και γυναικείας ένδυσης και καλλυντικών ευρείας και επιλεκτικής κατανάλωσης. Για πρώτη φορά, το 1991, η εταιρεία εισήγαγε τη λογική του shops in shop στην ελληνική αγορά, όταν η έννοια του πολυκαταστήματος ήταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Έχουν μπει στη ζωή της πόλης οι μεγάλες επώνυμες επιχειρήσεις.
 
Το 1999 αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντική χρονιά για την περιοχή της Ομόνοιας όπου βρισκόταν το βασικό κατάστημα της εταιρείας. Ετίθετο πλέον εκτός αγοράς το ιστορικό Μινιόν και στην καρδιά της Ομόνοιας έκανε την εμφάνισή του το πολυκατάστημα των αδελφών Χόντου, πολυώροφο και με ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες.
 
Τον Νοέμβριο του 2001, οι εταιρείες Cop Cosmetics, Αφοί Λαμπρόπουλοι, Σπόρτσμαν, Ένδυση, Αταλάντη, Παπαέλληνας Συμμετοχική, Παπαέλληνας Καταναλωτικά και Παπαέλληνας Όμιλος Επιχειρήσεων συγχωνεύθηκαν για να δημιουργήσουν την εταιρεία Notos Com Συμμετοχές ΑΕΒΕ. Στα σχέδια περιλαμβανόταν και η ανακαίνιση του πολυκαταστήματος. 
 
Οι επιχειρηματικές διαφωνίες οδήγησαν την οικογένεια Λαμπρόπουλου να αποχωρήσει τελικά από το σχήμα. Αν και σήμερα η γωνία της Αιόλου στα Χαυτεία φέρει άλλο εμπορικό όνομα (Notos Galleries), το κατάστημα Αφοι Λαμπρόπουλοι έγινε τοπόσημο της πρωτεύουσας, άφησε το στίγμα του στην εμπορική ιστορία της Αθήνας και παραμένει συνδεδεμένο με την πορεία της ανάπτυξης και της πτώσης της αθηναϊκής αγοράς γύρω από την Ομόνοια.



(Τα στοιχεία και τα αποσπάσματα είναι από το λεύκωμα «ΑΦΟΙ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ, 1901-1999, «διαλέγουν πριν από σας – για σας», έκδοση του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος Δημητρίου και Μπλανς Λαμπρόπουλου).

Δεν υπάρχουν σχόλια: