"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


KOINΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΡΙΖΟΠΛΗΚΤΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Μάνα (του Τζάμπα) κουράγιο

Του Χρήστου Χωμενίδη

"Επειδή σπούδασα το παιδί μου, πρέπει δηλαδή να μου πάρουν το σπίτι; Τι άνθρωποι είναι αυτοί; - ποια γη τους γέννησε;"



Η άγνωστή μου κυρία είχε βγει στα ερτζιανά και μοιραζόταν με τους ακροατές το δράμα και το δίκιο που την έπνιγε. Ο λυγμός στη φωνή της δεν άφηνε αμφιβολία πως πίστευε απολύτως ό,τι έλεγε. Στο μυαλό της η ιστορία ήταν σπαραχτικά απλή: Το σύστημα είχε δολίως φράξει το δρόμο του μοναχογιού της προς τις εγχώριες ιατρικές σχολές. Εκείνη τότε, ως μάνα-κουράγιο, είχε υπογράψει κάτι χαρτιά σε μια τράπεζα και είχε πάρει κάποια λεφτά όχι για να τα ξοδέψει σε λούσα και σε διασκεδάσεις αλλά για να τον στείλει στη Ρουμανία. Και αντί σήμερα να την ευγνωμονούν που τον στερήθηκε επί τόσα χρόνια ώστε να τον αποδώσει στην κοινωνία γιατρό, την τιμωρούν! Απειλούν να βγάλουν το πατρικό της στο χωριό στο σφυρί!  


Ο ραδιοφωνικός παραγωγός την ενεθάρρυνε πληροφορώντας της πως τα τηλέφωνα έχουν σπάσει από μηνύματα συμπαράστασης. Πριν διακόψει δε για διαφημίσεις, έπαιξε το "Άντρα μου Πάει", τον θρήνο των γυναικών από τα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας που οι άντρες τους έφευγαν μετανάστες...



Δεν χρειαζόταν να είσαι επαΐων του οικονομικού δικαίου για να βάλεις την ιστορία στις αληθινές της διαστάσεις: Αποτυχόντος του παιδιού στις Πανελλαδικές, η μάνα συνάπτει ενυπόθηκο δάνειο ώστε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Καθώς το δάνειο παύει να εξυπηρετείται, η τράπεζα την ενημερώνει ότι θα εκπλειστηριάσει το ακίνητο, το οποίο δεν αποτελεί καν πρώτη κατοικία.



Η οφειλέτις θα μπορούσε να προβάλλει αρκετές ενστάσεις απέναντι στην τράπεζα. Να επιμείνει στην εκμετάλλευση της απειρίας και της καλής της πίστης. Ακόμα και στα μικρά γράμματα, τα οποία –εσφαλμένα πλην ανθρώπινα δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει. Να σημειώσει εν κατακλείδι την καταβαράθρωση των οικονομικών της εξαιτίας της κρίσης, που δεν της επιτρέπει να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις της. Ο νόμος ο ίδιος επιβάλλει στον δικαστή να συνυπολογίσει τυχόν απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών προτού εκδώσει την ετυμηγορία του.

Όμως όχι! Η μάνα τού εκ Ρουμανίας πτυχιούχου δεν επικαλείται τίποτα από τα παραπάνω. Αδράχνει την ευκαιρία που της προσφέρει ένας ή πέντε ραδιοφωνικοί σταθμοί και τηλεοπτικά κανάλια. Και αυτοπαρουσιάζεται–γενικώς και αορίστως ως θύμα του συστήματος. Σαν μια απλή, αγνή γυναίκα που την έμπλεξαν οι κακοί στα σατανικά δίχτυα τους, στον λαβύρινθο περίπλοκων νομικών διατυπώσεων, με τελικό σκοπό να της στερήσουν το σπίτι όπου γεννήθηκε. Σαν ένας άνθρωπος που δίνει μάχη υπέρ βωμών και εστιών.



Δεν χρειάζεται να καλπάζει ο νους σου για να φανταστείς την πιθανή συνέχεια: 


Η Μάνα (το αρχικό γράμμα γίνεται κεφαλαίο), επιστρέφει στο χωριό και ταμπουρώνεται στο πατρικό της. Τη συνοδεύουν κάμερες και καλοθελητές, οι οποίοι, προσδοκώντας δικά τους οφέλη, της παροξύνουν το φρόνημα. Την πείθουν πως δεν είναι ο Μανώλης Γλέζος –ποιος Γλέζος;– μα η μετεμψύχωση του ίδιου του καλόγερου Σαμουήλ στο Κούγκι. Η Μάνα σκίζει σε απευθείας μετάδοση το έγγραφο που της παραδίδει ο δικαστικός επιμελητής. Το δίκιο της, το προσωπικό της δίκιο, ξεπερνά κάθε έννοια απρόσωπου, τουτέστιν γενικής εφαρμογής, δικαίου. Πλήθος ομοϊδεατών της  –κυρίως δε πλήθος περίεργων– την αποθεώνει. "Από το να το παραδώσεις στους τραπεζίτες, στους δανειστές, βάλ’του φωτιά και καψ’το!" την προτρέπουν. Για να την ερεθίσουν κι άλλο, της υπενθυμίζουν την ηρωική προγονική παράδοση. Παραλείπουν μονάχα να της πουν ότι οι πρόγονοί της  –ασχέτως των επαναστάσεων στις οποίες συμμετείχαν πλήρωναν τακτικά και αγόγγυστα τα χρέη τους. Πως στην παλιά Ελλάδα, στην οποία αναφέρεται ώστε να νομιμοποιήσει τη στάση της, το δίκαιο, η μπέσα, ο λόγος τιμής, αποτελούσε κανόνα απαράβατο. Ότι οι παππούδες δεν σύναπταν δάνεια εάν δεν ήταν απολύτως βέβαιοι πως θα μπορούσαν να τα ξεπληρώσουν. 



Η Μάνα-Κουράγιο βιώνει τις οργασμικότερες στιγμές της. Πιστεύει ακράδαντα ότι στο τέλος και το σπίτι της θα σώσει και ηρωίδα θα γίνει. Απολαμβάνει ήδη μια διασημότητα που επιδρά επάνω της σαν το μεθυστικότερο ποτό.



Ώσπου ο εκπρόσωπος της τράπεζας, με υποδειγματική ψυχραιμία, την ενημερώνει αναφορικά με τις συνέπειες των πράξεων της: Άμα βάλει μπουρλότο στο σπίτι, χώρια που δεν θα πάψει να χρωστάει την αξία του, θα βρεθεί πιθανότατα και στη φυλακή για εμπρησμό. Εάν ανατιναχθεί μαζί με το έχειν της, θα μετακυλήσει απλώς τα χρέη στα παιδιά της. 



Η Μάνα-Κουράγιο αρχίζει να κλονίζεται. Ο εκπρόσωπος της τράπεζας, ψυχραιμότατος, κοιτάζει μια εκείνην και μια το ρολόι του. Το συγκεντρωμένο πλήθος τής ζητάει να ανατιναχτεί.  


"Εάν με βοηθούσατε, εάν οργανώνατε ρεφενέ για να ξεπληρώσουμε το δάνειο;" ψελλίζει η Μάνα.  


"Είσαι με τα καλά σου, κυρά μου;" την αποπαίρνουν. "Εμείς, που στερηθήκαμε τον άρτο πριν από σένα, διψάμε για θεάματα! Άναψε τώρα αμέσως το φιτίλι!"



Η Μάνα συνειδητοποιεί επιτέλους σε τι παγίδα έχει πέσει:


  Με ένα διακριτικό της νεύμα, καλεί τον εκπρόσωπο της τράπεζας παράμερα. Του λέει, της λέει, φαίνεται λογικός τελικά άνθρωπος. Γυρίζει η Μάνα την πλάτη στο πλήθος, φοράει τα γυαλιά της και υπογράφει φαρδιά-πλατιά το Τρίτο Μνημόνιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: