Στη δευτερολογία του το βράδυ της Κυριακής 22/5/2016, ο Αλέξης Τσίπρας έστρεψε ξανά τα βέλη του κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη αναφορικά με την κριτική του για τον ενισχυμένο ρόλο των δανειστών στο νέο υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων. Ο κ. Τσίπρας είπε: «Αυτές οι τοποθετήσεις δημιουργούν άλλους συνειρμούς, που τροφοδοτούν άλλους πολιτικούς χώρους [...], τον λόγο της ακροδεξιάς».
Ενδεχομένως να μη θυμόταν ο κ. Τσίπρας –σίγουρα θα προτιμούσε να ξεχάσει– τη δήλωση που είχε κάνει προ τεσσάρων ετών, στο όχι και τόσο μακρινό 2012, με αφορμή την έγκριση του PSI από το Eurogroup. «Τα επιχειρήματα του κ. Σόιμπλε, που μέσα από τις συνεντεύξεις του ασκεί έντονη κριτική και επιτίθεται στους Ελληνες, δεν είναι καινούργια», είχε πει τότε. «Ολο το προηγούμενο διάστημα τα ακούγαμε από τον κ. Παπαδήμο, τον κ. Βενιζέλο, τον κ. Παπανδρέου και τον κ. Σαμαρά. Μπορεί οι Ευρωπαίοι να λένε ότι είμαστε όλοι Ελληνες, αλλά μάλλον κάποιοι Ελληνες δεν είναι και τόσο Ελληνες. Αυτοί που μας κυβερνούν».
Η άνοδος του κ. Τσίπρα στην εξουσία βασίστηκε στον συνδυασμό της αριστερής οικονομικής ρητορείας κατά της λιτότητας, των αποκρατικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών και της εθνικιστικής-λαϊκιστικής ανάλυσης της κρίσης. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, οι ξένοι επικυρίαρχοι και οι διεφθαρμένες και δουλοπρεπείς εγχώριες ελίτ προκάλεσαν την κρίση και στη συνέχεια επέβαλαν το βάρος της προσαρμογής στον «λαό» ώστε να διατηρήσουν και να επεκτείνουν τα προνόμιά τους.
Οπου κι αν κοιτάξει κανείς, τα έργα των κυβερνήσεων Τσίπρα, και ιδιαίτερα της δεύτερης, συνιστούν κραυγαλέα διάψευση των προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ – και του ίδιου του αρχηγού του.
Κατά την περίοδο της «γενναίας διαπραγμάτευσης» υπό τον Γ. Βαρουφάκη, ο κ. Τσίπρας προσπαθούσε να πείσει –τον εαυτό του, το κόμμα του και τους ψηφοφόρους– ότι δεν είχε ενταχθεί και η δική του κυβέρνηση στη λογική των μνημονίων.
Μετά το κλείσιμο των τραπεζών και το ολέθριο δημοψήφισμα του Ιουλίου, η συνθηκολόγηση της 13ης Ιουλίου δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες: για να αποφύγει την ασύντακτη χρεοκοπία της χώρας και την έξοδό της από την Ευρωζώνη, υπέγραψε το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης, τριετούς διάρκειας και ύψους 86 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η όξυνση της προσφυγικής κρίσης υποχρέωσε την κυβέρνηση σε ραγδαία αναδίπλωση και σε υιοθέτηση πολλών από τις πολιτικές που χαρακτήριζε, όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση, ακραία συντηρητικές.
Κατά τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησής του, ο κ. Τσίπρας έχει εφαρμόσει σχεδόν τα πάντα τα οποία στηλίτευε πριν από τον Ιανουάριο του 2015 – συχνά μάλιστα πηγαίνοντας πέρα από οτιδήποτε είχε διανοηθεί να κάνει η κυβέρνηση Σαμαρά. Η ιλιγγιώδης αυτή μεταστροφή έχει συνοδευτεί από τη χρήση ρητορικής πανομοιότυπης με αυτήν την προκατόχων του, περί της απουσίας εναλλακτικού δρόμου και της ανευθυνότητας της αντιπολίτευσης.
Υπενθυμίζουμε, στην ανασκόπηση που ακολουθεί, «τα προεκλογικά τα λόγια τα μεγάλα» του κ. Τσίπρα και τη μετέπειτα μνημονιακή του μετάλλαξη, που έχει αφήσει εμβρόντητους φίλους και αντιπάλους, όλο αυτό το τελευταίο διάστημα της διακυβέρνησής του.
Το μνημόνιο για τον κ. Τσίπρα δεν είναι ένα λάθος οικονομικό πρόγραμμα. Ηταν μία εθνική συνθηκολόγηση. Η απόρριψη του μνημονίου ήταν τόσο κεντρική στην πολιτική στρατηγική του, που τον Ιανουάριο του 2015 παρουσίασε την επιλογή των ψηφοφόρων με το εύγλωττο ερώτημα: Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ;
Τον Νοέμβριο του 2012 στη Βουλή δεσμευόταν για την κατάργηση «με ένα νόμο και με ένα άρθρο» όλων των μέτρων λιτότητας της εποχής των μνημονίων.
Τον Μάιο του 2014, λίγους μήνες πριν ανέλθει στην πρωθυπουργία, σε συνέντευξή του δήλωνε ότι θα σκίσει το μνημόνιο την «πρώτη μέρα της κυβέρνησης της Αριστεράς».
Σκληρός, εξ αυτού του λόγου, ήταν και με τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Στις αρχές Μαρτίου του 2011, κατηγορούσε τον Γ. Παπανδρέου για «εθελοδουλία» και απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας και τον χαρακτήριζε «Δούρειο Ιππο» του ΔΝΤ στην Ευρώπη.
Με τον Αντ. Σαμαρά ήταν ακόμα πιο επιθετικός. Τον χαρακτήριζε «Μερκελιστή» και επικεφαλής μιας κυβέρνησης που «δεν λογοδοτεί [...] στον ελληνικό λαό, αλλά στα λόμπι των δανειστών και των διεθνών κερδοσκοπικών funds» (στη ΔΕΘ του 2014).
Οσο για την ίδια την καγκελάριο, η προσφώνησή της ως «madame» και το προεκλογικό «Go Back!» του Μαΐου του 2014 έχουν μείνει θρυλικά, και όχι μόνο για το επίπεδο των αγγλικών. O κ. Τσίπρας την κατηγορούσε ότι «παίζει πόκερ με τις ζωές των Ευρωπαίων» (στο BBC) και πίστευε ότι η απειλή του Grexit από την πλευρά του Βερολίνου ήταν μπλόφα.
Στο πλαίσιο της δυναμικής υπεράσπισης της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας, ο κ. Τσίπρας και το επιτελείο εξανίσταντο κάθε φορά που κάποιο νομοσχέδιο έφτανε στη Βουλή με κατεπείγουσες διαδικασίες ή που η κυβέρνηση Σαμαρά χρησιμοποιούσε το εργαλείο των ΠΝΠ. «Προχωρούν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, λες και η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου και σε κατάσταση πολιορκίας», έλεγε τον Νοέμβριο του 2012, ενώ σε άλλη περίσταση μιλούσε για πρακτική που συρρικνώνει τη δημοκρατία.
Ως πρωθυπουργός, όμως, ήδη κατά τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης ο κ. Τσίπρας ενέδωσε στη σαγήνη των ΠΝΠ και των κατεπειγόντων νομοσχεδίων. Γνώρισε και γοητεύτηκε από την κ. Μέρκελ («δεν είναι τυχαίο που έχει μείνει τόσα χρόνια καγκελάριος», δήλωσε τον Απρίλιο του 2015 στο Star, χαρακτηρίζοντάς την «μελετημένη» και «διαβασμένη») και δέχθηκε να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ.
Επέμενε, όμως, ότι δεν πρόκειται να υπογράψει νέο μνημόνιο. Το δήλωνε επισήμως στη Βουλή και στις Βρυξέλλες, ενώ αξιομνημόνευτη είναι η δήλωσή του στη συνέντευξη του Απριλίου στο Star: «Αν είναι για κωλοτούμπες και υποχωρήσεις εξευτελισμού, υπάρχουν άλλοι να το κάνουν, εγώ δεν μπορώ να το κάνω».
Μετά τα κοσμογονικά γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού, όμως, και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου εξελίχθηκε και η ρητορική του πρωθυπουργού. Και σταδιακά η συμφωνία μετετράπη από προϊόν εκβιασμού σε πρόγραμμα που εξασφαλίζει «ήπια δημοσιονομική προσαρμογή»...
Ανάλογες «μετατροπές» είχαμε σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, ακόμα και σ’ αυτό του ΝΑΤΟ, που μεταπήδησε από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας στα γεωπολιτικά θολά νερά του Αιγαίου.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η μεταμόρφωση του κ. Τσίπρα στο μέτωπο της οικονομίας – από τις ιδιωτικοποιήσεις που ξόρκιζε και σήμερα προσυπογράφει έως τον ΕΝΦΙΑ που λιθοβολούσε και τώρα αυξάνει.
Κεντρικό ρόλο στην ελπίδα που ερχόταν είχε το χρέος. Στην 79η ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο του 2014 ζητούσε «τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο». Την Τρίτη που μας πέρασε, η κυβέρνηση πανηγύριζε μια απλή υπόσχεση του Eurogroup για εξέταση διευκολύνσεων στο μέλλον.
Οι μύδροι του κ. Τσίπρα κατά του ΤΑΙΠΕΔ και του ΤΧΣ ήταν σταθερό μοτίβο της ρητορικής του. Στις 9 Ιουλίου του 2014 κατηγορούσε τους κυβερνητικούς βουλευτές ότι «με το ξεπούλημα των υποδομών, των λιμανιών, των αεροδρομίων, των δημοσίων κερδοφόρων επιχειρήσεων, με τον πλειστηριασμό που έχετε βάλει να κάνει το ΤΑΙΠΕΔ σε αιγιαλούς, βουνά, ιστορικούς χώρους, αρχαιολογικούς χώρους, φαίνεται ότι δεν έχετε σκοπό φεύγοντας να παραδώσετε κράτος». Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης της «Πρώτης Φοράς Αριστερά» είχε δεσμευτεί ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται «να συνεχίσει αυτό το έγκλημα του ξεπουλήματος».
Την προπερασμένη Κυριακή ψήφιζε μαζί με τους ΑΝΕΛ την ίδρυση του νέου υπερταμείου που στοχεύει στην παραγωγή αξίας 50 δισ. από το σύνολο πρακτικά της περιουσίας του Δημοσίου.
Στις προγραμματικές δηλώσεις προ 16 μηνών ο νέος πρωθυπουργός είχε επίσης δεσμευτεί επισήμως ότι «το 2015 δεν θα υπάρχει ΕΝΦΙΑ». Ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, άλλωστε, είχε δηλώσει πως είναι «φόρος-λαιμητόμος», «φόρος-έκτρωμα» και πως «δεν διορθώνεται, καταργείται». Η δέσμευση αυτή όχι μόνο ξεχάστηκε, αλλά αντιστράφηκε για αρκετούς ιδιοκτήτες ακινήτων.
Στο κενό έπεσε, κάπου στην απόκρημνη ανηφόρα της διακυβέρνησης Τσίπρα, και μία άλλη μεγάλη υπόσχεση εκείνων των προγραμματικών δηλώσεων – το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ.
Στο Βελλίδειο το 2014, ο κ. Τσίπρας είχε υποσχεθεί πολλά ακόμα που μετά ξεχάστηκαν – με πιο ηχηρά την αποκατάσταση της 13ης σύνταξης σε 1.262.920 άτομα με σύνταξη κάτω από 700 ευρώ, την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.
Οσοι παρακολουθούν από κοντά τη διαδρομή του κ. Tσίπρα θυμούνται πολλά.
Η Cosco ήταν από τους μόνιμους στόχους του. Είχε χαρακτηρίσει τη σύμβαση παραχώρησης του 2009 «έγκλημα» και είχε ζητήσει την καταγγελία της.
Τον Απρίλιο φέτος, παρουσία του, πραγματοποιήθηκε στο Μαξίμου η υπογραφή της σύμβασης πώλησης του 67% του ΟΛΠ στην κινεζική εταιρεία. Ο πρωθυπουργός τη χαιρέτισε, δηλώνοντας ότι «η επένδυση αυτή θα αποτελέσει αφετηρία για την προσέλκυση και άλλων επενδύσεων».
Την πλήρη αντίθεσή του, πριν από το 2015, εξέφραζε ο κ. Τσίπρας και για την ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών αεροδρομίων.
ην Κυριακή που πέρασε οι συμβάσεις παραχώρησης των αεροδρομίων υπερψηφίστηκαν από τα κόμματα της συμπολίτευσης, ως προαπαιτούμενο για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
Σειρά έχει η αποκρατικοποίηση του Ελληνικού, που αποτελεί κρίσιμο προαπαιτούμενο για τη δεύτερη δόση με βάση τη συμφωνία στο Eurogroup. Τον Δεκέμβριο του 2014, όταν τα μέλη της «Επιτροπής Αγώνα για το Μητροπολιτικό Πάρκο στο Ελληνικό» συναντούσαν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μάλλον δεν φαντάζονταν πόσο θα άλλαζαν τα πράγματα μέσα σε ενάμιση χρόνο. Ο κ. Τσίπρας τότε εξέφραζε «την αμέριστη συμπαράσταση του ΣΥΡΙΖΑ στον αγώνα που δίνουν οι κάτοικοι του Ελληνικού, για να αποτραπεί η εκποίηση του πρώην αεροδρομίου και της παραλίας, και να μετατραπεί η περιοχή σε Μητροπολιτικό Πάρκο».
Για τον TAP, τέλος, ο κ. Τσίπρας έλεγε το 2013 (ΔΕΘ) πως «η κυβέρνηση Σαμαρά απέτυχε ή απέφυγε να αξιοποιήσει στρατηγικά τον αγωγό και περιόρισε την Ελλάδα σε φιλοξενούσα χώρα, χωρίς καμία μετοχική συμμετοχή στην κοινοπραξία κατασκευής του δικτύου». Ομως πριν από λίγες ημέρες εγκαινιάστηκε από τον ίδιο το έργο σε μια υψηλότατου προφίλ τελετή – παρά το γεγονός πως δεν επετεύχθη καμιά συμμετοχή της Ελλάδας στη μετοχική σύνθεση.
Ελάχιστη σχέση με τις προεκλογικές διακηρύξεις του κ. Τσίπρα έχει η κυβερνητική του πρακτική και σχετικά με τη στελέχωση του κράτους και την κοινωνική και μεταναστευτική πολιτική:
Στις 7 Ιουνίου του 2012, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, ο κ. Τσίπρας έλεγε: «Η παθογένεια της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας έγκειται κυρίως στο γεγονός της λαφυραγώγησης του δημόσιου τομέα από τις κυβερνήσεις που επιβάλλουν μια κομματοκρατία, που επιβάλλουν πελατειακές σχέσεις, από τους υπουργούς που κάθε φορά που αναλαμβάνουν φέρνουν μαζί τους στρατιά συμβούλων και μετακλητών που παρακάμπτουν την ιεραρχία στη δημόσια διοίκηση και κυρίως από την έλλειψη στρατηγικού και επιτελικού σχεδιασμού».
Στην πράξη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απασχολεί σήμερα 2.046 μετακλητούς υπαλλήλους (στοιχεία Απριλίου), περισσότερους από ποτέ άλλοτε από το 2009 και μετά, επέλεξε ως επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού έναν άνθρωπο που θεωρεί ότι «η καριέρα είναι χολέρα» και κινείται τώρα στην κατεύθυνση νομιμοποίησης των προσλήψεων έως και 2.500 δημοσίων υπαλλήλων που βρέθηκαν να κατέχουν πλαστά πτυχία.
Στο κοινωνικό πεδίο, ο κ. Τσίπρας οικοδόμησε την ευρεία εκλογική του συμμαχία στη στήριξη των κάθε λογής ανυπάκουων και αγανακτισμένων. Στις 8 Φεβρουαρίου του 2011, καθώς γιγαντωνόταν το κίνημα «Δεν Πληρώνω», η «Κ» έγραφε: «Την Κυριακή το απόγευμα, ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΝ κ. Αλ. Τσίπρας επισκέφθηκε τα διόδια της Κορίνθου, άνοιξε και ο ίδιος μπάρες και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι “θέλει να αντιμετωπίσει ένα κίνημα αυθόρμητο και ακομμάτιστο ως κίνημα τζαμπατζήδων, να το δυσφημήσει, προσπαθώντας να του δώσει τον χαρακτήρα της ιδιοτέλειας”».
Ο κ. Τσίπρας στήριξε το 2011 τη μη πληρωμή του «χαρατσιού» (του ΕΕΤΗΔΕ), λέγοντας ότι ούτε ο ίδιος το πλήρωσε, και μιλούσε συχνά για την ανάγκη απαλλαγής των υπερχρεωμένων νοικοκυριών από τα δανειακά τους βάρη (ήταν η εποχή του «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη»). Παράλληλα, χαρακτήριζε «δικαιολογημένη» την «κοινωνική αγανάκτηση» όσων προπηλάκιζαν βουλευτές. Κι όμως, επί των ημερών του, καταδικάστηκε με βαρύ πρόστιμο, ο πρώτος «αντιστασιακός»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου