"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ - ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ: Κάποια άλλα Χριστούγεννα


Χριστούγεννα , και λέω ν’ αφήσω τα ζοφερά τρέχοντα και να σταθώ σε κάποιους όχι και τόσο μακρινούς και ανέμελους καιρούς – σε μέρες, θα ’λεγα, χειρότερες από αυτές που βιώνουμε. Με τη διαφορά ότι τότε προσδοκούσαμε το καλύτερο – δεν είχε προηγηθεί η πλαστή ευημερία των τελευταίων χρόνων, που καλούμαστε τώρα να ξοφλήσουμε. 


Θα σταθώ στα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, σε κάποιες εικόνες της Αθήνας τέτοιες, χρονιάρες μέρες.


Μια χαρούμενη Αθήνα, με την οδό Αιόλου μια απέραντη αγορά – προέκταση των κοντινών. Και ο κόσμος να σουλατσάρει και, ανάλογα με τις ανάγκες και τις οικονομικές του αντοχές, να ψωνίζει. Κι εκεί κοντά το Χρηματιστήριο, με τους πάγκους των αργυραμοιβών απέξω, να ντάνες οι χρυσές λίρες και το χρυσαφικό. Κι άντε να διανοηθεί κάποιος να τα βουτήξει. Ολα τότε (αγορές, προίκες) αποτιμώνταν σε λίρες: 150 δραχμές η μία, ώσπου σε μια νύχτα (Απρίλης 1953) ο τότε υπουργός Συντονισμού Σπύρος Μαρκεζίνης διπλασίασε την τιμή της (όπως και του δολαρίου – από 15, 30 δραχμές), με αποτέλεσμα κάποιοι έχοντες να γίνουν πλουσιότεροι και άλλοι, χρεοφειλέτες, φτωχότεροι.


Ηταν τα χρόνια που στον φτωχόκοσμο της επαρχίας είχαν ανοιχτεί δυο δρόμοι: της Αθήνας και της ξενιτιάς. Για να γίνουν, κατά προτίμηση, μαστόροι, θυρωροί, λαχειοπώλες, εφημεριδοπώλες, λούστροι στην Αθήνα. Εργάτες και ανθρακωρύχοι σε Γερμανία και Βέλγιο. Λαντζέρηδες και καθαριστές σε Καναδά και Αυστραλία (και οι εναπομείναντες να περιμένουν το συνάλλαγμα για να επιβιώσουν). Και ο κινηματογράφος και το λαϊκό τραγούδι (με κύριο εκφραστή τον Στέλιο Καζαντζίδη), να προβάλλει και να τραγουδάει τους καημούς τους. Ηταν η εποχή που ο τόπος απορφανιζόταν από το πιο ζωτικό ανθρώπινο δυναμικό του, με ορατές τις συνέπειες.


Μια και αναφέρθηκα στους λαχειοπώλες, να σταθώ στο πρωτοχρονιάτικο Λαχείο Συντακτών (θεσπίστηκε το 1935 για την οικονομική ενίσχυση των πενόμενων τότε δημοσιογράφων και καταργήθηκε –έγινε Κρατικό Λαχείο– επί χούντας, για ν’ αντικατασταθεί από το καλούμενο αγγελιόσημο, που τώρα τρόικα και κυβέρνηση πάνε να καταργήσουν για να δώσουν τη χαριστική βολή στον κλάδο). Οπου ο πρώτος λαχνός τού εν λόγω λαχείου έδινε μια ολόκληρη πολυκατοικία.


Κι αφού ο λόγος στο σινάφι μας, ελάχιστες οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν (από τα περίεργα κι αυτό: τότε που ο κόσμος διάβαζε, οι εφημερίδες ήταν λίγες, τώρα που δεν διαβάζει, άπειρες), με τους εφημεριδοπώλες να τις κρατάνε παραμάσχαλα και να τρέχουν φωνάζοντας κάποιο τίτλο ή απλώς: «Εφημερίδες»!


Την τιμητική τους είχαν τότε, πριν προκύψουν οι φωτεινοί σηματοδότες (ο Γρηγόρης κι ο Σταμάτης), οι τροχονόμοι, που ρύθμιζαν την κυκλοφορία των λίγων σχετικά αυτοκινήτων όρθιοι σ’ ένα λευκό βαρέλι. Και παραμονή Πρωτοχρονιάς οι διάφορες επιχειρήσεις να τους ακουμπάνε παραδίπλα πεσκέσια: από γλυκά μέχρι ηλεκτρικές συσκευές.


Βασική ψυχαγωγία του κόσμου το ραδιόφωνο, το πικάπ με τα τραγούδια και τους χορούς της μόδας. Και τις Κυριακές σινεμά, με ουρές στις ελληνικές ταινίες – κωμωδίες και δράματα κατά προτίμηση. Και απαραίτητα με τα «καλά» τους: φόρεμα της μόδας τα θηλυκά, κοστούμι με γραβάτα τα σερνικά (το ότι θα ’ρχόταν μια μέρα όπου το ξεσκισμένο παντελόνι, και γενικά η λετσαρία, θα ήταν μόδα, ούτε η πιο προχωρημένη φαντασία δεν μπορούσε να πιάσει).


Κι αφού τα λέμε όλα ή περίπου... Απ’ τους καημούς των φτωχο-ανθρώπων της γενιάς μου: όταν ο κόσμος καλοντυνόταν, δεν είχαν τη δυνατότητα να πάρουν ένα ρούχο της προκοπής. Κι όταν την είχαν είχε επικρατήσει το (τάχα) απλό ρούχο – της παγκόσμιας (και) ενδυματολογικής ομοιομορφίας. (Η τελευταία φορά που φόρεσα κοστούμι, θυμάμαι, ήταν στις δεξιώσεις, τέτοιες ημέρες, από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προς τιμή των ανθρώπων του Τύπου, που καταργήθηκαν – γινήκαμε και πολλοί. Οπως και οι θερινές, για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, μολονότι τελευταία είχαν συρρικνωθεί αριθμητικά και το «μενού» περιελάμβανε μόνο αναψυκτικά. Τίποτα δεν άφησε η κρίση.)


Κι ας τελειώσω με μια έκφραση που δεν είναι δική μου (δεν θυμάμαι σε ποιον ανήκει), που ακουμπάει στο προαναφερόμενο παρελθόν: 


Περνούσαμε καλύτερα όταν περνούσαμε χειρότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: