KOINΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ο κύκλος που δεν... κλείνει
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΨΗ
Θα μπορούσε να είναι και η δήλωση της χρονιάς: ο πιο
γρήγορος δρόμος για να ξεμπερδεύουμε από το Μνημόνιο είναι να το
εφαρμόσουμε.
Οχι επειδή λέει κάτι πρωτότυπο, αλλά για το ποιος το λέει.
Δεν είναι ο κ. Σαμαράς σε προεκλογική του ομιλία τον Ιανουάριο, αλλά ο
ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δ. Παπαδημούλης, σε συνέντευξή του προχθές
στο ραδιόφωνο.
Εξι χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης κάναμε πλήρη κύκλο.
Γυρίσαμε εκεί που ξεκινήσαμε, με την κατανόηση ότι αν είχαμε αποφύγει
τις παλινωδίες, την ακατανόητη καθυστέρηση τους πρώτους μήνες του
ΠΑΣΟΚ, τα Ζάππεια και το σκίσιμο των Μνημονίων, σήμερα θα είχαμε
τελειώσει με τη λιτότητα.
Ετσι το 2015 φεύγει με
τον ίδιο τρόπο που μπήκε: με την ίδια αβεβαιότητα για το αύριο και για
την οικονομία. Αν όμως στις απαρχές του χρόνου ορισμένοι είχαν την
αισιοδοξία ότι τα πράγματα μπορεί να πάνε καλύτερα με τη νέα κυβέρνηση,
σήμερα υπάρχει η επίγνωση της αδυναμίας μας, η προσγείωση στον ρεαλισμό.
Κάλλιο αργά;
Ισως. Μόνο που αυτή η καθυστέρηση, αυτός ο εξαετής κύκλος της φυγής από
την πραγματικότητα, έχει πληγώσει βαθιά τη χώρα. Και έχει κουράσει με
φυσικό, σωματικό σχεδόν τρόπο.
Αν είναι αλήθεια ότι οι συντάξεις
κόπηκαν 11 φορές, όπως λέει η κυβέρνηση, πώς να ζητήσεις σήμερα τη 12η
περικοπή; Από ποιους; Κι έως πότε η αβεβαιότητα;
Εχει κουράσει και
διανοητικά. Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Επαναλαμβάνουμε σαν
από υποχρέωση την ανάγκη για ένα «εθνικό σχέδιο» ανασυγκρότησης, αλλά
μέχρι σήμερα καμία πολιτική δύναμη δεν έχει καταφέρει να του δώσει
περιεχόμενο και προοπτική, να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις που να σπάνε
τον φαύλο κύκλο.
Θα ήταν πιο ειλικρινές να παραδεχόμασταν πως με όλα τα
μειονεκτήματά του το μόνο υπαρκτό σχέδιο είναι το Μνημόνιο. Το οποίο
όσο περισσότερο καθυστερούμε να το υλοποιήσουμε τόσο πιο δύσκολο
γίνεται.
Και βέβαια όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο
διαρκούς υποβάθμισης του πολιτικού λόγου. Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή
για το σύμφωνο συμβίωσης ήταν ενδεικτική. Οχι τόσο για τις ομιλίες των
εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής, τη βαρβαρότητα των λόγων και των ιδεών
τους. Αυτές τις περιμέναμε. Πιο πολύ προκάλεσαν έκπληξη βουλευτές άλλων
πολιτικών χώρων για τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό τους. Ακόμα και ο
εκπρόσωπος του Ποταμιού, με γλώσσα πεζοδρομίου, κατάφερε να αποδείξει
ότι δεν αρκεί να λες ότι εκπροσωπείς το νέο, τη μετριοπάθεια και τον
ορθολογισμό. Πρέπει και να το κάνεις στην πράξη. Η ρητορική του μίσους
έχει δηλητηριάσει όλους τους πολιτικούς χώρους και η ιδέα ενός σοβαρού
διαλόγου πάνω στα προβλήματα της χώρας, με στοιχεία και επιχειρήματα,
μοιάζει ουτοπική. Το «δεν θα γίνουμε συνένοχοι» ήταν και είναι η μόνιμη
επωδός συζητήσεων που εξαντλούνται στη συνθηματολογία. Ακόμα και η ιδέα
της μίνι οικουμενικής κυβέρνησης από τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα μοιάζει
περισσότερο με λύση αμηχανίας παρά με ειλικρινή πρόταση υπέρβασης.
Αυτό που αμφισβητείται
σήμερα είναι:
Αν έχουμε πια σαν κοινωνία τα αντανακλαστικά, τα υγιή
αντίβαρα για να βγούμε από την κρίση.
Ή αν είναι αλήθεια αυτό που όλο
και περισσότερο πιστεύουν στην Ευρώπη και στο ΔΝΤ, ότι είμαστε ένα
«failed state», ένα χρεοκοπημένο κράτος, χωρίς ελπίδα ανάταξης.
Αντικειμενικά έχουμε όλες τις προϋποθέσεις για να τους διαψεύσουμε.
Υψηλό βιοτικό επίπεδο, ανάμεσα στις 40 πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο, με
μορφωμένο δυναμικό και παρά τη φτώχεια και την ανεργία, κοινωνικούς
δείκτες όπως το προσδόκιμο ζωής που θα ζήλευαν και οι πιο ανεπτυγμένες
χώρες. Εκείνο που μας λείπει είναι η δυνατότητα να πάρουμε την ευθύνη
των πράξεών μας.
Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον
άρθρο του, με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και
των επεισοδίων που ακολούθησαν, ένας Ελληνας ακαδημαϊκός, ο οποίος
διδάσκει στο εξωτερικό, ο Ρωμανός Γεροδήμος, ύστερα από μελέτη του
υλικού που κυκλοφόρησε εκείνες τις ημέρες, υποστήριξε ότι στην Ελλάδα
ήδη πριν από το 2008 είχε αναπτυχθεί μια «ιδεολογία της αυτολύπησης».
Μια ιδεολογία λαϊκιστική, που χωρίζει την κοινωνία ανάμεσα στον αθώο λαό
και τη διεφθαρμένη ελίτ που είναι υποχείρια των ξένων. Ακυρώνει έτσι
την ατομική ευθύνη, απονομιμοποιεί τους θεσμούς και καλλιεργεί τον
μεσσιανισμό και τελικά τη βία.
Το ενδιαφέρον του άρθρου, ωστόσο, ήταν η
κατακλείδα του:
«Χωρίς να μειώνω σε καμία
περίπτωση την ευθύνη (των φορέων που καλλιέργησαν αυτό τον λαϊκισμό)
για όσα έγιναν και γίνονται, εάν έμαθα κάτι από αυτή τη μελέτη, αυτό
είναι το ότι δεν πρέπει να πέφτουμε θύματα της ίδιας λαϊκιστικής και
διχαστικής λογικής την οποία αποδομούμε».
Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Θύτες
και θύματα, εγκλωβισμένοι στην ίδια παράλογη λογική, αδυνατούμε να
συνεννοηθούμε, καταδικάζοντας τους εαυτούς μας στη διαιώνιση της
μιζέριας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου