"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ και ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΑΜΠΑΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Ποια Αργεντινή μωρέ;

 

Του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ

Να τα πάρουμε από την αρχή

Και το 1990 η Αργεντινή, παγκόσμια πρωταθλήτρια τότε, είχε χάσει στην πρεμιέρα της στο Mondiale της Ιταλίας από το Καμερούν και μετά έφτασε στον τελικό της διοργάνωσης. Χρειάστηκε βέβαια ο Μαραντόνα να αποκρούσει με το χέρι πάνω στη γραμμή ώστε η Αργεντινή να νικήσει έπειτα τους Ρώσους και η ομάδα να προκριθεί από τη φάση των ομίλων, αλλά αυτά στο συλλογικό φαντασιακό που ψάχνει για ήρωες εκεί που δεν υπάρχουν, δεν έχουν σημασία: ο Ντιέγκο ήταν αλάνι, έπαιζε με την καρδιά του και στο τελικό έβαλε και τα κλάματα — τι θέλετε τώρα και τα ψάχνετε;  

Επίσης, η Σαουδική Αραβία είχε να βάλει σε 90λεπτο πάνω από ένα γκολ εδώ και 20 ματς και πάνω από 400 ημέρες και με αντιπάλους κάτι ομάδες σαν την Ονδούρα και την Παλαιστίνη και τώρα πέτυχε δύο στην αήττητη εδώ και 36 παιχνίδια Αργεντινή. Το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι δεν είναι;  

Μόνο που αυτά τα δύο μάλλον εφηβικά, αν όχι φαιδρά, «ελαφρυντικά» είναι τα μόνα που έχουν απομείνει πια στην Αργεντινή και σίγουρα δεν περιποιούν τιμή: για το 1990 τα είπαμε και μπορούμε να πούμε και άλλα και για το ότι μια υποτιθέμενη, αυτή τη στιγμή, καλύτερη πορεία στη συνέχεια της διοργάνωσης στο Κατάρ ξεκινά από ένα ματς με σκιές με πρωταγωνιστή έναν σταρ της ακτινοβολίας του Λιονέλ Μέσι θυμίζει περισσότερο 1978 και λιγότερο 1986. Χίλια ενιακόσια εβδομήντα οκτώ. Και χίλια ενιακόσια ογδόντα έξι. Οι δύο χρονολογίες που έφτιαξαν τη μυθολογία που ακολουθεί την Αργεντινή στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο — μια μυθολογία που κάθε τετραετία γεννά ελπίδες και έπειτα δικαιολογίες και διαχρονικά μια ελληνική φυλή aficionados της Εθνικής Αργεντινής που κυκλοφορούν με φανέλες της και πουλάνε εξυπνάδες ότι ο Μπατιστούτα και ο Σιμεόνε έχουν αδικηθεί από την ιστορία του αθλήματος επειδή γεννήθηκαν στη χώρα των πάμπας που έλεγε και ο λυρικός Γιάννης Αργυρίου και όχι στις παραλίες της Κόπα Καμπάνα.  

Διότι με την Αργεντινή και τα Μουντιάλ καταλήγουμε πάντα στο ίδιο άτοπο: έχουμε απαιτήσεις από μια εθνική ομάδα που ουδέποτε, ούτε καν στις κορυφαίες στιγμές της, δεν έδειξε κάτι. 

Υπάρχει βέβαια μια (ελληνική) φυλή μουντιαλικών που ορκίζονται στην Αλμπισελέστε, ότι υπήρξε πάντα μια μήτρα μπαλαδόρων, ότι είναι ένα φαβορί και αυτό αποδεικνύουν τα δύο Παγκόσμια Κύπελλα του 1978 και του 1986. Αλλά αυτά είναι μπούρδες.  

Μισό αιώνα τώρα, οι ίδιες μπούρδες. 

Το 1974 στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας, οι αργεντινοί «μπαλαδόροι» είχαν φάει τέσσερα από την Ολλανδία και δεν νίκησαν ούτε τους ερασιτέχνες της Ανατολικής Γερμανίας. 

Το 1978 στήθηκε το σύμπαν ώστε η Αργεντινή να πάρει το Παγκόσμιο Κύπελλο στην έδρα της και μετά από ματς όπως αυτό με το Περού που το γελοιόμετρο αφαιρούσε την όποια αίγλη του Αρντίλες και του Πασαρέλα.  

Το 1982 υπήρχε πια ο Ντιέγκο Μαραντόνα, αλλά η Αργεντινή πέρασε από τα γήπεδα της Ισπανίας και δεν ακούμπησε

Και φτάνουμε στο 1986, το annus mirabilis του θεϊκού Ντιέγκο. Αλλά για σκεφτείτε το λίγο. Επαιξε σπουδαία μπάλα η Αργεντινή; 

Οχι. Οι θεαματικές και καλές ομάδες εκείνης της διοργάνωσης ήταν η Γαλλία του Πλατινί, η Βραζιλία του Ζίκο και του Σόκρατες και η Σοβιετική Ενωση του Λομπανόφσκι. Η Αργεντινή πέρασε στα ημιτελικά χάρη στο πιο άκυρο γκολ που έχει μπει ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Αλλά επειδή το ακολούθησε το πιο όμορφο γκολ που έχει μπει ποτέ, αποφασίσαμε ως δια μαγείας να προσπεράσουμε την απίστευτη αδικία και να υποκύψουμε στον πειρασμό της ακατάσχετης υμνολογίας των Αργεντίνων, που ναι, μπορεί να ήταν αντισυστημικοί και εκδικητές με σορτσάκια της ήττας στα Φόκλαντς αλλά δεν ήταν ακριβώς ομάδα —ήταν από τη μία ο Ντιέγκο και από την άλλη άλλοι 10 που έσπευδαν να τον αγκαλιάσουν όταν έβαζε γκολ με το χέρι.  

Ακολούθησε το 1990. Οπου είχαμε μείνει τέσσερα χρόνια, πάλι χέρια του Μαραντόνα είχαμε και μετά είχαμε ένα ματς που κοιμήθηκε ο Θεός με τη Βραζιλία και άλλο ένα που η γηπεδούχος Ιταλία έχασε στα πέναλτι. Μετά ο Μαραντόνα έκλαιγε επειδή έχασε από τους Γερμανούς. 

Το 1994, ο Μαραντόνα δεν έκανε χέρια, ίσως επειδή δεν πρόλαβε ο καψερός. Εμπλεξε με τις εφεδρίνες και η FIFA τον απέβαλε και η Αργεντινή κατέρρευσε

Τότε γεννήθηκε και ο μύθος που τόσο γοητεύει ένα ελληνικό κοινό: Αυτός της τάχα μου αντάρτικης ομάδας που επειδή έχει και τον ντεσπεράντο Μαραντόνα στις τάξεις της δεν αρέσει στα «ιερατεία» της FIFA και γι’ αυτό τη μισούν και ψάχνουν να βρουν πώς θα τη βγάλουν από τη μέση.  

Αυτός ο μύθος με τους αργεντινούς ντεσπεράντο τους ακολούθησε για μια δεκαετία: ήταν ο Σιμεόνε που κέρδισε την αποβολή του Μπέκαμ, ήταν ο Μπατιστούτα που ήταν γόης, ήταν ο Ρικέλμε «μπαλαδόφατσα», αλλά από διακρίσεις μην πολυψάχνετε. 

Οταν πια ήρθε η εποχή του Μέσι, οι aficionados αναθάρρησαν. Αγνοώντας ότι ο Μέσι ήταν προϊόν της Μπαρτσελόνα και ενταγμένος στο παιχνίδι που υπηρετούσαν αφανείς ιδιοφυίες σαν τον Τσάβι και τον Ινιέστα, πίστεψαν ότι ο μικρός μάγος θα κάνει ό,τι έκανε και στην Μπάρτσα και ότι το ποδόσφαιρο του 2010 είναι ποδόσφαιρο των 80s

Ετσι, το 2010 η Αργεντινή έφαγε μια ξεγυρισμένη τεσσάρα από τη Γερμανία, και έπειτα η Νασιονάλμαντσαφ τη νίκησε και στον τελικό του 2014, όπου οι Αργεντίνοι έφτασαν μέσα από αφόρητα βαρετά 1-0 και διαδικασία των πέναλτι. 

Το 2018 ήρθε και άλλη μια όμορφη τεσσάρα, αυτή τη φορά από τη Γαλλία, και μπήκαν τα πράγματα στη θέση τους. Adios. 

Τα έχω ξαναπεί: η Αργεντινή ποτέ δεν γοήτευσε τον κόσμο με την μπάλα που έπαιξε, ούτε καν σε εκείνα τα Μουντιάλ όπου στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια.  

Δεν δημιούργησε ποτέ σχολή, ούτε παρουσίασε έναν αξιοθαύμαστο ή έστω χαρακτηριστικό τρόπο παιχνιδιού, όπως η Ολλανδία, η Βραζιλία, η Γερμανία, η Ισπανία.  

Απλώς...

 

 υπάρχει. 

Για να συζητάμε κάθε φορά πώς την πάτησε. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: