Δυο χρόνια πριν, με ένα έντεχνα ασαφές κείμενο, και καταλήγοντας στο σλόγκαν “ναζισμός και κομμουνισμός δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι μέρη της ίδιας εξίσωσης”
ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
Σταύρος Κοντονής, δικαιολογούσε τη μη συμμετοχή της ελληνικής πολιτείας
στο διεθνές συνέδριο “Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα”.
Πριν λίγες μέρες, από τις κοινοβουλευτικές ομάδες του Λαϊκού κόμματος,
των Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελεύθερων, των Συντηρητικών Μεταρρυθμιστών
και των Πρασίνων, κατατέθηκε στην ευρωβουλή ψήφισμα που καταδίκαζε τα
εγκλήματα του ναζισμού και του κομμουνισμού.
Υπερψηφίστηκε με 535 ψήφους. Κατά, ψήφισαν 66 ευρωβουλευτές και 52 ψήφισαν λευκό.
Στις δύο τελευταίες κατηγορίες ανήκαν …άπαντες οι ‘Ελληνες ευρωβουλευτές.
Σκεπτικό τους φέρεται να ήταν, ξανά, το περί μη εξομοίωσης φληνάφημα.
Υπήρξαν ευτυχώς δυο εξαιρέσεις: της Άννας-Μισέλ Ασημακοπούλου [ΝΔ] και του Εμ. Φράγκου [Εληνική Λύση].
Για τους υπόλοιπους, όπως και για τον κύριο Κοντωνή προ διετίας, δυο
εξηγήσεις υπάρχουν: η αγνοούν την καταγεγραμμένη ιστορία, ή επιλέγουν
ανάμεσα σε καλά και κακά εγκλήματα. Γιατί όταν μιλάμε για “εγκλήματα του
κομμουνισμού μη εξομοιούμενα με τα του ναζισμού” προκύπτει λογικό
πρόβλημα. Η ιστορία της καθεστωτικής βίας δεν διακρίνεται για την
ποικιλία της. Οι λόγοι είναι πάνω κάτω οι ίδιοι [διασάλευση της τάξης,
προδοσία του έθνους, ξεπούλημα της επαναστατικής υπόθεσης κοκ.]. Ο
αριθμός των μεθόδων, επίσης περιορισμένος [τρομοκρατία, φυλάκιση,
βασανισμός, εκτόπιση, εκτέλεση]. Όσο για το “άλλοθι” της βίας, οι
συνθήκες γέννησής της [στη Γαλλία του Ροβεσπιέρου, στην ΕΣΣΔ, τη
ναζιστική Γερμανία, την Κίνα, την Καμπότζη…] υπήρξαν πάντα έκρυθμες.
Πώς προκύπτει λοιπόν ο διαχωρισμός ανάμεσα σε καλή και κακή κρατική βία;
προκύπτει εκ του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Καλή είναι εκείνη που
επιστρατεύεται για καλό σκοπό. Όμως, μια και ο σκοπός του
ολοκληρωτικού καθεστώτος είναι εξ ορισμού “καλός”, σύμφωνα με το …ίδιο
το καθεστώς, η βία είναι δικαιολογημένη a priori. Η ολοκλήρωση ας πούμε, του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού ήταν ο σκοπός που αγίαζε τα μέσα του Ντζερζίνσι [“ο φύλακας άγγελος της Επανάστασης” κατά Εμπειρίκο] του Μενζίνσκι, του Γιάγκοντα, του Γιεζόφ ή του Μπέρια.
Η άφεση αμαρτιών βάσει “ιδεολογικού προσήμου” δεν είναι κάτι νέο, ούτε
αφορά μόνο πολιτικές σκοπιμότητες. Χαρακτηριστικό φαινόμενο της
σταλινικής περιόδου αποτελεί η «ομερτά» καλλιτεχνών και διανοουμένων,
εντός και εκτός ΕΣΣΔ, με ελάχιστες εξαιρέσεις [Ράσελ, Αχμάτοβα,
Μαντελστάμ.…]. Οι εντός, είχαν τουλάχιστον ένα άλλοθι: ο κίνδυνος ήταν
σαφής, και αφορούσε τη ζωή των ιδίων, των φίλων και των συγγενών τους. Η διεθνής διανόηση, για μεγάλο διάστημα, επέλεξε απλώς να μπουκώνει τον κόσμο με “ευγενή ψέμματα”.
Στη διάρκεια και αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, η αντιμετώπιση του
σοβιετικού καθεστώτος από τους δυτικούς θα μεταστραφεί από την εχθρότητα
των πρώτων χρόνων: οι “σύμμαχοι” είχαν τώρα ένα καλό λόγο να κοιτάζουν
από την άλλη μεριά, στο κάτω-κάτω ήταν οι Ρώσοι, όχι οι Αμερικανοί, που
λύγισαν τον Χίτλερ. Αλλά στη μεταπολεμική, ψυχροπολεμική περίοδο, ο
Υπαρκτός έμελλε να δαιμονοποιηθεί ξανά – όχι ακριβώς άδικα.
Τα χρόνια πέρασαν και τελευταία έχει επανακάμψει ως λαϊκό αφήγημα, μαζί
με μια «διαλεκτική» επαναπροσέγγιση του μαρξισμού – λενινισμού, δηλ. του
…σταλινισμού, από [γελοιο-]γραφικές φιγούρες διανοουμένων τύπου Σλάβοϊ
Ζίζεκ. Και ασφαλώς, οι πρώτοι που έσπευσαν να αποκαταστήσουν τον
Υπαρκτό και τα εγκλήματά του, δεν μπορούσαν παρά να είναι...
τα
απολειφάδια της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, γνωστά και ως «τιμημένο ΚΚΕ»,
για να ακολουθήσουν οι …ψηφιακοί, trendy κλώνοι τους του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου