Ηταν ήδη υπουργός, όταν τον σταμάτησε με το αυτοκίνητό του ένας χωροφύλακας σε ένα δρόμο στην Κρήτη και απαίτησε να τον πάρει μαζί του ώς τα Χανιά. Εννοείται πως δεν τον αναγνώρισε, αφού η τηλεόραση το 1974 δεν είχε μπει σε κάθε σπίτι. Ο Λαμπρίας, άνθρωπος ευγενής και πολιτισμένος, δεν του αποκάλυψε την ιδιότητά του και υπάκουσε στις εντολές του. Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους μόνον τον ρώτησε: «Καλά όλα τα υπόλοιπα, γιατί όμως μου απευθύνεστε στον ενικό;». Και εκείνος απάντησε το αφοπλιστικό: «Δημοκρατία δεν έχουμε; Δημοτική δεν μιλάμε τώρα;».
Η απάντηση μοιάζει με ολόκληρο πολιτικό πρόγραμμα. Η καθιέρωση της δημοτικής ως μοναδικής εκδοχής της σύγχρονης ελληνικής στην εκπαίδευση υπήρξε μία από τις κορυφαίες καμπές αυτού του προγράμματος. Θα μου πείτε αποφεύχθηκαν οι τερατωδίες που χαρακτήρισαν τη μεταρρύθμιση του Ευάγγελου Παπανούτσου, επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου. Οπως εκείνο το μνημειώδες «ψηλός, ψηλέας, γίγας» ή κάπως έτσι, αν θυμάμαι καλά. Δογματισμοί που μοιάζουν με ανέκδοτα. Οπως εκείνο με τον Γιάννη Ψυχάρη, που όταν κάποιος στον οποίο τον σύστησαν του είπε: «Χαίρω πολύ», εκείνος, προκειμένου να μη χρησιμοποιήσει το καθαρευουσιάνικο «επίσης», απήντησε: «Αμ εγώ να δεις».
Ο προοδευτικός διονυσιασμός που κατέλαβε την ελληνική κοινωνία στη διάρκεια της μεταπολίτευσης δεν άφησε αλώβητους ακόμη και ανθρώπους σαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Λέγεται πως, παραδομένος στον ευρωπαϊκό του ζήλο, ήθελε την καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου. Τους ελληνικούς χαρακτήρες τούς έσωσαν ο Τσάτσος και ο Παπανούτσος τότε – ο Παπανούτσος ο οποίος είχε ήδη μετανιώσει για τη δική του μεταρρύθμιση. Μερικά χρόνια αργότερα, κανείς δεν μπόρεσε να σώσει τους τόνους και τα πνεύματα, φορείς ιστορικής μνήμης στη γραφή. Ενα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981 ήταν η καθιέρωση του μονοτονικού. Θυμάμαι ακόμη τη φωνή του Νίκου Εγγονόπουλου στο τηλέφωνο να μου λέει: «Θέλουν να μου στερήσουν την ομορφιά της περισπωμένης».
Επανέρχομαι στην απάντηση του χωροφύλακα στον Λαμπρία: όπως η δημοκρατία στη μεταπολίτευση ερμηνεύθηκε ως μια χαλαρή σχέση του πολίτη με τους νόμους του κράτους, χαλαρότητα η οποία τροφοδότησε το πελατειακό πολιτικό σύστημα –«αν είσαι καλός πελάτης, οι νόμοι δεν ισχύουν ακριβώς για σένα»– έτσι και η δημοτική λειτούργησε ως το εργαλείο μετάφρασης των κοινωνικών σχέσεων και της παιδείας στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Με αφορμή το άρθρο μου της περασμένης Κυριακής, με τον τίτλο «Κι αν επιστρέφαμε στην καθαρεύουσα;» σχόλιο αναγνώστη με κατέταξε στην ομάδα όσων βδελύττονται τον λαό. Προφανώς, γι’ αυτόν, για να ανήκεις στον λαό πρέπει να ταυτίζεσαι με το «μόνον να γράφει τ’ όνομά του κι εκείνο το ’μαθε μισό» – τον ταγό της πνευματικής ισοπέδωσης στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τον χολώδη Μακρυγιάννη. Ο αγρότης που πήγαινε στα χωράφια του αξημέρωτα ελπίζοντας πως το παιδί του θα γίνει γιατρός ή δικηγόρος και θα μιλάει «ωραία», κοινώς τα «υψηλά ελληνικά» των βιβλίων, δεν ήταν λαός. Τι ήταν όμως;
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη γραπτή γλώσσα και την προφορική;
Προτείνω εν έτει 2015 επαναφορά της διδασκαλίας της καθαρευούσης;
Δεν έχουμε και πολλά να υπερασπιστούμε. Αρκεί να καταλάβουμε ότι μια γλώσσα που μπορεί να διακρίνει το «ον» από το «είναι» μας φέρνει πιο κοντά στον ευρωπαϊκό πολιτισμό από τον ΦΠΑ και τις χωματερές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου