ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ. Μιλώντας τρεις μέρες τώρα (ξανά) όλοι για τον Πολάκη και την κοπρολαλία του, και κάνοντας όλοι μας όλον αυτό τον θόρυβο, ξεχνάμε. Ξεχνάμε μερικά πολύ βασικά πραγματάκια. Ναι, ξέρω πως δεν γίνεται διαφορετικά, ξέρω πως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε αλλιώς, χρειάζεται και μια πρέζα λήθη στο φαΐ μαζί με το αλάτι, ένα «Έλα μωρέ…», αλλιώς βαραίνει στο στομάχι — αλλά προσωπικά, όχι, δεν μ’ αρέσει. Το θέλω σκέτο.
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ. Από την αρχή αυτής της φαύλης περιπέτειας, επαναλαμβάνω με κάθε ευκαιρία ένα πράγμα: όλο αυτό είναι προσωπικό. Ναι, οι άνθρωποι έφαγαν, πρήστηκαν, πούλησαν, ξεπούλησαν, διόρισαν, κανάκεψαν, πλούτισαν, εξευτέλισαν, χάλασαν, γκρέμισαν, ισοπέδωσαν, ποδοπάτησαν, χώρισαν τον κόσμο στα δυο, πέταξαν τους ιερούς πρόσφυγες σε στρατόπεδα λάσπης, λοιδόρησαν κάθε αξία του ανθρώπου — ναι, ναι και ναι. Ό,τι θες· μαζί σου. Αλλά τι να κάνουμε, όλα αυτά δεν γίνεται να με αφορούν πια. Ειλικρινά, δεν γίνεται. Με αφορούσαν όσο ζούσα σε κανονική χώρα, μια χώρα με τα καλά της και τα κακά της. Πλέον, περιορίζομαι στο να μου αρκεί να υπάρχουν πάντα μερικές χιλιάδες άνθρωποι που θα αγοράζουν τα βιβλία μου. Κι αν συρρικνώθηκε το αναγνωστικό κοινό λόγω της οθωμανικού τύπου υπερφορολόγησης, κι αν χάνουμε καθημερινά αναγνώστες λόγω της θυελλώδους αύξησης της πραγματικής ανεργίας, κι αν περιορίζεται σημαντικά η αγορά μας λόγω της μετανάστευσης, τι να κάνουμε: θα γράφω βιβλία γι’ αυτούς που έμειναν και που θα μπορούν να τα αγοράσουν. Και θα το κάνω καλά, μά τον Θεό, με την ψυχή μου: θα τους τιμήσω για την εμπιστοσύνη τους όσο μπορώ, συν κάτι παραπάνω.
Αλλά: όλα τα υπόλοιπα, αφ’ ης στιγμής οι πολλοί δεν άκουσαν τους λίγους που φωνάζουν από το ’10 —και που τους είπαμε επακριβώς τι θα γίνει, τους είπαμε το και το, ένα κι ένα κάνουν δύο, προσέξτε, θα την πατήσετε και θα την πατήσουμε όλοι εξαιτίας σας, και θα την πατήσει και πολύς ξένος κόσμος, άνθρωποι ανέστιοι, άνθρωποι κατατρεγμένοι—, μπα, όλα τα υπόλοιπα έπαψαν να γίνεται να με νοιάζουν και πια δεν είναι δυνατόν, εκ των πραγμάτων, να με αφορούν. Δεν γίνεται, τι να κάνουμε τώρα. Με αφορά ΜΟΝΟ ό,τι έχει να κάνει με το σπίτι μου και με πέντε άλλα σπίτια ανθρώπων που αγαπώ. (Και τα δάκρυα στα μάτια του δικού μου πατέρα το καλοκαίρι του ’15). Εμένα, πλέον, ΑΥΤΟ με αφορά. Για τα άλλα, να με συμπαθάτε αλλά δεν μου περισσεύει χώρος. Όλο αυτό που συμβαίνει είναι προσωπικό. Κι αν οι άλλοι σάς δουλεύουν ψιλό γαζί επειδή είστε μπόσικοι και δεν ντρέπονται να λένε πως εξακολουθεί να τους νοιάζει η χώρα, το πολίτευμα, το μέλλον των παιδιών τους και των παιδιών του γείτονα, η εθνική αξιοπρέπεια που ετρώθη από τη συγκυβέρνηση της εθνικιστικής Αριστεράς με την Ακροδεξιά, η Μακεδονία που είναι ελληνική κλπ. κλπ., εγώ ντρέπομαι και δεν θα το ισχυριστώ αυτό. Κοκκινίζω εύκολα άλλωστε, και θα το καταλαβαίνατε. Οπότε μπα. Είμαι εδώ για μένα και για τους δικούς μου. Και για τους φίλους. Τον κύκλο μου. Όχι για τη «χώρα». Αυτή τη χάσαμε, παρά τον αγώνα μας.
Άμα ξανακερδηθεί από μια νέα πλειονοψηφία, άμα ξαναγυρίσουμε στις εστίες μας, άμα σκουπιστούν τα σκουπίδια και πεταχτούν στη χωματερή, το συζητάμε.
ΣΤΟ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ. Αλλά πάμε πάλι από την αρχή. Έλεγα λοιπόν ότι, μιλώντας συνεχώς και με μεγάλη φωνή για τη σημερινή κοπρολαλία του Πολάκη, δηλαδή της Ουρανίας Μιχαλολιάκου του Τσίπρα, ή αν θέλετε ενός από τα πολλά πρόσωπα του Τσίπρα (σήμερα πρόσωπό του και εαυτός του είναι ο Πολάκης, αύριο πρόσωπό του και εαυτός του θα ’ναι πάλι η Δούρου, τις προάλλες ήταν ο Καμμένος, πιο πριν η Κωνσταντοπούλου, ο Λαφαζάνης και ο Βαρουφάκης, μεθαύριο θα ’ναι ξανά ο Κοτζιάς και παραμεθαύριο ένας άλλος: είπαμε, έχει πολλά πρόσωπα ο Τσίπρας — πολλούς εαυτούς), μιλώντας λοιπόν για κάτι φρικώδες και εμετικό που γίνεται ΣΗΜΕΡΑ, λες και αυτό μάς έφταιξε για το χάλι μας, ξεχνούμε μερικά πολύ βασικά πραγματάκια.
Δεν θα τα πω όλα. Θα θυμίσω μόνο δύο.
Το ένα είναι αυτό:
Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήρθαν για να φάνε και να διοριστούν, για να τσεπώσουν μίζες, και για να γίνει η κάθε τυχάρπαστη ψυχή, ο κάθε απίθανος τυπάκος και η κάθε απίθανη κοπελίτσα, σύμβουλος, γραμματέας, καθηγητάκος και υπουργός με μισθό που δεν τον ονειρευόταν ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Μπα.
Ήρθαν για να οδηγήσουν την Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και με τη βούλα των εκλογών μάλιστα. Και ενός δημοψηφίσματος που κέρδισαν με μεγάλη διαφορά: πολλά με λίγα. (Αλλά ναι: η αγαπημένη μας τάχα Κεντροαριστερά το ξεχνάει. Και λέω «τάχα» γιατί η πραγματική Κεντροαριστερά είναι το ΠΑΣΟΚ. Και το ΠΑΣΟΚ δεν ξεχνάει και δεν θα ξεχάσει). Απλώς οι Μεγάλοι μας Σύμμαχοι τους είπαν ότι αυτό θα είχε σαν άμεση συνέπεια ή (α΄) κυνήγι με τσουγκράνες ή/και (β΄) έκτακτα στρατοδικεία — γιατί τα τανκς του Καμμένου (εκείνα που, μετά τη ρήξη, θα διαφύλατταν δήθεν την τάξη στο εσωτερικό της χώρας…) δεν θα έμεναν με τον Καμμένο. Κούνια που τον κούναγε. Ο Καμμένος δεν μπορεί να διοικήσει ούτε διμοιρία από μολυβένια στρατιωτάκια. Εξ ου και υπαναχώρησαν μετά τις 17 ώρες φροντιστήριο εξόδοις τής σοφής και κραταιάς Ευρώπης. Γιατί κανείς δεν θέλει να κυνηγηθεί από πλήθη που κραδαίνουν τσουγκράνες. (Ακόμη χειρότερα: κανείς δεν θέλει να κυνηγηθεί από πλήθη που κραδαίνουν iPad με αδυναμία πρόσβασης στο ίντερνετ — κι αυτά τα πλήθη είναι κάπως πιο έξαλλα από τους χωριάτες με τις τσουγκράνες· πιο εκδικητικά· πιο θανάσιμα). Γιατί κανείς δεν θέλει να δει το όνειρό του να σβήνει στην μπούκα μερικών τυφεκίων.
Αυτό ήταν το ένα που ήθελα να θυμίσω όσο λέμε για τον φουκαρά τον Πολάκη, που ούτε ψύλλος στον κόρφο του — πρέπει να ντρέπεται πολύ αυτός ο άνθρωπος, και να φοβάται πολύ τον εαυτό του. (Η πρόταση μομφής θα καταπέσει, θα το δείτε).
Το άλλο είναι το εξής:
Αν κάτι έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, και ζούμε όσα ζούμε, δεν είναι ούτε η Κρίση, ούτε η ρητορική του, ούτε οι υποσχέσεις του, ούτε καν όσα έταζε στους πιο χαζούς από τους χαζούς (μειωμένο ΕΝΦΙΑ, δέκατο τρίτο μισθό, παντεσπάνι και ειρήνη στη Δυτική Όχθη). Τον έφερε...
η βία. Η καθημερινή, στους δρόμους. Όλα τα ανατρεπτικά καθεστώτα πήραν την εξουσία μέσω της βίας.
Οπότε μην κάνουμε σαν τους καλογέρους της Μονής Κουτλουμουσίου όταν μαθαίνουν ότι το Άγιο Φως ανάβει με αναπτήρα Bic επειδή κοπρολαλεί ο Πολάκης. Για όνομα του καλού Θεού δηλαδή.
Βλέπουμε το δέντρο που ’χουν να κατουρούν οι σκύλοι και χάνουμε το δάσος των παρασίτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου