Κριτήριο στέρεο και δοκιμασμένο είναι η αλλαγή «γηπέδου», αλλαγή των όρων του «παιχνιδιού» – η συνεπής άρνηση του καινούργιου να παίξει στο «γήπεδο» του παλιού και με τους όρους του παλιού.
Οταν ρεκλαμάρουμε σαν «καινούργιο» στην πολιτική την επαναδιαπραγμάτευση των «Μνημονίων» και του χρέους, είναι περισσότερο από φανερό ότι απλώς «διαχειριζόμαστε» τη συντελεσμένη καταστροφή, μένουμε παγιδευμένοι στη διαχειριστική εκδοχή της πολιτικής που χρόνια τώρα επιτείνει μοιραία την παρακμιακή μας διάλυση και την παραλυτική ανημπόρια. Το καινούργιο θα είναι, τόσο ως επαγγελία όσο και ως ρεαλιστικός προγραμματισμός, να ξαναπιστέψει ο Ελληνας ότι κάπου μπορεί να τα καταφέρει. Οτι η ζωή δεν τελειώνει στην οικονομική συμφορά, δεν θα αφήσει να του κλέψουν τη ζωή του υποχρεώνοντάς τον να την ταυτίζει με το εισόδημα.
Ελάχιστο το παράδειγμα, αλλά ενδεικτικό: Είμαστε υπερχρεωμένοι, ραγιάδες στους δανειστές μας;
Ανεπαρκείς ίσως οι παραδειγματικές νύξεις, αλλά σαφώς ενδεικτικές. Πριν από τη μεταπολίτευση, εδώ και σαράντα χρόνια, μετρούσαν στη ζωή του Ελληνα και ποιότητες ζωής άλλες από το εισόδημα και την καταναλωτική ευχέρεια: Μετρούσε η χαρά της φιλίας, η απόλαυση μιας βραδινής συντροφιάς που δεν σχολίαζε μόνο ποδόσφαιρο και τους κομματικούς τζουτζέδες. Ενδιέφερε ένα καινούργιο μυθιστόρημα που ξεχώρισε, το καινούργιο τραγούδι ενός γνωστού συνθέτη, μια ραδιοφωνική συνέντευξη, μια ταινία – δεν ήταν η καθημερινότητα μόνο καϋμός, μόνο πίκρα και αγανάκτηση, μόνο οργή.
Το καινούργιο στην πολιτική θα είναι: να στοχεύσει στην ανάκαμψη της οικονομίας, ναι, αλλά ξεκινώντας από την ανασύσταση αυτεμπιστοσύνης, κινήτρων δημιουργικότητας, από την ανακάλυψη της συναρπαστικής ποιότητας που έχει η ζωή όταν ελευθερώνεται από τα δεσμά της ιδιοτέλειας.
Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ούτε έτοιμες συνταγές για να απαλλαγεί μια συλλογικότητα από την αναξιοκρατία, το ρουσφέτι, την εξηλιθίωση, την αυτονόητη ραστώνη, τη γενικευμένη αυτονόητη λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος, τον έλεγχο όλων των μηχανισμών εξουσίας από έξι ή επτά «νταβατζήδες». Να περάσει σε κατάσταση έννομου κράτους, να λειτουργήσει ως κοινωνία σχέσεων, να υπουργούνται οι σχέσεις από λειτουργούς του δημοσίου συμφέροντος, οι θεσμοί να υπηρετούν το σύνολο κοινωνικό άθλημα και όχι την υπαλληλική ιδιοτέλεια. Δεν είναι εύκολες τέτοιες αλλαγές, γι’ αυτό και ορθολογικά είναι από ελάχιστα πιθανές έως αδύνατες. Αλλά αυτή ακριβώς είναι και η πρόκληση της πολιτικής, το συναρπαστικό της στοιχείο:
Το ριζικά «καινούργιο» στην πολιτική δεν σημαίνει την ευρηματικότητα τρόπων κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας, σημαίνει την εργώδη επιτελική προετοιμασία και το ηγετικό χάρισμα προκειμένου, μέσα από το πλήθος των ενδεχομένων, να εντοπιστούν και αξιοποιηθούν οι δυνατότητες (που πολιτικά υπάρχουν πάντοτε) να αναστηθεί μια πεθαμένη κοινωνία.
Το αποκαρδιωτικό στη σημερινή Ελλάδα είναι ότι μοιάζει να λείπει ολοκληρωτικά από το πεδίο της πολιτικής ακόμα και η υποψία του «καινούργιου», του διαφορετικού από το κατεστημένο παρακμιακό, μιας άλλης εκδοχής από την αυτονόητη «διαχειριστική» πολιτική, την εμβαλωματική λογική των «βελτιώσεων». Και η τέλεια απουσία αναζήτησης του «καινούργιου» καθηλώνει την ελληνόφωνη (ώς πότε;) συλλογικότητα σε μιαν αμηχανία, εντελώς άγονη πολιτικά, επιθανάτια.
Η αμηχανία αγνοεί τη λογική, καρπίζει άλογες παρορμήσεις, γιατί αυτές εκτονώνουν κάπως τον φόβο:
Δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση στη διαχειριστική πολιτική, στο πελατειακό κράτος, στην απολυταρχία των «νταβατζήδων». Το καινούργιο δεν έχει ακόμα γεννηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου