Οσα συμβαίνουν στην Ουκρανία έχουν ανοίξει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για το κατά πόσον οδεύουμε προς μια νέα παγκόσμια γεωπολιτική συγκυρία.
Κάποιοι πιστεύουν ότι ο χαμένος διπολισμός του Ψυχρού Πολέμου επανέρχεται, άλλοι θεωρούν ότι η σημερινή Ρωσία δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο ενός δεύτερου ισχυρού πόλου έναντι των ΗΠΑ και της Ε.Ε.
Εν τω μεταξύ έχει, όμως, μεγάλο ενδιαφέρον το τι συμβαίνει με τις ΗΠΑ. Η συζήτηση για το αν ο πρόεδρος Ομπάμα είναι ισχυρός παίκτης ή όχι εξαντλείται πολλές φορές στην επικοινωνιακή ανάλυση των αποφάσεων και της συμπεριφοράς του. Οσοι αναλύουν τα πράγματα λιγότερο ρηχά, θεωρούν ότι δεν είναι θέμα προσωπικότητας του προέδρου και πως το στυλ εξωτερικής πολιτικής αντανακλά πολύ βαθύτερες αλλαγές δεδομένων.
Πρόσφατα, κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Μπομπ Γκέιτς, ο οποίος ήταν υπουργός Αμυνας και επί Μπους και επί Ομπάμα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που εκφράζει τη ρεάλπολιτικ της παλαιάς αμερικανικής διπλωματίας και ο οποίος έχει περάσει από πολλά κρίσιμα πόστα.
Ο κ. Γκέιτς αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, τους ενδοιασμούς που είχε ο ίδιος για το κατά πόσον ήταν φρόνιμο να ωθήσουν οι ΗΠΑ τη Γεωργία και την Ουκρανία να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Το ερώτημα που έθετε όντας υπουργός, και είναι πολύ επίκαιρο, ήταν: «και αν αντιδράσει η Ρωσία, ποιος θα πάει να πολεμήσει για αυτές τις χώρες;».
Μέσα από το βιβλίο αποκαλύπτεται, πάντως, η απέχθεια των οπαδών της ρεάλπολιτικ για τους φιλελεύθερους αλλά και υπερσυντηρητικούς, οι οποίοι θεωρούν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επεμβαίνουν στρατιωτικά παντού, χωρίς να ζυγίζουν το κόστος ή να ξέρουν το πώς θα απεμπλακούν. Αναφέρεται προφανώς σε ανθρώπους, όπως στη Μαντλίν Ολμπράιτ η οποία ενέπλεξε την Αμερική στον πόλεμο του Κοσόβου χωρίς κανέναν απολύτως γεωστρατηγικό λόγο, στον σημερινό αντιπρόεδρο Μπάιντεν ο οποίος ήθελε αμερικανικές δυνάμεις στη Λιβύη και τη Συρία, και βεβαίως στους παράφρονες νεοσυντηρητικούς που έσπρωξαν τον Μπους στον καταστροφικό πόλεμο του Ιράκ.
Ο κ. Γκέιτς έχει την καθαρή άποψη πως η Ουάσιγκτον έχει πλέον περιορισμένα στρατηγικά μέσα στη διάθεσή της, πως η Ασία και ιδιαίτερα η Κίνα είναι το μεγάλο της μέτωπο και ότι στρατιωτική παρέμβαση χωρίς σαφή στρατηγική εξόδου και σημαντικό αποχρώντα γεωπολιτικό λόγο είναι ανόητη.
Εκεί που ο κ. Γκέιτς γίνεται εξόχως αποκαλυπτικός είναι στο πώς το Ισραήλ, και ιδιαίτερα η σημερινή του ηγεσία, προσπαθεί συνεχώς και με μεγάλη μεθοδικότητα να σπρώξει τις ΗΠΑ σε έναν πόλεμο με το Ιράν. Η ηγεσία του Ισραήλ χρησιμοποιεί κάθε μέσο σε αυτή την κατεύθυνση και προσπαθεί συνεχώς να φέρει τον Λευκό Οίκο προ τετελεσμένου. Διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνει κανείς απολύτως το πώς φτάσαμε σε μια ανοικτή έχθρα μεταξύ Ομπάμα και Νετανιάχου. Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι απλό. Πρόκειται για τεκτονική αλλαγή στον τρόπο που λειτουργούσε μεταπολεμικά ο Λευκός Οίκος και το Πεντάγωνο σε σχέση με τα ισραηλινά συμφέροντα. Προφανώς η ισραηλινή ηγεσία ξεπέρασε κάποια όρια...
Ο κ. Γκέιτς περιγράφει, όμως, με πολύ ωμό τρόπο το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις στην Ουάσιγκτον και πώς η αρρώστια των λόμπι και της υπερβολικής ενασχόλησης με την επικοινωνία υπονομεύουν τον μηχανισμό λήψης αποφάσεων.
Το αν, για παράδειγμα, θα ξοδευτούν δισεκατομμύρια για έναν τύπο αεροσκάφους έχει περισσότερο να κάνει με το αν παράγεται σε κωμόπολη που εκπροσωπεί ένας ισχυρός γερουσιαστής παρά με το αν καλύπτει πραγματικές ανάγκες του Πενταγώνου.
Την ίδια, όμως, στιγμή επιβεβαιώνει και μια ιστορική αλήθεια που δεν συμβαδίζει με τα δικά μας στερεότυπα:
Ισως γιατί ξέρουν από πρώτο χέρι πόσο καταστροφικά ξοδεύουν το κεφάλαιο μιας υπερδύναμης, ίσως πάλι επειδή γνωρίζουν τι θα πει πόλεμος και πόσο μεγάλο ανθρώπινο κόστος έχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου