Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Ακούν ότι το τραγούδι «εκπροσωπεί» τη χώρα στον διεθνή διαγωνισμό και το παίρνουν τοις μετρητοίς.
Κάποιο πρόσωπο της χώρας πρέπει να αποτυπώνεται σε αυτή την «εκπροσώπηση». Αλλιώς γιατί να τη λέμε έτσι;
Κι όμως, το κλισέ είναι κούφιο. Δεν θα έπρεπε να σημαίνει αυτό που λέει. Ο «διεθνής διαγωνισμός» είναι –ήταν πάντα– ένα πάρτι όπου τρεις λαλούν, δυο χορεύουν και εκατομμύρια τηλεθεατές τρολάρουν, περιμένοντας ένα θέαμα προορισμένο να δικαιολογήσει κυρίως τη χλεύη τους.
Ακόμη κι έτσι, η Γιουροβίζιον είναι απαραίτητη. Λίγα είναι τα κοινά βιώματα στα οποία εκατομμύρια Ευρωπαίοι μπορούν να μετέχουν ταυτόχρονα – έστω και διά της οθόνης. Μια ειρηνική, εικονική κοινότητα που μοιράζεται, αν όχι το ίδιο συναίσθημα, τουλάχιστον το ίδιο ερέθισμα – άκακη, χαριτωμένη ελαφρότητα, που δεν διαρκεί τόσο ώστε να σημαδέψει τα βλέμματα που την υφίστανται.
Το προϊόν που η Ελλάδα στέλνει για να διαλάμψει μέσα σε αυτή τη μεγάλη φλασιά έχει κάνει χρήση των σωστών σημείων αναγνωρίσεως. Σουβλάκι, τζατζίκι, Παρθενώνας χρησιμοποιούνται ως τα οικεία τιζεράκια για να σερβίρουν ένα ασυνάρτητο μουσικό μείγμα – ζουρνάδες, τραπ, μελωδική ποπ και «πριόνια» σε μια ηχητική κουρελού ραμμένη για να ταιριάζει με όλα τα γούστα, δηλαδή με κανένα.
Κανένα πρόβλημα. Τραγούδι στη Γιουροβίζιον στέλνουμε. Οχι φρεγάτα στον Περσικό. Ούτε καμία κάψουλα στο Διάστημα για να συστήσουμε τον αρχέγονο πολιτισμό μας σε κάποιον εξωγήινο με ανθρωπολογική περιέργεια. Το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα πλαστικά προσωπεία που εμφανίζονται καθώς κάνει-πως-χορεύει η χαριεστάτη Σάττι εκλαμβάνονται κιόλας ως «πρόσωπα της χώρας». Ως υπαρκτές της όψεις που τάχα διακωμωδούνται, αν δεν απενοχοποιούνται κιόλας αισθητικά με την ωμή επιστράτευσή τους.
Δεν ντρεπόμαστε να τη δείξουμε. Αρα έχουμε συμφιλιωθεί με την ασχήμια που υποθάλπουμε. Δεν είμαστε πια σε πόλεμο μαζί της. Την έχουμε ξεπεράσει.
Οντως την έχουμε ξεπεράσει. Η Ελλάδα πια δεν πουλάει σουβλάκια. Δεν είναι ο «προορισμός» που περιμένει τον Γερμανό με την άσπρη κάλτσα. Η Ελλάδα πέτυχε αυτό που πάντα ήθελαν οι μάνατζερ της «βαριάς βιομηχανίας» της: να μην περιμένει τον φτηνοτουρίστα που θα βολευτεί στα ρουμστουλετάδικα. Και ήδη γίνεται εκείνη η χώρα με τις πέτρινες βίλες σκαρφαλωμένες πάνω στους βράχους των Κυκλάδων και τις μινιμάλ σεβιτσερίες δίπλα στο κύμα.
Ηδη κινδυνεύει να πέσει θύμα της επιτυχίας της.
Το πιο ενοχλητικό, όχι στη Σάττι, αλλά στην περισπούδαστη σαττιολογία, είναι ότι …
του φορτώθηκε βάθος που το ίδιο δεν διεκδίκησε. Του προσήφθησαν προθέσεις εθνικού αυτοσαρκασμού, ενώ το ίδιο κουνάει τα ξέφτια ενός «αθώου» τουριστικού σύμπαντος που έχει παρέλθει.
Η τουριστική μετάλλαξη της χώρας –στα νησιά και στην Αθήνα– συντελείται σε ένα άλλο επίπεδο και είναι πολύ σοβαρή.
Γι’ αυτό και απαιτεί «σοβαρή» σάτιρα, και όχι ανακύκλωση από ληγμένα στερεότυπα – πα πα πα πα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου