"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΘΡΗΣΚΕΙΑ και (ΕΛΛΗΝΙΚΗ) ΚΟΙΝΩΝΙΑ: «Αναρχοαυτόνομοι» θρησκευόμενοι



Αθρησκη. Οχι άθεη. Δεν αντέχω το δεύτερο. Σφυρίζει απάνθρωπη μοναξιά, το «άθεη». Eχω μια περίεργη σχέση με τη θρησκεία. Παιδική σχεδόν. Θέλω κάτι να νοιώθω ότι υπάρχει πάνω από μένα. Να το επικαλούμαι όταν οι καταστάσεις ξεπερνάνε το μέτρο. Είτε για ευτυχία, -έχει και η ευτυχία την αμηχανία της-, είτε για πόνο.  


Με την Ορθοδοξία δεν κατάφερα βαθιά σύνδεση. Ένα μάθημα «Θρησκευτικά» χωρίς έμπνευση στη διδασκαλία του. Κείμενα που ποτέ δεν εμβαθύναμε.


Επιμονή σε θαύματα. Ήμουν και μιας γενιάς που όλα τα ψιλοκορόιδεψε, για να τα λουστεί στη συνέχεια όλα επάνω της. Όσο οι «εμείς» τολμούσαμε αμφισβητήσεις και ανοίγαμε συζητήσεις, τόσο «οι άλλοι» αμπάρωναν με τείχη το μυαλό και τις αισθήσεις. Φανατίζονταν. Αυτά δηλαδή που ζούμε στις μέρες μας. Δυο κόσμοι. Ξένοι μεταξύ τους. Ωστόσο μια φράση, η «Δίδαξόν με τα δικαιώματά σου»… Εκείνο το συγκλονιστικό «Σου», μιας αίσθησης βαθιάς δημοκρατίας και ενσυναίσθησης, πάντα μου καθοδηγούσε ένα «χαλάλι η βάφτισή μου», ως «Χριστιανή Ορθόδοξη».

Οταν επισκέπτομαι το νησί, επισκέπτομαι ανελλιπώς μια εκκλησία στο χωριό Κτικάδος. Νοιώθω όμορφα στην κοινότητα του εκκλησιάσματος της. Εκεί που τα σύννεφα χαϊδεύουν το καμπαναριό και τα κοκόρια ακούγονται από το γκρέμι και τα άσπρα σπιτάκια με τα χρωματιστά παράθυρα συμπληρώνουν ένα τοπίο, με μια θάλασσα στο βάθος και ξερολιθιές, ρυτίδες γης, ένα τριγύρω. Και οι περιστερώνες. Και η φωνή του αγαπημένου μου παππά να αντηχεί καθώς ψέλνει. Μα, πιο πολύ από τη φωνή, το πόσο τη ζωή του αφιέρωσε σ΄ αυτά που πιστεύει. Ταπεινός, γλυκός, έντιμος άνθρωπος. Που δεν χαμήλωσε ποτέ στα μάτια μου. Επισκέπτομαι την εκκλησία «του». Συγκεκριμένα μαρκαρισμένα τα στασίδια από τα γερόντια και σκηνές ζεστές. Η γιαγιά που συνοδεύει το εγγόνι της «Χθες ήρθαν!» και καμαρώνει. Η εγγόνα που καμαρώνει το καινούργιο της ρούχο και κάνει φούρλες. Ο ψάλτης που όσο γεμίζει η εκκλησιά, τα δίνει όλα για όλα! Η πόρτα που τρίζει. Τα βλέμματα που γυρίζουν αστραπιαία. Τα σιγανά «καλώς ήρθατε!». Οι «επιμελείς» πιστές, που θέλουν να δείξουν ότι γνωρίζουν πριν τον παπά, τι θα πει ο παπάς και το λένε νωρίτερα. Η εκκλησία στο νησί μου, η συγκεκριμένη εκκλησία η αγαπημένη μου, είναι χώρος ψυχικής μου γαλήνης. Δεν έχει να κάνει με πίστη. Έχει να κάνει με μνήμες, από ένα «Ρεάκι», ενός κάποτε.


Όσες φορές έτυχε να επισκεφτώ άλλη εκκλησία, κατάφερνα να παρατηρώ αποστασιοποιημένη. Σαν επισκέπτρια ξένη. Μα, τι ιδιαίτερος λαός ήμαστε! Πόσο ιδιαίτερα «αναρχοαυτόνομος»! Δημιουργήσαμε μια «χειροποίητη» θρησκεία. Εννοώ, ο καθένας μας έχει προσαρμόσει ένα «περίπου», που βολεύει την ψυχή του. Ψάλλουμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τι ψέλνουμε, ωστόσο με βαθιά συγκίνηση, όπως με «ξένα» τραγούδια που απομνημονεύσαμε τα λόγια τους αλλά δεν καταλάβαμε. Μελετήστε, πώς κινούμαστε σε «ιερό» χώρο…


Άλλη ώρα προσέρχεται ο ένας, άλλη ώρα ο άλλος και άλλος εισβάλει στο τσακ πριν το σχόλασμα. Άλλος ανάβει κερί, άλλος σηκώνεται, άλλος κάθεται, άλλος ξέμπαρκα σταυροκοπιέται, άλλη γονατίζει, άλλη αναζητάει «Θέλω να δώσω ονόματα να μου διαβάσει ο παππούλης». Όλα αυτά την ίδια χρονική στιγμή! Μια διαρκής κινητικότητα. Και χτυπάει και ένα κινητό και κάποιος ως ζαρκάδι τρέχει ν΄ απαντήσει «Δεν μπορώ τώρα». Και ξαναγυρίζει σαν βρεγμένη γάτα. Στα παιδιά, δεν δίνονται κατευθύνσεις πέραν ενός διαρκούς «σσσσσσ» και «Η Παναγίτσα!». Ένα ανασήκωμα ν’ ανάψουν κερί, (τα παιδιά τιμούν δεόντως τα κεριά ως παιχνίδι) και ένα «Κοίτα, κοίτα πάνω, ο Χριστούλης!»


Μιλάμε για...
 τερατωδώς ευφυή πλέον παιδιά, που ταξιδεύουν στο διαδίκτυο από τα δυο τους χρόνια και εμείς «Επάνω, κοίτα τον Χριστούλη». Όλα, έτσι. Ένα «έτσι». Χωρίς οποιαδήποτε φιλοσοφική διάσταση, χωρίς εμβάθυνση, χωρίς περαιτέρω συζητήσεις, χωρίς «νόμους»…  


Οι θρησκείες έχουν νόμους. Η δική μας όχι, αποφασίσαμε. Κι ενώ είναι ομιχλώδες αυτό που πιστεύουμε… Μπορεί να σκοτώσουμε άνθρωπο, αν κοροϊδέψει αυτό που πιστεύουμε. Και μεταδίδουμε από γενιά σε γενιά, αυτό που δεν γνωρίζουμε ακριβώς, αλλά το πιστεύουμε. Και επιπλέον, καθόλου δεν εμπιστευόμαστε τους «τραγοπαπάδες» που εμπλέκονται στη σχέση μας με το «θείο», κι ας είναι πανίσχυρη η εκκλησία, εν Ελλάδι. Κι άλλωστε, τι να τους κάνουμε, αφού εμείς έχουμε κτίσει, δικό μας «παραθρήσκευμα» στο θρήσκευμα. Που εν δυνάμει, πιστεύουμε! Κι ας μην το κατέχουμε. 


Μπέρδεμα; 


Αν είσαι Έλληνας ή Ελληνίδα καθόλου. Αναρχοαυτόνομη ψυχή! Μαγευτικά Ελληνική. Και ιερό νταραβέρι. Με Αγίους που έχουν περισσότερο διαθέσιμο χρόνο από Θεούς. Μην ψάχνεις να βγάλεις άκρη. Αλήθεια σας λέω, για κάτι τέτοια, πολύ μας αγαπάω. Κι άλλο τόσο, πολύ μας πάω. Είμαστε «εμείς».


Αλί σε όποιον θελήσει να μας κατατάξει… Πολλώ δε μάλλον, να μας εν-τάξει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: