ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Μακρά αστάθεια θα γνωρίσει και η Τουρκία, με μόνο σταθερό δεδομένο το
ναυάγιο των περιφερειακών της φιλοδοξιών και την επιθυμία της Ουάσιγκτον
για διασφάλιση, τουλάχιστον στην εξωτερική πολιτική, του δυτικού της
προσανατολισμού.
Ολα τα παραπάνω αθροιστικά εξηγούν τη σπουδή της
Ουάσιγκτον να αναζητηθεί εκ νέου λύση στο Κυπριακό πριν καν κλείσει ένας
χρόνος από την απόφαση του Eurogroup να εφαρμόσει στην Κύπρο το bail
in, της χρηματοδότησης δηλαδή των προβληματικών τραπεζών της Ευρωζώνης
μέσω «κουρέματος» των καταθέσεων.
Η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού
ξετυλίγεται σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες από αυτές του σχεδίου Ανάν
στην περίοδο 2002-2004. Για να κατανοήσουμε όμως τα σημερινά δεδομένα,
θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν.
Η Οθωμανική
Αυτοκρατορία υπέστη συντριπτικό πλήγμα στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του
1876-77, όταν υποχρεώθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που
σφράγιζε την απώλεια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών της εδαφών. Μόνον χάρη
στη στήριξη της Βρετανίας που ήθελε να εμποδίσει την κάθοδο της Ρωσίας
στη Μεσόγειο συνεκλήθη το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, που στην
κυριολεξία ανέστησε την Υψηλή Πύλη.
Ως αντίτιμο της βοήθειας αλλά και ως έμπρακτη εγγύηση της ακεραιότητας
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία νοίκιασε την Κύπρο, ανέλαβε
δηλαδή τη διοίκησή της, με την κυριαρχία να παραμένει τυπικά στον
Σουλτάνο, στον οποίο καταβαλλόταν και ετήσιο ενοίκιο μέχρι το 1914 με
πηγή τη φορολόγηση των κατοίκων της Μεγαλονήσου.
Η στρατηγική σημασία
της Κύπρου για το Λονδίνο υποτιμήθηκε ταχύτατα, όταν το 1882 ο
βρετανικός στρατός κατέλαβε την Αίγυπτο, με τη Μεγαλόνησο να χάνει την
αξία της προωθημένης βάσης. Από τότε μέχρι και την πλήρη αποχώρηση των
βρετανικών δυνάμεων από την Αίγυπτο στην δεκαετία του 1950 η Κύπρος ήταν
μια εφεδρική επιλογή περιφερειακής παρουσίας για το Λονδίνο που έπρεπε
να συντηρηθεί.
Μέχρι την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το
1914 η Κύπρος παρέμενε τυπικά υπό Οθωμανική Κυριαρχία και έδινε στο
Λονδίνο το άλλοθι να απορρίπτει κάθε συζήτηση με τους Ελληνοκυπρίους,
που ζητούσαν από την πρώτη στιγμή Ένωση με την Ελλάδα. Δεν μπορούμε να
συζητήσουμε για μια κυριαρχία που δεν έχουμε, ήταν η μόνιμη επωδός κάθε
Βρετανού Κυβερνήτη.
Για μια στιγμή, το 1915, όταν η Βρετανία πίεζε την Ελλάδα να εμπλακεί
στο πλευρό της Αντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρότεινε στη
μεταβατική κυβέρνηση Ζαΐμη την παραχώρηση της Κύπρου έναντι της
παραχώρησης του κόλπου του Αργοστολίου στον Βρετανικό Στόλο της
Μεσογείου. Ο Εθνικός Διχασμός στην Ελλάδα δεν επέτρεψε αξιοποίηση της
μοναδικής ίσως ευκαιρίας για Ενωση με συγκατάθεση του Λονδίνου.
Εξέγερση και καταστολή
Η Κύπρος έγινε και επίσημα Αποικία του Στέμματος το 1924, χωρίς αυτό
να αλλάξει τον υποβαθμισμένο ρόλο της στη Βρετανική Αυτοκρατορία, ούτε
την εμμονή του Λονδίνου να την συντηρεί με χαμηλό οικονομικό κόστος και
να αρνείται στην ελληνική πλειοψηφία ακόμη και το δικαίωμα
αυτοκυβέρνητης που παραχωρούσε σε άλλες κτήσεις και αποικίες: Οι
Ελληνοκύπριοι είχαν τη σχετική πλειοψηφία των εκλεγμένων μελών στο
Νομοθετικό Συμβούλιο, αλλά προσέκρουαν σταθερά στην αριθμητική
πλειοψηφία που ήταν το άθροισμα της Τουρκοκυπριακής Μειοψηφίας συν των
Μελών που διόριζε ο Κυβερνήτης!
Εδώ εντοπίζεται και η ρίζα
της καχυποψίας των Ελληνοκυπρίων που έβλεπαν από τότε την όποια
διασφάλιση των Τουρκοκυπρίων ως φαλκίδευση της δικιάς τους πλειοψηφικής
υπεροχής.
Η Οικονομική Κρίση του 1929, αλλά και η άνοδος των Εργατικών
στη εξουσία, στη Βρετανία, δημιούργησαν τη δυναμική που κατέληξε στην
εξέγερση του 1931, την αιματηρή της καταστολή και την επιβολή
δικτατορικού καθεστώτος από τις Βρετανικές Αρχές, που θα διαρκούσε μέχρι
και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην εξέγερση αντιτάχθηκε χωρίς περιστροφές η κυβέρνηση του Ελευθερίου
Βενιζέλου που την αποδοκίμασε δημόσια και ανακάλεσε τον Ελληνα γενικό
πρόξενο στη Λευκωσία, που είχε αναμειχθεί στην προετοιμασία της. Σε
επιστολή του προς το Εθναρχικό Συμβούλιο τόνιζε ότι η μόνη πατριωτική
επιλογή των Ελληνοκυπρίων είναι να γίνουν νομιμόφρονες υπήκοοι της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας (loyal subjects of thw British Empire, όπως ο
ίδιος σημειώνει στα αγγλικά).
Αυτοκυβέρνηση, Ενωση ή Διχοτόμηση
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Εργατική Κυβέρνηση Αττλι στο
Λονδίνο επανεκτιμά τη γεωπολιτική αξία της Κύπρου:
Η ανεξαρτησία της
Ινδίας το 1947, και της Παλαιστίνης το 1948 και ο εθνικιστικός
αναβρασμός που επικρατεί στην Αίγυπτο καθιστούν για πρώτη φορά τη
Μεγαλόνησο πολύτιμη βάση μιας φθίνουσας μεν, αλλά όρθιας ακόμη
Αυτοκρατορίας.
Υπό την Ηγεσία της Εκκλησίας οι Ελληνοκύπριοι ζητούν
Ενωση, με την κυβέρνηση Αττλι να προσφέρει το 1947 διευρυμένη
αυτοκυβέρνηση. Το ΑΚΕΛ δηλώνει καταρχήν συμμετοχή στη Διάσκεψη που
συγκαλεί ο Βρετανός Κυβερνήτης, αλλά υπό την πίεση της κοινής γνώμης και
της εσωκομματικής αντίδρασης γρήγορα αναδιπλώνεται και ευθυγραμμίζεται
με την Εκκλησία.
Από τότε και με επικεφαλής από τις αρχές της
δεκαετίας του '50 τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο κλιμακώνεται ο Αγώνας-
πολιτικός στην αρχή και ένοπλη εξέγερση μετά το 1955 υπό την ΕΟΚΑ και
τον Γρίβα- των Ελληνοκυπρίων για Ενωση εντός ευλόγου και τακτής
προθεσμίας, την ίδια ώρα που η γεωπολιτική σημασία της Κύπρου
πολλαπλασιαζόταν για τη Βρετανία.
Ολα αλλάζουν το 1956, μετά το φιάσκο
της εισβολής Γαλλίας-Βρετανίας στο Σουέζ, που είναι και το τέλος της
αυτοκρατορικής παρουσίας του Λονδίνου στη Μέση Ανατολή: Η Κύπρος πλέον
υποβιβάζεται σε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα του Λονδίνου στο πλαίσιο του
ΝΑΤΟ με τη διατήρηση βάσεων να καλύπτει την ανάγκη.
Ομως ο ασκός του
Αιόλου έχει ανοίξει, η Βρετανία έχει από το 1954 βάλει στο παιχνίδι την
Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους και έτσι οποιαδήποτε λύση είναι
διχοτομική στη λογική της.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής και ο Μακάριος οδηγούνται στις συμφωνίες της Ζυρίχης και του
Λονδίνου, που ιδρύουν μια υπό περιορισμένη κυριαρχία Κυπριακή
Δημοκρατία, αλλά σε αντίθεση με το σχέδιο Μακμίλαν που προηγήθηκε, την
διαφυλάσσουν ως ενιαίο κράτος.
Τα υπόλοιπα από τη σύγκρουση του 1963-4 μέχρι και την εισβολή του 1974 είναι πιο πρόσφατα και πιο γνωστά.
Περιχαράκωση ή Ρεαλπολιτίκ;
Με το 38% της Κύπρου υπό τουρκική κατοχή άλλαξαν δραματικά μετά το
1974 τα δεδομένα του προβλήματος. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι ο
χρόνος και η ακινησία στερεώνει τα τετελεσμένα, δεν
δουλεύει υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς παρά την διεθνή απομόνωση της
Τουρκοκυπριακής Διοίκησης στην αρχή και του Ψευδοκράτους στα Κατεχόμενα
μετά το 1983. Το 1977 έκανε τη μεγάλη στροφή και στη συνάντησή του με
τον Ντενκτάς συμφωνήθηκε η αναζήτηση λύσης στο πλαίσιο
Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Ο πρόωρος θάνατος του Μακαρίου το
καλοκαίρι του '77 σίγουρα έπληξε καίρια τη δυναμική αναζήτησης λύσης.
Από τότε και για μια εικοσαετία η κατάσταση λίμναζε με υπαιτιότητα της
Αγκυρας και του Ντενκτάς που πίσω από τη Διζωνική-Δικοινοτική Ομοσπονδία
προωθούσαν σχέδια διχοτόμησης, σε πλαίσιο που θα ήταν χαλαρή συμμαχία
δύο κυρίαρχων κρατών.
Τα δεδομένα έμοιαζαν να αλλάζουν, όταν η
Κύπρος επέλεξε να ζητήσει πλήρη ένταξη στην Ε.Ε. και η Αγκυρα ανανέωσε
το ενδιαφέρον προς την ίδια κατεύθυνση που είχε εκδηλώσει ο Οζάλ από τα
μέσα της δεκαετίας του '80. Η σύνδεση της επίλυσης του Κυπριακού ως
προϋπόθεσης για ένταξη της Λευκωσίας στην Ε.Ε. παραμερίστηκε γρήγορα,
καθώς θα συνιστούσε να δοθεί στην Τουρκία Βέτο για τη διεύρυνση μιας
Ενωσης της οποίας δεν ήταν μέλος. Η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος στη Σύνοδο
Κορυφής της Κοπεγχάγης το 2002 αποσυνδέοντας στην πράξη την πλήρη
ένταξη από την επίλυση του Κυπριακού, μια πραγματικότητα που
ενδυναμώθηκε από την ένταξη στην Ευρωζώνη το 2008.
Η επιλογή
όμως του τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν και του εκπροσώπου του Ντε Σότο όχι
να πείσουν, αλλά περίπου να εκβιάσουν τους Ελληνοκυπρίους με ευρωπαϊκές
παρενέργειες, οδήγησε στο ναυάγιο τις προσπάθειες επίλυσης. Ανεξάρτητα
δηλαδή από τις επί μέρους διατάξεις του, το Σχέδιο Ανάν προωθήθηκε με
εκβιαστικές πιέσεις -χωρίς αντίκρισμα όπως απεδείχθη στη συνέχεια- σε
μια χώρα που μόλις είχε ενταχθεί στην Ε.Ε.
Σήμερα τα δεδομένα
είναι διαφορετικά:
Η Κύπρος είναι μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, ενώ η
Τουρκία μπορεί να ελπίζει μόνο σε μια Ειδική Σχέση, την ίδια στιγμή που
έχει ναυαγήσει η προσπάθεια της για περιφερειακό ρόλο. Οι ΗΠΑ θέλουν
ερείσματα σταθερότητας σε μια ζώνη αναταράξεων. Ανοικτό παραμένει το
ερώτημα αν αυτή τη φορά θα συμπέσει η σταθερότητα που επιθυμεί ο διεθνής
παράγων με τη δίκαιη και βιώσιμη λύση στην οποία στοχεύει η
ελληνοκυπριακή πλευρά.
Γεωγραφία και Ιστορία
Στην Κύπρο συγκρούονται τους τελευταίους αιώνες η Ιστορία και η
Γεωγραφία, η ταύτιση της πλειοψηφίας του πληθυσμού με την ελληνική
ταυτότητα, όπως προκύπτει από την ιστορική συνέχεια με γεωγραφικά
δεδομένα, που μέχρι στιγμής δεν επέτρεψαν πλήρη αυτοδιάθεση στην
πλειοψηφία.
Με την Κύπρο να έχει αντέξει το σοκ της λύσης που
επέβαλε το Eurogroup πριν από ένα χρόνο και με την Αγκυρα στην καλύτερη
περίπτωση γείτονα σε θεσμικό πλαίσιο, αλλά όχι πλήρες μέλος, όποια και
αν είναι η λύση που ενδεχομένως θα διαμορφωθεί στην διαπραγμάτευση, ένα
θα είναι το βαρύνων δεδομένο: Οι Τουρκοκύπριοι εντός Ε.Ε. και Ευρωζώνης
αργά ή γρήγορα θα χειραφετηθούν από την κηδεμονία μιας Τουρκίας που θα
ανήκει στη Μέση Ανατολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου