«Αλλοι πέντε νεκροί και ένας ο Αλογογιάννης, έξι. Στο σπίτι γινόταν θρήνος. Ο Προβατάς, ένα από τα παιδιά, ζούσε πλημμυρισμένος στα αίματα. Εδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, πέθανε κι αυτός. Τους έδεσαν με τις κουβέρτες. Εσκαψαν λίγο στο χωράφι, ίσα ίσα για να τους σκεπάσουν. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους. Οι μύτες από τα άρβυλα ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα παιδιά και αρχίσαμε να τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί. Ο πατέρας μου αργότερα φύτεψε στους δύο τάφους από μία αχλαδιά. Το χωράφι ανήκε στον συνεταιρισμό και υπήρχε φόβος, όπως θα οργωνόταν, να βρούνε τα οστά των παιδιών. Ετσι, με τις αχλαδιές λύθηκε το πρόβλημα».
Μόνοι τους πολέμησαν. Η κ. Ερμιόνη δεν ξεχνάει την ταφή των στρατιωτών. Αλλά και το μετά.
Παράλληλα, άρχισε να αναζητά τους συγγενείς των νεκρών αλλά και κάποιον υπεύθυνο από την ελληνική πλευρά, για να στηθεί ένα μνημείο και να μεταφερθούν τα οστά στην Ελλάδα. «Μόνοι τους πολέμησαν. Μόνοι τους και τώρα;».
Το μνημείο στήθηκε, τελικά, από τους νέους της Ομόνοιας. Τα οστά όμως εκεί, στο χωράφι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου