Απρίλης του 1941. Η υποχώρηση είχε αρχίσει. Οι Ιταλοί άρχισαν να χτυπούν από παντού. Ενας ένας οι μαχητές έπεφταν νεκροί. Τι έγινε τότε αλλά και στις δεκαετίες που ακολούθησαν το διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του χωριού Βουλιαράτες, στα «απομνημονεύματα» της κ. Ερμιόνης.
«Αλλοι πέντε νεκροί και ένας ο Αλογογιάννης, έξι. Στο σπίτι γινόταν θρήνος. Ο Προβατάς, ένα από τα παιδιά, ζούσε πλημμυρισμένος στα αίματα. Εδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, πέθανε κι αυτός. Τους έδεσαν με τις κουβέρτες. Εσκαψαν λίγο στο χωράφι, ίσα ίσα για να τους σκεπάσουν. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους. Οι μύτες από τα άρβυλα ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα παιδιά και αρχίσαμε να τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί. Ο πατέρας μου αργότερα φύτεψε στους δύο τάφους από μία αχλαδιά. Το χωράφι ανήκε στον συνεταιρισμό και υπήρχε φόβος, όπως θα οργωνόταν, να βρούνε τα οστά των παιδιών. Ετσι, με τις αχλαδιές λύθηκε το πρόβλημα».
Μόνοι τους πολέμησαν. Η κ. Ερμιόνη δεν ξεχνάει την ταφή των στρατιωτών. Αλλά και το μετά.
«Αλλοι πέντε νεκροί και ένας ο Αλογογιάννης, έξι. Στο σπίτι γινόταν θρήνος. Ο Προβατάς, ένα από τα παιδιά, ζούσε πλημμυρισμένος στα αίματα. Εδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, πέθανε κι αυτός. Τους έδεσαν με τις κουβέρτες. Εσκαψαν λίγο στο χωράφι, ίσα ίσα για να τους σκεπάσουν. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους. Οι μύτες από τα άρβυλα ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα παιδιά και αρχίσαμε να τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί. Ο πατέρας μου αργότερα φύτεψε στους δύο τάφους από μία αχλαδιά. Το χωράφι ανήκε στον συνεταιρισμό και υπήρχε φόβος, όπως θα οργωνόταν, να βρούνε τα οστά των παιδιών. Ετσι, με τις αχλαδιές λύθηκε το πρόβλημα».
Μόνοι τους πολέμησαν. Η κ. Ερμιόνη δεν ξεχνάει την ταφή των στρατιωτών. Αλλά και το μετά.
«Σε κάθε γιορτή η μάνα μου νύχτα, μεσάνυχτα πήγαινε και άναβε ένα κερί. Δεν έπρεπε να μας δει κανείς. Εμείς όμως πηγαίναμε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την 25η Μαρτίου αλλά και την 28η Οκτωβρίου. Ερχονταν οι Αλβανοί και έψαχναν, αλλά εμείς δεν τους είπαμε τίποτε». Με την πτώση του καθεστώτος του Χότζα, η οικογένεια Πρίγκου τοποθέτησε δύο σταυρούς στους τάφους. Αναψε κεριά. Στάθηκε με ευλάβεια.
Παράλληλα, άρχισε να αναζητά τους συγγενείς των νεκρών αλλά και κάποιον υπεύθυνο από την ελληνική πλευρά, για να στηθεί ένα μνημείο και να μεταφερθούν τα οστά στην Ελλάδα. «Μόνοι τους πολέμησαν. Μόνοι τους και τώρα;».
Το μνημείο στήθηκε, τελικά, από τους νέους της Ομόνοιας. Τα οστά όμως εκεί, στο χωράφι.
Παράλληλα, άρχισε να αναζητά τους συγγενείς των νεκρών αλλά και κάποιον υπεύθυνο από την ελληνική πλευρά, για να στηθεί ένα μνημείο και να μεταφερθούν τα οστά στην Ελλάδα. «Μόνοι τους πολέμησαν. Μόνοι τους και τώρα;».
Το μνημείο στήθηκε, τελικά, από τους νέους της Ομόνοιας. Τα οστά όμως εκεί, στο χωράφι.
Η κ. Ερμιόνη, παρά τις απειλές των Αλβανών, παραχώρησε μια γωνιά από το χωράφι της για το μνημείο -»ήταν απαίτηση του πατέρα μου»-, στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα των νεκρών:
Παναγιώτης Αλογογιάννης Καμάρι 1917.
Ανδρέας Προβατάς, Κέρκυρα.
Ματθαίος Λαγός,
Δημήτρης Σέλας, Κοντόσταυλο Κορινθίας,
Νικόλαος Κτημαδάκης, Ηράκλειο Κρήτης, Κέρκης.
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου