Του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Το 2019 το 5% του αμερικανικού πληθυσμού πίστευε την περίπλοκη και εντελώς παλαβή θεωρία συνομωσίας με τ’ όνομα “Q-Anon”, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια σκοτεινή ελίτ σατανιστών που κυβερνούν τον κόσμο, κάνουν sex trafficking παιδιών και ελέγχουν τα μίντια.
To 2020, το ποσοστό ήταν 10%.
Το 2021, 17%. Πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι. Ένα από τα πιο αλλόκοτα και συναρπαστικά φαινόμενα που έχουμε δει στον κόσμο μας την τελευταία δεκαετία, είναι το ότι αυτό που γενικά αποκαλούμε “ακροδεξιό” κομμάτι της κοινωνίας μας δεν κινητοποιείται πια από ακραίες ιδέες, αλλά από μια ολόκληρη εναλλακτική πραγματικότητα, πλήρη, με θεωρίες συνομωσίας και μερική ή απόλυτη άρνηση της επιστημονικής αλήθειας. Σε πολλές κοινωνίες αυτό το κομμάτι έχει γίνει εξαιρετικά μεγάλο και το φαινόμενο δεν επηρεάζει πια μόνο την πολιτική, αλλά ολόκληρη την κοινωνία σε κάθε επίπεδο. Οικογένειες διαλύονται, παιδιά παύουν να συνεννοούνται με τους γονείς τους.
Πώς μιλάς με αυτούς τους ανθρώπους;
Πώς επικοινωνείς με έναν κόσμο που υπάρχει σε μια άλλη, παράλληλη πραγματικότητα;
Ο αμερικανός δημοσιογράφος Ανάντ Γκιρινταραντάς έγραψε πρόσφατα ένα βιβλίο με τ’ όνομα “The Persuaders”, που το αγγίζει και αυτό το θέμα, αλλά το κοιτάζει και ευρύτερα.
Πώς πείθεις τους άλλους σε μια εποχή που όλες και όλοι μετατρέπουμε τις απόψεις και τις γνώμες μας σε απόρθητες ταυτότητες, και ξιφουλκούμε εναντίον οποιουδήποτε μας τις αμφισβητήσει;
Πώς μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει αποτελεσματικά ιδέες και απόψεις;
Πώς μπορείς να αλλάξεις τη γνώμη κάποιου άλλου, χωρίς να πλακωθείτε στο ξύλο;
Αυτό είναι το αντικείμενο του βιβλίου, και για να δώσει απαντήσεις ο συγγραφέας μίλησε με οκτώ ακτιβιστές, πολιτικούς και επιστήμονες που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο κάνουν (ή προσπαθούν να κάνουν) αυτή τη δουλειά: να πείσουν ανθρώπους να αλλάξουν γνώμη για πολιτικοκοινωνικά θέματα.
Μεταξύ άλλων, μίλησε με την ακτιβίστρια που έβγαλε το “Black Lives Matter”, με μια επικοινωνιολόγο ειδικευμένη σε θέματα πολιτικού λόγου, με μια που βοηθάει θύματα αιρέσεων να γλιτώσουν και με τους αμερικανούς Δημοκρατικούς πολιτικούς Μπέρνι Σάντερς και Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτές. Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, αυτό δεν είναι ένα ιδεολογικά ουδέτερο βιβλίο. Και δεν θα μπορούσε να είναι και εντελώς ουδέτερο, εδώ που τα λέμε. Κανένας στο απέναντι στρατόπεδο δεν γράφει βιβλία για το “πώς θα αλλάξουμε γνώμη στους woke liberals μέσω του διαλόγου, της αλληλοκατανόησης και της αγάπης”. Πράγματι, το βιβλίο αποτυπώνει κυρίως τις προκλήσεις των προοδευτικών δυνάμεων μιας κοινωνίας να περάσουν τα μηνύματά τους σε ένα ολοένα και εντονότερο κλίμα πόλωσης. Κάποια τμήματα του βιβλίου, μάλιστα, ασχολούνται περισσότερο με τα εσωτερικά προβλήματα του χώρου, όπως για παράδειγμα το ότι τα αριστερά ακτιβιστικά γκρουπ στις ΗΠΑ τείνουν να περισσότερο να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος είναι αρκετά αριστερός, παρά να προσπαθούν να φτιάξουν ευρύτερες συμμαχίες για να πετύχουν στόχους (“οι προοδευτικοί συνά προσπαθούν να διαμορφώσουν ενιαία μέτωπα αγώνα, ενώ θα έπρεπε να προσπαθούν να διαμορφώσουν μαζικά μέτωπα αγώνα”, όπως γράφει η Αλίσια Γκάρζα, αυτή του “Black Lives Matter”), ή το ότι το Δημοκρατικό κόμμα χρησιμοποιεί πάρα πολύ στα πολιτικά του μηνύματα εικόνες που προκαλούν φόβο (όλα πάνε κατά διαόλου, ο κόσμος καταστρέφεται), μια τραγική επιλογή, καθώς ο φόβος είναι το κατεξοχήν συναίσθημα που σπρώχνει ανθρώπους σε πιο συντηρητικές επιλογές. Από αυτά μπορούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα και για δομές και ομάδες συμφερόντων που δεν είναι αριστεροί ακτιβιστές, αλλά το σημαντικότερο και πιο χρήσιμο κομμάτι του βιβλίου δεν είναι ούτε τα προβλήματα εσωστρέφειας κάποιων ακτιβιστών, ούτε το πρόβλημα εικόνας του Δημοκρατικού κόμματος, ούτε τα βιογραφικά σημειώματα για τον Σάντερς και την Κορτές (αν και κυρίως το δεύτερο έχει ενδιαφέρον ούτως ή άλλως).
Το πιο ενδιαφέρον είναι το κομμάτι που ασχολείται με το πώς μιλάμε με τους ψεκασμένους. Κι εκεί οι άνθρωποι που το παλεύουν στο πεδίο είχαν ενδιαφέροντα πράγματα να πουν στον Γκιρινταραντάς, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι πρόκειται για μάχη πολύ δύσκολη.
“Δεν μπορείς να αλλάξεις τους άλλους ανθρώπους”, λέει στο βιβλίο η ακτιβίστρια Λορέτα Ρος. “Δεν μπορείς να αλλάξεις ούτε καν τον άνθρωπο που παντρεύτηκες. Μπορείς όμως να τους βοηθήσεις. Να τους εκθέσεις σε διαφορετικές πληροφορίες και να τους βοηθήσεις να μάθουν. Αν το κάνεις με αγάπη”. Που ακούγεται ωραίο, αλλά, πώς να το πω, κάπως ασαφές. Η Νταϊάν Μπένσκοτερ, που ήταν παλιά θύμα θρησκευτικής αίρεσης, και πλέον βοηθά άλλους να σωθούν από τέτοιου τύπου ψυχολογική χειραγώγηση, το πάει παρακάτω. Οι άνθρωποι, λέει, έχουν μια έντονη κοινή ανάγκη: να μην νιώθουν κορόιδα. Η ίδια είχε διαπιστώσει ότι η μόνη μέθοδος που επέτρεπε σε θύματα αιρέσεων να συνειδητοποιήσουν τι τους συμβαίνει, ήταν όταν τους γινόταν σαφές ότι κάποιος προσπαθεί να τους εκμεταλλευτεί. Η ενημέρωση που κρίνει χρήσιμη σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι η διδακτική επισήμανση του πόσο λάθος είναι αυτά που πιστεύουν, αλλά η παρουσίαση της ψυχολογικής εκμετάλλευσης ως κάτι που συμβαίνει. Έναν άνθρωπο που πιστεύει τις παλαβομάρες των Q-Anon και του Τραμπ, ο οποίος πλέον σκέφτεται και συμπεριφέρεται πανομοιότυπα με το θύμα θρησκευτικής αίρεσης, δεν τον πείθεις δείχνοντάς του αποδείξεις για το ότι όλα αυτά που πιστεύει είναι μπούρδες, αλλά δείχνοντάς του τις ιστορίες άλλων ανθρώπων που έχουν εξαπατηθεί από ψεύτικες ιστορίες. Μόνο έτσι, λέει, μπορεί να μπει ο σπόρος της αμφιβολίας μέσα τους.
Ο Αυστραλός επιστήμονας Τζον Κουκ, που μελετάει το πρόβλημα της παραπληροφόρησης, έχει φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα από άλλη οδό. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την παραπληροφόρηση με καλύτερη πληροφόρηση, λέει κι αυτός. Την αντιμετωπίζεις δείχνοντας (ή υποδεικνύοντας) στο θύμα ότι τον κοροϊδεύουν. Κι αυτό δεν είναι απλό πράγμα. Το να δείχνεις σε κάποιον ότι είναι βλάκας, σημαίνει ότι του δείχνεις μια εκδοχή του εαυτού του που δεν αναγνωρίζει. Κανείς δεν πιστεύει ότι είναι ηλίθιος και κανείς δεν θέλει να του το λένε. Η προσέγγιση, επομένως, πρέπει να είναι άλλη:
Να τους προσεγγίσεις ως κριτικά, λογικά σκεπτόμενα όντα, τα οποία δικαιούνται να μάθουν ότι παραπλανήθηκαν. Να μην βάλεις απέναντι από το κομμάτι του εαυτού τους που παραπλανήθηκε την δική σου, πραγματική αλήθεια, αλλά το άλλο κομμάτι του εαυτού τους: αυτό που δεν θέλει να το πιάνουν κορόϊδο.
Όλα αυτά, βεβαίως, είναι δύσκολα πράγματα. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο Γκιρινταραντάς παρακολουθεί τη δουλειά μιας ΜΚΟ που διοργανώνει καμπάνιες ενημέρωσης πόρτα-πόρτα, ανοίγοντας κουβέντα με τυχαίους ψηφοφόρους και προσπαθώντας να αλλάξουν τη γνώμη τους για θέματα που τίθενται προς ψήφιση στην πολιτεία της Αριζόνας. Στην πραγματικότητα, τα μέλη αυτής της οργάνωσης, λέει, δεν προσπαθούν να πείσουν κανέναν για τίποτε. Έχουν συνειδητοποιήσει, όμως, ότι πολλές απόψεις που έχουν πολλοί άνθρωποι, ακόμα και απόψεις που υποστηρίζουν έντονα, είναι επιφανειακές. Δεν τις έχουν σκεφτεί πάρα πολύ. Και αν πας και πιάσεις μια κουβέντα με έναν τέτοιον άνθρωπο, με υπομονή, χωρίς κριτική διάθεση και χωρίς να προσπαθείς να τον πείσεις για τίποτε, μπορεί να τον βοηθήσεις να εντοπίσει τις αντιφάσεις που παρουσιάζει η άποψή του με τις συνθήκες και τις εμπειρίες της ίδιας του της ζωής.
Τα παραδείγματα που περιέχονται στο βιβλίο περιγράφουν συναντήσεις με ανθρώπους που είχαν πολύ αρνητική, “ψεκασμένη” άποψη για την παράνομη μετανάστευση, για παράδειγμα, οι οποίοι όμως μέσα από την κουβέντα συνειδητοποιούσαν ότι όντως γνωρίζουν μετανάστες που βρίσκονται παράνομα στη χώρα, ότι όντως εκείνοι περνάνε δύσκολα, μολονότι είναι σκληρά εργαζόμενοι οικογενειάρχες, και ότι ο τρόπος με τον οποίο τους φέρεται το κράτος είναι απάνθρωπος. Και η γνώμη τους άλλαζε. Αυτό μοιάζει μαγικό, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Η μέθοδος, που λέγεται “deep canvassing”, συνίσταται σε 15λεπτες συζητήσεις δομημένης μορφής. Είναι δύσκολη μέθοδος. Χρειάζεται υπομονή, ικανότητα να βάλεις τον άλλο να μιλήσει για τη ζωή του, ικανότητα να ακούς. Να μην κρίνεις και να μην χαρακτηρίζεις τον άλλο, ό,τι κι αν ακούσεις. Χρειάζεται σεβασμό στην προσωπικότητα του ανθρώπου που πιστεύει τα αντίθετα από εσένα, αναγνώριση της αξίας του ως άτομο, αναγνώριση ότι η στάση του και η γνώμη του έχει αιτίες και αξία, όσο παλαβή κι αλλοπρόσαλλη κι αν είναι. Δηλαδή η ακριβώς αντίθετη προσέγγιση από αυτήν που χρησιμοποιούμε όταν συζητάμε σε οποιοδήποτε δημόσιο φόρουμ σήμερα -και στα περισσότερα ιδιωτικά, εδώ που τα λέμε. Αλλά από ό,τι αποδεικνύεται, μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Μικρό, δύσκολα, αργά, αλλά κάτι υπολογίσιμο, έστω. Σε μια έρευνα που έγινε στη Μινεσότα το 2012, όπου είχαν κάνει πάνω από 200.000 συνεντεύξεις με deep canvassing, είχαν καταφέρει να αλλάξουν τη γνώμη στο 10% των συμμετεχόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου