Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Μας τρομάζει η διαπίστωση, έστω ως πιθανότητα ή σαν χαλκευμένη φήμη, ότι ο τελικός παγκόσμιος πόλεμος έχει ήδη αρχίσει – άρχισε με την ένοπλη σύγκρουση Ρωσίας και ΝΑΤΟ, στην Ουκρανία.
«Τελικός» παγκόσμιος πόλεμος σημαίνει τελευταίος, δηλαδή με εξασθενημένους έως ανύπαρκτους τους τρόπους μαζικής εξόντωσης του αντιπάλου. Θα επιστρέψουν οι άνθρωποι αναγκαστικά σε πόλεμο με τις πέτρες, σιδερένια σπαθιά, ξύλινα ακόντια, ο θυμός να εκτονώνεται με τον ξυλοδαρμό, το τυφλό πείσμα, τους μυκηθμούς ή τις ιαχές.
Με τις σημερινές μορφές που έχει πάρει ο πόλεμος, δεν μοιάζει πια να ενδιαφέρει τους ανθρώπους. Τους πολλούς ενδιαφέρει μόνο το θέαμα και το ακρόαμα, όποιο κι αν είναι – στη γειτονιά ή στην άλλη άκρη της γης. Τα ραδιοτηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων αφορούν στον πολίτη μόνο για την ψευδαίσθηση μετοχής του στη φυτική ύπαρξη του εγωκεντρισμού του, τίποτε άλλο. Ο πιο πνιγερός για τον άνθρωπο βασανισμός είναι να υφίσταται καθημερινά, σαν δική του ζωή, τα όσα ευτελή και πανάθλια του σερβίρουν τα εμπορικά κανάλια της διεθνούς «πληροφόρησης».
Θα τολμούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο μέγιστος βασανισμός με τον οποίο τιμωρείται ο σημερινός άνθρωπος είναι η μοναξιά, η ακοινώνητη ύπαρξη, η χαμένη τελεσίδικα κοινωνία των σχέσεων. Κατά κανόνα, δεν συνειδητοποιούμε αυτή τη στέρηση, ο «πολιτισμός» της νεωτερικότητας οφείλει τη μακροημέρευσή του στην ικανότητά του να παράγει υποκατάστατα των σχέσεων κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης. Ζούμε με υποκατάστατα της αληθινής ζωής: «φιλίες» χωρίς φίλους, στην καλύτερη περίπτωση, ανεκτούς συντρόφους, στη σπουδή, στη δουλειά, κάποια κοινά ενδιαφέροντα, κοινές επιθυμίες.
Η παρακμή του πολιτικού λόγου είναι περισσότερο από φανερή. Ολοι βλέπουμε (έχουμε αισθητή τηλεοπτική εμπειρία) ότι ο πολιτικός λόγος διολισθαίνει, πολύ συχνά, σε προσβλητική και της μέσης νοημοσύνης κενολογία, ατεκμηρίωτη υποσχεσιολογία, παιδαριώδεις κομπασμούς. Οι πολιτικές «θέσεις» και τα κομματικά «προγράμματα» είναι δήθεν θέσεις και δήθεν προγράμματα, μια τεχνική μεθόδευσης εντυπώσεων.
Επομένως, αν υπάρξει καινούργια πολιτική πρόταση, θα έχει έναν κυρίως τρόπο για να αποδείξει ότι είναι καινούργια: να εκφραστεί με γλώσσα διαφορετική, γλώσσα ελευθερωμένη από συνειρμούς ψευδο-θέσεων και ψευδοπρογραμμάτων. Το ακόμα ευκολότερο, ο κομιστής της «καινούργιας» πρότασης να μην παίρνει θέση σε κανένα ζήτημα, η πολιτική του πρόταση να είναι μόνο η «φωτογένεια» και οι χειρονομίες.
Σήμερα, οι απολύτως αναγκαίες για τη χώρα πολιτικές πρωτοβουλίες (εξυγίανσης και πραγματικού εκσυγχρονισμού) είναι αδύνατο να εξαγγελθούν, χωρίς η εξαγγελία τους να συνιστά πολιτική αυτοκτονία του εξαγγέλλοντος.
Ποιος πολιτικός θα τολμούσε, έστω υπαινικτικά, να εξαγγείλει απόπειρα απελευθέρωσης της πολιτικής (αλλά και της κοινωνίας και του κράτους) από τη δυναστευτική ισχύ του συνδικαλισμού; Δεν θα έπαιρνε ούτε τις ψήφους των στενών συγγενών του.
Το ίδιο κι αν διενοείτο να επαγγελθεί θεσμούς αξιοκρατικού ελέγχου της δημοσιοϋπαλληλίας, πάταξης του χρηματισμού των κηφήνων.
Θεμελιώδης όρος της δημοκρατίας είναι η χρήση της γλώσσας – στον στίβο της γλώσσας κρίνεται το άθλημα της πολιτικής. Το καινούργιο στην πολιτική θα σαρκωθεί σε καινούργια γλώσσα, για να συστήσει καινούργια πράξη. Αν η γλώσσα αποκρύβει την πρόθεση της πράξης, το αποτέλεσμα είναι φασισμός, έστω κι αν η πράξη μοιάζει έξοχη και ευεργετική.
Σίγουρα, η γλώσσα δεν είναι απρόσωπο «μίλημα», είναι πάντοτε έκφραση και φανέρωση της μοναδικότητας ενός προσώπου – της όλης προσωπικότητας του πολιτικού: Θα τον κρίνουμε κενολόγο ή κρυπτολόγο από τη γλώσσα του, θα τον εμπιστευθούμε ή θα τον απορρίψουμε, όχι μόνο από τα νοήματα, αλλά και από το ήθος της γλώσσας του.
Το καθεστώς καταδυνάστευσης της κοινωνίας από τα κόμματα, από τον συνδικαλισμό, την αναξιοκρατία, τη φαυλότητα δεν ανατρέπεται με τη φυγή στην αοριστολογία ή στην αποσιώπηση.
Θα ανατραπεί με...
την τόλμη προσωπικού λόγου, που διακινδυνεύει, επειδή αγαπάει.
Αυτό είναι, ίσως, το «καινούργιο», που απεγνωσμένα ζητάμε στην πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου