Όταν αναφερόμαστε στο Σαχέλ, αναφερόμαστε σε μια ολόκληρη ζώνη στην αφρικανική ήπειρο που βρίσκεται νοτιότερα της Ερήμου Σαχάρας και απλώνεται ανάμεσα στον Ατλαντικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα. Έχει έκταση πάνω από 3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Γεωπολιτικά το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε 5 χώρες, τη Μπουρκίνα Φάσο, το Τσαντ, το Μάλι , τη Μαυριτανία και τον Νίγηρα, που αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις, τόσο αυτές που αφορούν την κλιματική αλλαγή και τα δημογραφικά ζητήματα, όσο και ζητήματα οργανωμένου εγκλήματος και ενόπλων κινημάτων.
Στην περιοχή αυτή δραστηριοποιούνται τα τελευταία χρόνια ένα σύνολο ένοπλων οργανώσεων, ισλαμικού προσανατολισμού. Παρότι υπάρχουν σαφή στοιχεία επιρροής από τα ισλαμικά ένοπλα ρεύματα που διεκδίκησαν να εκπροσωπήσουν την διεθνή «τζιχάντ», όπως την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, κάτι που φαίνεται και στις ονομασίες των οργανώσεων (π.χ. Ισλαμικό Κράτος στην Ευρύτερη Σαχάρα), εντούτοις σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξή τους τροφοδοτήθηκε από τοπικά προβλήματα και συγκρούσεις, δεσμούς ανάμεσα σε φυλές, όπως και τα ενδημικά προβλήματα λειτουργίας των τοπικών κρατών, που ούτως ή άλλως είχαν εξαρχής στη διαδρομή τους να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας, τα προβλήματα διαφθοράς, αλλά και την αδυναμία να διαμορφώσουν τις ανάλογες υποδομές.
Παρότι έχουν υιοθετήσει πρακτικές όπως οι επιθέσεις αυτοκτονίας και συχνά είναι ιδιαίτερα βίαια, εντούτοις σε αντίθεση με ένοπλες οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος δεν έχουν επιλέξει στόχους εκτός των χωρών ή των περιοχών όπου δραστηριοποιούνται, ούτε έχουν στοχοποιήσει ανοιχτά τη Δύση.
Παράλληλα, η δράση τους στην περιοχή ενισχύθηκε είτε από προηγούμενες ενεργές αντιπαραθέσεις, όπως είναι η δράση ισλαμιστικών οργανώσεων στην Αλγερία, αλλά και από τον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη που εκτός των άλλων έκανε και εύκολη την πρόσβαση σε οπλισμό.
Το Μάλι είναι μια χώρα που είχε την όχι και τόσο ευχάριστη εμπειρία της γαλλικής αποικιοκρατίας πριν ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Είχε μια σχετικά ταραγμένη πολιτική ιστορία μέχρι τη σχετική αποκατάσταση δημοκρατικών λειτουργιών το 1991, παρότι τα τελευταία χρόνια ξαναμπήκε σε μια φάση αστάθειας με αποκορύφωμα τα πραξικοπήματα το 2012, το 2020 και το 2021.
Το Μάλι από την αρχή είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τις ένοπλες εξεγέρσεις των νομάδων Τουαρέγκ, που υποστήριζαν ότι αντιμετώπιζαν τόσο στο Μάλι όσο και στον Νίγηρα περιθωριοποίηση και φτωχοποίηση. Στο Μάλι υπήρχε ένα ένοπλο κίνημα Τουαρέγκ που διεκδικούσε ανεξαρτησία. Οι εξελίξεις στη Λιβύη και ο εμφύλιος πόλεμος σήμαινε και ευκολότερη πρόσβαση σε οπλισμό. Παράλληλα προς τη βασική οργάνωση, το Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Αζαγουάντ (MNLA), εμφανίστηκαν και ισλαμικές οργανώσεις, με συμμετοχή κυρίως Τουαρέγκ και που σκοπό δεν είχαν την εδαφική απελευθέρωση αλλά τη διαμόρφωση ισλαμικού καθεστώτος, με σχέση και με οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ. Η κλιμάκωση αυτών των μορφών ένοπλης δράσης, με το MNLA να αποκτά τον έλεγχο σημαντικών περιοχών, ιδίως μέσα στην αβεβαιότητα που δημιούργησε το πραξικόπημα της 21ης Μαρτίου 2012 (που τελικά θα οδηγήσει σε μια πολιτική λύση), διαμόρφωσε και το έδαφος για τη Γαλλική παρέμβαση.
Διάφοροι λόγοι συνετέλεσαν στην επιλογή της Γαλλίας να στείλει στρατεύματα σε μια σύγκρουση που είχε αρκετά τοπικό χαρακτήρα.
Ο πολιτικός που κατεξοχήν συνέβαλε στο να ξεκινήσει η γαλλική στρατιωτική επέμβαση στο Μάλι και συνολικά στο Σαχέλ ήταν...
ο τότε υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης του Φρανσουά Ολάντ, Ζαν-Υβ Λε Ντριάν. Ο Λε Ντριάν, που είχε δώσει μάχη για να πάρει το υπουργείο σημαντικές αρμοδιότητες που είχε είτε η στρατιωτική ηγεσία είτε η Προεδρία της Δημοκρατίας, θεώρησε ότι αυτή ήταν μια ευκαιρία ώστε η Γαλλία να δείξει ότι αποτελεί μια σημαντική δύναμη ικανή να διαχειριστεί διεθνείς κρίσεις και να συμβάλει αποτελεσματικά στη σταθερότητας μιας περιοχής.
Μια τέτοια στάση συντονιζόταν με μια πάγια επιδίωξη της γαλλικής πολιτικής, που να είναι να διατηρήσει η Γαλλία ένα καθεστώς «μεγάλης δύναμης».
Για να το πετύχει αυτό ο Λε Ντριάν, που συνεργάστηκε μάλιστα και με τον επικοινωνιολόγο Σασά Μαντέλ, καταρχάς παρουσίασε τη σύγκρουση στο Μάλι όχι ως μια τοπική σύγκρουση που απαιτούσε ειρηνευτική παρέμβαση και προσπάθεια για συμφιλίωση, αλλά ως ένα ζήτημα τρομοκρατίας που έπρεπε να ενταχθεί στον παγκόσμιο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι συστηματικά χρησιμοποιήθηκε η αναφορά σε τζιχαντιστικές ομάδες, παρότι αυτό δεν περιγράφει επακριβώς τα ένοπλα κινήματα στο βόρειο Μάλι.
Ουσιαστικά, αντί για μια τοπική κρίση παρουσιάστηκε η όλη κατάσταση ως μια εστία ανάφλεξης που μπορούσε να δημιουργήσει φαινόμενα ανάλογα με αυτά της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία, δηλαδή να διαμορφωθεί στην Αφρική ένα νέο Αφγανιστάν που θα λειτουργούσε ως ορμητήριο για επιθέσεις ενάντια στη Δύση.
Η κατεύθυνση αυτή είχε την στήριξη του Ολάντ, που θεωρούσε ότι αυτό μπορούσε να δώσει κύρος στη Γαλλία και βρήκε και μια απήχηση σε κυβερνήσεις της περιοχής που θεωρούσαν ότι η Γαλλία μπορούσε να ρίξει το ένοπλο βάρος και να αντιμετωπίσει τις διάφορες ένοπλες ομάδες.
Παράλληλα, η πολιτική αυτή είχε και τη στήριξη της γαλλικής αμυντικής βιομηχανίας, που θεωρούσε ότι μπορούσε η επέμβαση να αποτελέσει και πεδίο απόδειξης της αξιοπιστίας των γαλλικών οπλικών συστημάτων.
Είχε επίσης και τη στήριξη των γαλλικών ένοπλων δυνάμεων, που άλλωστε μπορούσαν και πιο εύκολα να στρατολογούν προσωπικό που μπορεί να δελεαζόταν από την επιπλέον αποζημίωση που δίνεται σε όσους υπηρετούν εκτός γαλλικών συνόρων.
Και παρότι οι ίδιες οι περιοχές στο Μάλι που αποτέλεσαν το αρχικό επίδικο δεν έχουν άμεσο γαλλικό οικονομικό ενδιαφέρον, η ευρύτερη περιοχή του Σάχελ έχει σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον για τη Γαλλία. Για παράδειγμα σημαντικό μέρος του ουρανίου που χρησιμοποιεί η εκτεταμένη γαλλική πυρηνική βιομηχανία ενέργειας προέρχεται από τον Νίγηρα.
Αυτό οδήγησε στις δυο διαδοχικές γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, τη «Σαμπρ» και την «Μπαρχάν» που συνεχίζεται ακόμη και η οποία αφορά τη στρατιωτική υποστήριξη και στις 5 χώρες του Σαχέλ που συμμετέχουν στη συνεργασία G5 (Μαυριτανία, Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο, Νίγηρας, Τσαντ).
Οι επιχειρήσεις αυτές, έφτασαν να εμπλέκουν ακόμη και 5100 ένστολους Γάλλους, 6 μη επανδρωμένα αεροσκάφη, 7 καταδιωκτικά αεροσκάφη, 20 ελικόπτερα, 5-8 τακτικά και στρατηγικά μεταγωγικά αεροσκάφη, 280 βαριά θωρακισμένα οχήματα προσωπικού, 220 ελαφρά θωρακισμένα οχήματα προσωπικού, και 400 φορτηγά.
Παράλληλα, υπήρχε και ειδική αποστολή του ΟΗΕ και ειρηνευτική δύναμη («κυανόκρανοι») αν και ο συνδυασμός ανάμεσα σε ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ και αντιτρομοκρατική διεθνή ένοπλη δράση δεν ήταν πάντα ο καλύτερος.
Στη γαλλική στρατιωτική επέμβαση στην περιοχή έχει ασκηθεί κριτική για τον τρόπο που υποτιμά την ανάγκη διαπραγματεύσεων. Ουσιαστικά, η Γαλλία προβάλλει ιδιαίτερα τη θέση «δεν διαπραγματευόμαστε με τρομοκράτες».
Όμως, αρκετοί υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο υποτιμάται η τοπική διάσταση του ζητήματος, τα υπαρκτά προβλήματα που δημιουργεί η ανεπάρκεια των κρατικών δομών και υποδομών στην περιοχή, τα ανεπίλυτα ζητήματα συνοχής αυτών των κοινωνιών και τα προβλήματα ως προς τη διαμόρφωση αποτελεσματικών πολιτικών μορφών. Με αυτόν τον τρόπο τελικά υποτιμάται και η αξία των διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν να δρομολογηθούν και να οδηγήσουν σε μια διαδικασία ειρήνευσης.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις διαπραγματεύσεις και στην προσπάθεια ειρηνευτικών συμφωνιών σε κάθε χώρα, στη βάση και διαλόγων που έχουν ήδη γίνει και στο ίδιο το Μάλι και στη Μπουρκίνα Φάσο και στον Νίγηρα. Μάλιστα στο βαθμό που οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις, έχει υποστηριχτεί ότι πρέπει να δοκιμαστούν ξανά πρακτικές διαλόγου σε διάφορα επίπεδα, με αφετηρία μια πιο βαθιά κατανόηση των λόγων που οδηγούν στις πρακτικές βίας, πέραν της γενικευτικής κατάταξής τους ως «τρομοκρατικών». Μάλιστα έχει ασκηθεί κριτική στη Γαλλία ότι ειδικά στο Μάλι (που είχε δύο διαδοχικά πραξικοπήματα το 2020 και το 2021) έχει ουσιαστικά αποτελέσει εμπόδιο στην προσπάθεια για πιο αποφασιστικό διάλογο.
Παρότι η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι χάρη στην αποστολή γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων δεν έπεσε στα χέρια των ανταρτών σημαντικό μέρος του Μάλι, εντούτοις πρόσφατα ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν παραδέχτηκε ότι η γαλλική παρουσία δεν μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον.
«Η διαρκής παρουσία στο πλαίσιο των εξωτερικών επιχειρήσεων της Γαλλίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επιστροφή του κράτους, την πολιτική σταθερότητα και την επιλογή των κυρίαρχων κρατών. Δεν μπορούμε να προσφέρουμε ασφάλεια στις περιοχές που ξαναπέφτουν στην ανομία επειδή τα κράτη αποφασίζουν να μην αναλάβουν τις ευθύνες τους. Είναι αδύνατο ή είναι μια εργασία χωρίς τέλος», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Εμανουέλ Μακρόν τον περασμένο Ιούνιο.
Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο η επιχείρηση Μπαρχάν ως εξωτερική στρατιωτική επέμβαση θα τερματιστεί για να δώσει τη θέση της «σε μια επιχείρηση στήριξης, υποστήριξης και συνεργασίας με τους στρατούς της περιοχής που το επιθυμούν», ενώ θα τεθεί σε λειτουργία «μια στρατιωτική επιχείρηση και μια διεθνή συμμαχία που θα συνασπίζει τα κράτη της περιοχής και όλους τους εταίρους μας με αυστηρή επικέντρωση στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας».
Σε αυτό το πλαίσιο η Γαλλία επιθυμεί να μειώσει τον αριθμό των στρατιωτών που έχει στο Σαχέλ κατά τουλάχιστον 2000. Άλλωστε, ήδη έχει σχηματιστεί η ειδική δύναμη Τακούμπα, στην οποία συμμετέχουν στελέχη των Ειδικών Δυνάμεων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες πέραν της Γαλλίας και όπου έχει ανακοινωθεί ότι θα συμμετέχει και η Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου