Τι ωραία που ήταν στις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970. Τότε που, τα καλοκαίρια, τρέχαμε ξυπόλητοι στον δρόμο, κάναμε μπάνιο με το λάστιχο, παγώναμε τις μπίρες στην παγωνιέρα και στο νησί υπήρχε μόνο μία, άντε δύο ταβέρνες και παραδοσιακά καφενεδάκια. Τα μαγαζιά που σήμερα είναι μπαρ και μπουτίκ στέγαζαν τσαγκαράδικα και σιδεράδικα. Κι εκεί που χτίστηκαν μεγάλα ξενοδοχεία, «παίζανε γυμνά, παιδιά με μαύρα μάτια, αγάλματα πικρά». Τι ωραία που ήταν όταν δεν είχε γίνει το λιμάνι και βγαίναμε από το πλοίο με τις λάντζες. Και που δεν μας έκοβαν τη θέα τα γιοτ και τα κρουαζιερόπλοια.
Τα ακούμε συχνά αυτά. Και, ίσως, τα έχουμε πει κι εμείς.
Τι άτιμο πράγμα όμως αυτή νοσταλγία. Και πόσο σνομπισμό κεφαλαιοποιεί τελικά. Με την έννοια του sine nobilitate – που σημαίνει «χωρίς ευγένεια» – και από την οποία προέρχεται η λέξη σνομπ.
Η ωραιοποίηση της φτώχειας
Ναι, θαύμα ήταν στη Μύκονο – και σε κάθε Μύκονο και Σαντορίνη – τότε που τα παιδιά έπαιζαν ξυπόλητα στα σοκάκια της. Για εμάς τους παραθεριστές όμως που αφήνουμε στο φλου αρτιστίκ την αλήθεια ότι τα παιδιά έπαιζαν ξυπόλητα επειδή δεν είχαν παπούτσια. Που θέλουμε να ξεχνάμε ότι τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα μπαρ και οι μπουτίκ δημιούργησαν χιλιάδες θέσεις εργασίας και όχι μόνο για Μυκονιάτες. Οτι η κατασκευή του λιμανιού, τα κρουαζιερόπλοια, τα γιοτ όχι μόνο τροφοδοτούν την εθνική οικονομία – μέσω εξαρτώμενων επιχειρήσεων – αλλά κινούν και την τοπική οικονομία ενός νησιού που, πριν από κάμποσες δεκαετίες, οι κάτοικοί του τηγάνιζαν τα ψίχουλα της μόστρας (το μυκονιάτικο παξιμάδι) με ντομάτα και κρεμμυδάκι ώστε να μοιάζει με κιμά και τα έριχναν πάνω από τα μακαρόνια για να ξεγελάν την πείνα τους.
Ναι, δεν υπάρχει ίχνος ευγένειας στο να νοσταλγείς μια παραλία για πάρτη σου όταν η οργάνωση αυτής της παραλίας μπορεί να εξασφαλίσει τον κιμά σε κάποια σπίτια.
«Είναι η οικονομία, ανόητε» που θα έλεγε και ο Τζέιμς Κάρβιλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου