Η εξωτερική και η στρατιωτική πολιτική πρέπει να αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις.
Επί ψυχρού πολέμου ήταν λογικό η Ουάσιγκτον να προχωρήσει στην ίδρυση του ΝΑΤΟ και να εντάξει την Τουρκία ως μέλος του. Σήμερα όμως, ένα ΝΑΤΟ με κυρίαρχο μέλος τις ΗΠΑ δεν έχει πολύ νόημα, και η συμμετοχή της Τουρκίας σε αυτό δεν έχει καθόλου νόημα.
Το να ενταχθεί η Τουρκία στο ΝΑΤΟ, μια χώρα για την οποία ουδείς έτρεφε αυταπάτες πως ήταν μια δυτικού τύπου φιλελεύθερη δημοκρατία, ήταν από την αρχή μια υπερβολή. Αυτό λοιπόν το κράτος έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια ότι είναι πολιτικά ασταθές, με κατά καιρούς στρατιωτικές εμπλοκές στα της διακυβέρνησης...
Το 1974 η Τουρκία εισέβαλλε στη Κύπρο και έφτασε σχεδόν σε πόλεμο με την Ελλάδα. Στη συνέχεια, μια σειρά από αδύναμες κυβερνήσεις δεν είχαν καμιά δυνατότητα ή πρόθεση να λύσουν τα σοβαρά προβλήματα.
Ευτυχώς που ποτέ δεν προέκυψε σύρραξη με την ΕΣΣΔ, και μετά την κατάρρευσή της οι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ εργάστηκαν «υπερωριακά» προκειμένου να βρεθούν νέα «καθήκοντα» για τη Συμμαχία, καταλήγοντας σε επιχειρήσεις εκτός Ευρώπης, άσχετες με την άμυνά της. Η Τουρκία έπαιξε μικρό ρόλο σε αυτά τα νέα καθήκοντα, αν και έστειλε μια μικρή μη μάχιμη μονάδα στο Αφγανιστάν.
Όσον αφορά στις δράσεις των ΗΠΑ η Άγκυρα δεν έδειξε καλή συμμαχική διάθεση. Έδειξε όμως ορθή γεωπολιτική κρίση, μην επιτρέποντας το 2003 στην Αμερική να ανοίξει ένα βόρειο μέτωπο κατά του Ιράκ από τα δικά της εδάφη.
Αυτή η άρνηση προκάλεσε ένα χάσμα με το Πεντάγωνο, που έως τότε ήταν ο μεγαλύτερος συνήγορος της Τουρκίας στις ΗΠΑ, ενώ αργότερα η Άγκυρα έπαιξε έναν αρνητικό ρόλο στον εμφύλιο της Συρίας.
Στις αρχές του πολέμου, η κυβέρνηση Ερντογάν επέτρεπε την είσοδο στο έδαφός της σε μαχητές του Ισλαμικού Κράτους. Τότε κυριάρχησε και το λαθρεμπόριο, με τον Τούρκο υπουργό Πετρελαίου, και γαμπρό του Ερντογάν, να κατηγορείται για κερδοσκοπία μέσω λαθρεμπορίας.
Το 2018 η Τουρκία εξαπέλυσε επίθεση εναντίον Κούρδων της Συρίας που είχαν συνεργαστεί με τις ΗΠΑ εναντίον του ISIS. Ο Ερντογάν απαίτησε την δημιουργία ζώνης ασφαλείας, απειλώντας την Αμερική ακόμη και με ένοπλη σύγκρουση.
Παράλληλα στράφηκε εναντίον του Ισραήλ, κάτι που του κόστισε όσον αφορά στην στήριξη που είχε από φίλους αυτής της χώρας στις ΗΠΑ.
Σε όλη τη διάρκεια η Άγκυρα συνέχισε τις αψιμαχίες της με την Ελλάδα, αρνούμενη να αναγνωρίσει τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο πάνω από τα νησιά του Αιγαίου, και προβάλλοντας συνεχή προσκόμματα στην επίλυση του κυπριακού ζητήματος.
Η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στα εθνικά ύδατα της Κύπρου οδήγησε σε περαιτέρω διαμάχες μεταξύ Άγκυρας και Λευκωσίας, που προκάλεσαν την αντίδραση της ΕΕ.
Ο Ερντογάν συνηθίζει να εκμεταλλεύεται πολιτικά τον διαδεδομένο αντιαμερικανισμό στη Τουρκία, κατηγορώντας την Αμερική για συμμετοχή στο αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του το 2016.
Χωρίς κανένα στοιχείο, κατηγόρησε τον υπερήλικα Ιμάμη Fethullah Gulen, ο οποίος επί δεκαετίες ζει στην Αμερική, και στη συνέχεια άσκησε κριτική στη Ουάσιγκτον επειδή δεν τον εξέδωσε στην Άγκυρα προκειμένου να δικαστεί, χωρίς όμως πάλι να παρουσιάσει κάποια στοιχεία. Η τουρκική κυβέρνηση συνέλαβε και μερικούς Αμερικανούς πολίτες, όπως τον πάστορα Andrew Brunson, προφανώς για να τους χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικά ατού.
Η χειραγώγηση της δικαιοσύνης είναι ένα μόνο στοιχείο της κατάβασης της Τουρκίας στον απολυταρχισμό. Η χώρα είχε ήδη καταστεί «ανελεύθερη» με κάθε αντίδραση ή κριτική απέναντι στον πρόεδρο και το κυβερνών κόμμα να κοστίζει ακριβά με απόλυση, καθαίρεση, ή ακόμη και φυλάκιση. Το αποτυχημένο πραξικόπημα, το οποίο κάποιοι αναλυτές αποδίδουν στον ίδιο τον Ερντογάν, πρόσφερε την τέλεια δικαιολογία για μαζικές διώξεις. Η Freedom House σήμερα χαρακτηρίζει την Τουρκία ως «μη ελεύθερη».
Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν πείραξε την κυβέρνηση Τραμπ όσο η κράτηση του πάστορα. Τώρα όμως, το φλέγον ζήτημα που απειλεί την συμμαχία είναι η αγορά των ρωσικών S-400 από την Άγκυρα.
Η συνεχώς αυξανόμενη απομάκρυνση της χώρας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ ενθάρρυνε τον Τούρκο ηγέτη να στραφεί προς Ανατολάς, ειδικά μετά την στήριξη του Πούτιν στο πρόσωπό του τότε με το πραξικόπημα, για αυτό και επέλεξε το ρωσικό αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα και όχι τους αμερικανικούς πυραύλους Patriot.
Ο Τραμπ (καμία έκπληξη) κατηγόρησε τον προκάτοχό του Ομπάμα, αλλά η τελική απόφαση ήταν του Ερντογάν, ο οποίος μάλλον επιθυμεί καλύτερη προστασία εναντίον αμερικανικών αεροσκαφών αν τυχόν ο στρατός προσπαθήσει να τον ανατρέψει και πάλι.
Το αμερικανικό Πεντάγωνο φοβάται πως η ταυτόχρονη επιχειρησιακή εκμετάλλευση των S-400 και των αμερικανικών F-35, που παράγγειλε η Τουρκία, θα ενίσχυαν την ρωσική δυνατότητα στόχευσης των αμερικανικών αεροσκαφών σε περίπτωση μιας μελλοντικής σύγκρουσης.
Παρά τις πολύμηνες αμερικανικές αντιδράσεις, οι πρώτοι ρωσικοί πύραυλοι έφτασαν στη Τουρκία με την Ουάσιγκτον να αντιδρά αποκλείοντας την αγορά των F-35, και θέτοντας τη χώρα εκτός του προγράμματος συμπαραγωγής των εν λόγω αεροπλάνων, κάτι που θα κοστίσει περίπου $10 δις στην Τουρκία.
Αυτό από μόνο του θα ήταν μια επαρκής κύρωση, αλλά πριν από δυο χρόνια το κογκρέσο πέρασε νόμο βάσει του οποίου ο Πρόεδρος θα μπορεί να τιμωρεί όσα κράτη αγοράζουν όπλα από τη Μόσχα. Έτσι, τώρα υπάρχουν συζητήσεις για οικονομικές κυρώσεις απέναντι στην Άγκυρα και τους αξιωματούχους της.
Ο υπέρμετρα εθνικιστικός πληθυσμός της Τουρκίας βοηθάει τον Ερντογάν στο να μην υποχωρεί στις αμερικανικές πιέσεις. Οι κυρώσεις μπορεί απλά να αυξήσουν την εχθρότητα μεταξύ των δυο χωρών, και να οδηγήσουν την Άγκυρα στο να κλείσει την βάση Incirlik για τους Αμερικανούς. Παράλληλα, μπορεί να καταλάβει κουρδικά εδάφη στη βόρεια Συρία, επεκτείνοντας την εισβολή της εκεί του 2018.
Μια σωστότερη προσέγγιση θα ήταν οι περαιτέρω κυρώσεις, και η αναστολή της τουρκικής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, ή και η αποπομπή της λίγο αργότερα. Τα αμερικανικά πυρηνικά όπλα θα πρέπει επίσης να απομακρυνθούν από το Incirlik, ασχέτως της όποιας κατάληξης της σημερινής διαμάχης. Αυτό θα ήταν μια πρωτιά για το ΝΑΤΟ, το οποίο μέχρι σήμερα επεδίωκε την επέκτασή του και όχι την συρρίκνωση.
Η πλέον σοβαρή απειλή ασφάλειας σήμερα εναντίον της Ευρώπης είναι η Ρωσία. Και τη Τουρκία δεν θα πρέπει να την εμπιστευόμαστε ότι θα πάρει το μέρος του ΝΑΤΟ σε μια ενδεχόμενη σύρραξη.
Η σημερινή εξωτερική της πολιτική έχει αποκλίνει τα μάλα από τις αντίστοιχες των δυτικών χωρών, ενώ η συνεργασία της με τη Ρωσία (και στη Συρία) θα την αποθάρρυνε από το να πάει κόντρα στη Μόσχα. Πράγματι, όπως ο Ερντογάν αποφάσισε ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται τους ΝΑΤΟϊκούς αξιωματικούς του μετά το πραξικόπημα, έτσι και το ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει να εμπιστεύεται τους Τούρκους αξιωματικούς, που ίσως να είναι κρυφοί ρωσόφιλοι.
Η σκέψη και μόνο της αποπομπής της Τουρκίας δημιουργεί ανησυχία σε κάποια μέλη του κατεστημένου περιβάλλοντος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ένας ανώνυμος υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επέμενε πως η Τουρκία ήταν και παραμένει βασικός πυλώνας συνεργασίας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, και πως αυτή η σχέση δεν πρέπει να διαταραχτεί από το μεμονωμένο ζήτημα των S-400.
Η αποπομπή όμως της Άγκυρας απλά θα επισημοποιούσε τις ήδη αλλαγμένες σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών. Στην πράξη, η Άγκυρα έχει ήδη χαθεί για το ΝΑΤΟ.
Αν αφήσουμε κατά μέρους τις αυταπάτες για αυτές τις ήδη χαμένες σχέσεις, τότε ίσως η Αμερική θα μπορούσε να βρει ένα καλύτερο modus vivendi με την Άγκυρα, τόσο στη Συρία όσο και αλλού.
Ο Ερντογάν δεν θα είναι πρόεδρος για πάντα. Όπως θυμίζει ο Walter Russell Mead της Wall Street Journal, «η Ουάσιγκτον θα πρέπει να θυμάται ότι η Τουρκία είναι μεγαλύτερη από έναν μόνο άνθρωπο, και να εστιάσει στο μακροπρόθεσμο».
Ναι, αλλά η Αμερική δεν θα πρέπει να τρέχει πίσω από αμφίβολης αφοσίωσης συμμάχους, η σημαντικότητα των οποίων έχει περιοριστεί. Ειδικά όταν στο μέλλον ακόμη κι αν εκλείψουν οι αντιπαλότητες με τον Ερντογάν, οι διάφορες κόντρες που υπάρχουν θα παραμείνουν υποσκάπτοντας τους όποιους συμμαχικούς δεσμούς των δυο χωρών.
Οι Τούρκοι είναι σήμερα ο πιο εχθρικός απέναντι στην Αμερική λαός, με ένα 18% μόνο να διάκειται φιλικά προς τις ΗΠΑ το 2017.
Ένα τρομακτικό ποσοστό 72% βλέπει την Αμερική ως απειλή! Μιλάμε για το μεγαλύτερο ποσοστό αντιαμερικανισμού σε 30 χώρες στις οποίες έγινε δημοσκόπηση από πλευράς του Pew Research Center.
Η αυξανόμενη ισλαμοποίηση της Τουρκίας αντανακλά περισσότερο τις λαϊκές δοξασίες και τα πιστεύω παρά την κυβερνητική πολιτική.
Αυτό κάνει τον ανταγωνισμό απέναντι στην Αμερική πιο πιθανό, και την συμφιλίωση με το Ισραήλ λιγότερο πιθανή. Προηγούμενες εθνικιστικές κυβερνήσεις της Τουρκίας αντιμετώπιζαν την Ελλάδα και την Κύπρο πιο ψυχρά, και τους Κούρδους πολύ πιο σκληρά απ’ ότι η κυβέρνηση Ερντογάν.
Η Amanda Sloat του Brookings Institution σημειώνει: «Η Άγκυρα αναρωτιέται για το αν η Ουάσιγκτον συμμερίζεται τις ανησυχίες της για ασφάλεια, και η Ουάσιγκτον αναρωτιέται για το αν η Άγκυρα είναι αξιόπιστος σύμμαχος».
Η απάντηση και στα δυο είναι όχι. Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αν και το ΝΑΤΟ είναι πάντα πρόθυμο για την ένταξη νέων συμμάχων, είναι μάλλον απίθανο να προσκαλούσε σήμερα την Τουρκία στις τάξεις του.
Στην ουσία η Άγκυρα επέλεξε να φύγει από το ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ και οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα πρέπει...
να οριστικοποιήσουν αυτή την απόφαση και να συνεργαστούν με τη Τουρκία προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας για τα κοινά τους συμφέροντα.
Οι νέες συγκυρίες και προϋποθέσεις απαιτούν νέου είδους πολιτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου