σέ κήπους μέ αγκάθια
σέ ένα πάρκο εθνικό
γεμάτο κατακάθια.
μέ ξύλινα ποδάρια
ενώ η Μοίρα πάνω μου
μού σβήνει τά αχνάρια.
σέ ερημιάς σκοτάδι
κι εγώ στήν πολιτεία μου
ένα σαχλό ρημάδι.
αγόρια καί μπαμπάδες
καί χάνονται στήν άβυσσο
σβησμένες πιά λαμπάδες.
ούτε πουλιά λαλούνε
μόνο λαχεία κι όνειρα
οι υψηλοί πουλούνε.
άς φτάσει ο χειμώνας
νά φύγει από πάνω μου
ο στυγερός αιώνας.
τά δέντρα ξεραμένα
καί μύρια αποτσίγαρα
καπνίζουν πεταμένα.
ντυμένοι νταβαντζήδες
από ψηλά κρατούμενοι
μέ δίχως αλυσίδες,
όχι γραβατωμένοι
μέ πορφυρά πουκάμισα
τώρα καί πάντα ξένοι.
πάντοτε μοναχός μου
βρίζοντας απερίσκεπτα
τήν ερημιά τού Κόσμου.
ένα παραθυράκι
ζητώντας απερίσκεπτα
τής ζήσης αεράκι.
αέρας δέν φυσάει
η φύση τής Πατρίδας μου
ελπίδες δέν μασάει.
μέσα στήν ασφυξία
ζητώντας ο κακόμοιρος
μιάν άκρη, μιάν αξία.
μέ βλέπουν καί γελάνε
εκείνοι πού στόν Διάολο
θά έπρεπε να πάνε.
τήν όμοια κατηφόρα
στών λιμουζίνων τήν τροχιά
στήν Έρημή μου Χώρα.
η βρώμα κι η αλητεία
καί ερωτώ αλλά...
δέν ξέρει τήν αιτία.
ΕΧΕΙ ΤΟ «ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ»
ΚΑΙ ΛΕΩ Ο ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ:
ΔΥΣΜΟΙΡΕ, ΜΑΥΡΑ ΒΑΦΤΑ.
Μόνο Βοριάδες καλπάζουν στό συνεχές.
Ίσως μιά νύχτα στερέψουν τά άστρα καί
λυτρωθούμε φιλοξενούμενοι τού Σύμπαντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου