"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΣΥΡΙΖΟΑΛΗΤΑΡΑΔΙΚΟ: Η κρυφή γοητεία της χυδαιολογίας

Toυ ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ


Για την παραγωγή βωμολοχίας αρκούν οι λέξεις και η σημασία τους. Η παραγωγή χυδαιολογίας είναι περισσότερο ζήτημα ύφους. Μπορεί καμία λέξη να μην είναι από μόνη της υβριστική, όμως το αποτέλεσμα να είναι υβριστικό. Oπως στη ρήση του κ. Τσίπρα, το απόσταγμα των εργασιών της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, όπου συμφώνησαν ότι θα συμφωνήσουν με ό,τι συμφωνηθεί και όσοι διαφώνησαν έσπευσαν να εξηγήσουν ότι διαφωνούν χωρίς να διαφωνούν.  


Το απόλυτο κενό νοήματος ή η τέλεια εξίσωση της δευτεροβάθμιας αριστεράς. Στις πρωτοβάθμιες εξισώσεις δεν υπήρχε καν η λέξη διαφωνία.  


«Μπαλαούρα, δώσε πίσω τα λεφτά. Εσύ φταις που χρεοκόπησε η χώρα», είπε λοιπόν ο πρωθυπουργός εξερχόμενος της συνεδρίασης, κατ’ άλλους θεραπευτικής συνεδρίας. Θα προσπαθήσω να αποδείξω γιατί κατατάσσω τη ρήση στο ανθολόγιο της χυδαιολογίας.


Αστείο;  


Οπωσδήποτε, αν το μέτρο του χιούμορ σου το έχεις διαμορφώσει σε στρατόπεδο νεοσυλλέκτων. Ή ακόμη πιο πίσω, κάπου στις πίσω σειρές των μαθητικών θρανίων όπου η οικειότητα επέβαλλε τη χρήση του επιθέτου και όχι του βαφτιστικού. 


Κάτι παραπάνω από αστείο. Ενα μικρό πολιτικό πρόγραμμα, συμπυκνωμένο σε λίγες μόνον λέξεις. 


«Αστεία υπόθεση αυτή με το επίδομα του Μπαλαούρα. Και για να σας δείξω πόσο αστεία είναι, φτάνει να τη συγκρίνω με το χρέος της χώρας. Τριακόσια ευρώ από τη μία. Τριακόσια δισ. από την άλλη». Οποιος τολμήσει ας μη γελάσει.  


Χυδαιολογία ή κυνισμός; 


Μικρές οι διαφορές, αφού και ο μεν και η δε περιφρονούν τους αποδέκτες του μηνύματος. Το ποσό το θεωρούν γελοίο και ο Τσίπρας και ο Μπαλαούρας, οι ίδιοι που μερικούς μήνες πριν το διαφήμιζαν ως μάννα εξ ουρανού.


Η υπόθεση θα ήταν άνευ σημασίας, δεν θα ήταν καν υπόθεση, αν, για μία ακόμη φορά δεν φρόντιζε να μας υπενθυμίσει πως το καθεστώς της χυδαιολογίας έχει επιβληθεί στη δημόσια σκηνή, αξιοποιώντας την κρυφή γοητεία της «λαϊκής έκφρασης».  


Κάποτε ο «λαός» εξέλεγε τους εκπροσώπους του επειδή τους θεωρούσε αξιότερους εαυτού. Μιλούσαν καλύτερα απ’ αυτόν, έβρισκαν λέξεις που ο ίδιος δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει, ήταν πιο μορφωμένοι και κατά συνέπεια ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Ο κυνισμός και η χυδαιολογία ήσαν οι εξαιρέσεις.  


Σήμερα είναι η εξάρτυση της πολιτικής εξουσίας, μαζί με την ενδυματολογική χαλαρότητα, την κακοποίηση της ελληνικής, την προσβλητική αγένεια. Προσωπικά με προσβάλλουν τα ελληνικά του Τσακαλώτου όσο με προσέβαλλαν και τα ελληνικά του ΓΑΠ, όσο με προσβάλλουν οι ελληνικούρες των χρυσαυγιτών που μυρίζουν τμήμα χωροφυλακής και τα ρυπαρογραφήματα των μπαχαλάκηδων.


Το πρόβλημα δεν είναι αισθητικό. Είναι...

 βαθύτατα πολιτικό. 


Πώς να εμπιστευθείς έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να μιλήσει; 


Και αν τον εμπιστεύεσαι, σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με σένα που τον εμπιστεύεσαι. 


Οσες αξιολογήσεις κι αν περάσει η χώρα, αυτό το έλλειμμα δεν πρόκειται να το καλύψει. Δεν φτάνουν καν οι εκλογές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: