ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Η εκλογή Τραμπ αλλάζει το διεθνές σκηνικό και θέτει υπό αμφισβήτηση την παγκοσμιοποίηση και στην Ευρώπη
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Το
ερώτημα για το αν θα εφάρμοζε ο νέος αμερικανός Πρόεδρος όσα καταλυτικά
εξήγγειλε στην προεκλογική του εκστρατεία ήταν απόλυτα δικαιολογημένο. Ο
Ντόναλντ Τραμπ έδειξε όμως από τις πρώτες και άμεσες κινήσεις του ότι
εννοεί πολύ σοβαρά όσα είπε και είναι αποφασισμένος να κάνει πράξη τις
εξαγγελίες του.
Η αποφασιστικότητά του πηγάζει από μια βαθιά
πεποίθηση ότι οι πολιτικές που επεβλήθησαν στη χώρα του από τους δύο
κυρίως προηγούμενους Προέδρους, Κλίντον και Ομπάμα, εμπνεόμενες από την
παγκοσμιοποίηση, βλάπτουν πολύ σοβαρά την Αμερική.
Ανέδειξε το παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Η άκριτη υπογραφή,
προς κάθε κατεύθυνση, Συμφωνιών Ελευθέρου Εμπορίου οδήγησε στον
παραλογισμό οι ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες να εξάγουν ελεύθερα στη
μεγάλη Αμερικανική αγορά επενδύοντας στο γειτονικό Μεξικό. Ακόμη και οι
Αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, για να επωφεληθούν και οι ίδιες από
το χαμηλό κόστος παραγωγής αλλά και για να ανταπεξέλθουν στον
ανταγωνισμό, προσανατολίσθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση.
Ο Πρόεδρος Αϊζενχάουερ έλεγε στο παρελθόν πως «ό,τι είναι καλό για την
General Motors, είναι καλό και για την Αμερική». Υπήρχε στον αφορισμό
του μια κάποια αλήθεια, γιατί η General Motors επένδυε και δημιουργούσε
θέσεις εργασίας στην Αμερική, πλήρωνε φόρους στην Αμερική και έφερνε
βιομηχανική και τεχνολογική πρόοδο στην Αμερική.
Η παγκοσμιοποίηση όμως διαχωρίζει το εθνικό συμφέρον από το ιδιωτικό και
εταιρικό συμφέρον.
Συμφέρει, με τη λογική αυτή, την General Motors ή τη
Ford να κατασκευάζει τα αυτοκίνητά της πέρα από τα Αμερικανικά σύνορα,
εκμεταλλευόμενη το χαμηλό κόστος παραγωγής και να τα εξαγάγει, στη
συνέχεια, στις ΗΠΑ χωρίς δασμούς, εκμεταλλευόμενη τη Συμφωνία Ελευθέρου
Εμπορίου. Πού οδηγεί όμως η κατάσταση αυτή ακόμη και μια χώρα του
πλούτου και της ισχύος των ΗΠΑ;
Οδηγεί στην αποβιομηχάνιση, στον μαρασμό της παραγωγής, στην πτώση των
αμοιβών παραγωγής, των εσόδων του κράτους και του επιπέδου ζωής και στην
ανεργία.
Αυτό είναι το φαινόμενο που αντελήφθη σε βάθος ο νέος Αμερικανός
Πρόεδρος και ανέδειξε το πολιτικό του νόημα, που έμενε στο περιθώριο,
κάτω από το βαρύ πέπλο της προπαγάνδας των συστημικών ΜΜΕ αλλά και των
λεγεώνων από ειδικούς αναλυτές, πολιτικούς και οικονομολόγους, που
ανυμνούσαν και εξεθείαζαν, χωρίς καμιά επιφύλαξη, τα καλά της
παγκοσμιοποίησης, δαιμονοποιώντας εκ των προτέρων κάθε πρόθεση
προστατευτικής πολιτικής.
Με την ίδια καθαρότητα, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος είδε ένα άλλο μεγάλο
πρόβλημα που είναι αλληλένδετο με την παγκοσμιοποίηση: Την παράνομη
μετανάστευση, με πρόσχημα το πολιτικό άσυλο.
Οι παρανόμως εισερχόμενοι
από το Μεξικό, οι οποίοι δεν ήταν μόνο Μεξικανοί αλλά Ισπανόφωνοι κυρίως
απ’ όλη τη Λατινική Αμερική, όπως επίσης από την Αφρική, τη Μέση
Ανατολή και την Ασία, δήλωναν όλοι συλλήβδην ότι είναι πρόσφυγες και
ζητούσαν άσυλο. Με βάση όσα ισχύουν και παρ’ ημίν, ως αποτέλεσμα της
ίδιας πολιτικής, το αίτημά τους παραπεμπόταν στις δικαστικές αρχές και
όσοι είχαν συλληφθεί στα σύνορα αφήνονταν ελεύθεροι.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ένα τέτοιο
πρόβλημα, που έχει μια τέτοια δυναμική και ένα τέτοιο μέγεθος, με
διαδικασίες δικαστικού τύπου, που αναφέρονται ουσιαστικά στο εσωτερικό
δίκαιο. Το σύστημα απεδείχθη ατελέσφορο και εντελώς ανεπαρκές και
ακατάλληλο για να αντιμετωπίσει μια ακατάσχετη πλημμυρίδα παρανόμως
εισερχομένων. Είναι βέβαιο ότι αυτοί που υποστηρίζουν την πολιτική των
ανοικτών συνόρων και την παγκοσμιοποίηση το είχαν προϋπολογίσει και το
είχαν προεξοφλήσει και αποτελεί γι’ αυτούς μέρος και άλλοθι μιας
στρατηγικής για να καταστήσουν την παγκοσμιοποίηση αναπόφευκτη!
Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλησε και στο θέμα αυτό να στείλει ισχυρό μήνυμα
αλλαγής πολιτικής. Μέσα στις δύο πρώτες μέρες της θητείας του πήρε
αποφάσεις και χάραξε μια νέα πολιτική ελέγχου της παράνομης
μεταναστεύσεως, υπογράφοντας, μεταξύ άλλων, το διάταγμα για την
κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό.
Η αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής και ειδικότερα η απόρριψη της
περιβόητης παγκοσμιοποίησης και η αναμφισβήτητη και ομολογούμενη και
εξυμνούμενη επιστροφή στην ιδέα του εθνικού κράτους δίνει ηχηρό χαστούκι
σε όλους τους παλαιοημερολογίτες της γηραιάς ηπείρου, περιλαμβανομένων
των ημεδαπών, που ναρκισσεύονται ότι αποτελούν και «πρωτοπορία».
Το χαστούκι έχει ιδιαίτερη σημασία για...
τη Γερμανία της καγκελαρίου
Μέρκελ και του Σόιμπλε, που διαπράττουν, με την πολιτική τους, μια νέα
ύβρη, με την Αρχαιοελληνική σημασία της λέξεως, σε βάρος της Ευρώπης και
των ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε να συναντήσει άμεσα την καγκελάριο Μέρκελ,
σύμφωνα με την καθιερωμένη ιεραρχία και το πρωτόκολλο της Δυτικής
Συμμαχίας. Δήλωσε μάλιστα, για να είναι απόλυτα σαφές το μήνυμα, ότι «η
Γερμανία πρέπει πρώτα να καταλάβει ποια είναι και τι χρωστά στις ΗΠΑ».
Αντιθέτως, προσκάλεσε στην Ουάσινγκτον τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα
Μέι και δεν άφησε καμιά αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν την έξοδο της Μ.
Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Γερμανική ηγεσία Μέρκελ - Σόιμπλε και η πολιτική τους στην Ευρώπη
κατάφεραν να βάλουν πάλι απέναντι στη Γερμανία τους Αγγλοσάξονες,
ανατρέποντας την πολιτική των προκατόχων τους.
Η Γερμανία και η Κίνα
είναι δύο χώρες που για διαφορετικούς λόγους επωφελήθηκαν και
επωφελούνται τα μέγιστα από την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η
Γερμανία, ως βιομηχανική και εξαγωγική χώρα, δεν ικανοποιείται μόνο στην
Ευρωπαϊκή αγορά. Θέλει να έχει ανοικτές και τις διεθνείς αγορές. Η
πολιτική της παγκοσμιοποίησης την ευνόησε διπλά. Τόσο για να αναδεχθεί,
σε συνδυασμό με το ευρώ, σε ηγεμονεύουσα δύναμη στην Ευρώπη όσο και για
να επελάσει από προνομιακή θέση στις διεθνείς αγορές.
Η πολιτική της λιτότητας ειδικότερα, που επέβαλε στην Ευρώπη το
Βερολίνο, αντιμετωπίζεται από την Ουάσινγκτον ως μια εγωιστική και
κυριαρχική πολιτική, που συντηρεί την οικονομική στασιμότητα και
δημιουργεί κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία.
Πολύ περισσότερο αντιμετωπίζεται από τον σημερινό Πρόεδρο ως μια
πολιτική αυθάδης, που αμφισβητεί την Αμερικανική πρωτοκαθεδρία και
επιδιώκει υπογείως, υπό την ασφάλεια της Αμερικανικής ομπρέλας,
γεωπολιτική αναβάθμιση του Γερμανικού παράγοντα.
Μέσα από ένα παράλληλο πρίσμα αντιμετωπίζεται και η ανερχόμενη δύναμη
της Κίνας. Η τελευταία επωφελήθηκε επίσης από την παγκοσμιοποίηση, λόγω
του χαμηλού κόστους παραγωγής, του τεραστίου μεγέθους και της
ανταγωνιστικότητάς της, όπως επίσης του γεγονότος ότι το εθνικό της
νόμισμα δεν είναι μετατρέψιμο. Η Κίνα απασχολεί ιδιαίτερα τον νέο
Αμερικανικό Πρόεδρο, λόγω της μεγάλης και εξωστρεφούς οικονομικής
δυναμικής της.
Η εκπεφρασμένη θέληση του Ντόναλντ Τραμπ να συνεργασθεί με τη Ρωσία και
να πολεμήσει από κοινού την Ισλαμική τρομοκρατία ανατρέπει την ολέθρια
πολιτική Ομπάμα - Κλίντον στη Μέση Ανατολή και διανοίγει προοπτικές για
στοιχειώδη επιστροφή στην κοινή λογική. Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα την
Ευρώπη, η προσκόλληση στις χρεοκοπημένες πολιτικές της παγκοσμιοποίησης
είναι συνταγή για περαιτέρω αμφισβήτηση, με ό,τι αυτό μπορεί να
συνεπάγεται.
Ετικέτες
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΔΙΕΘΝΗ,
ΗΠΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΝΕΑΡΧΟΥ,
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου