Το Βυζάντιο δεν το εισήγαγε αυτός στη συνέχεια του Ελληνικού Εθνους. Είχε προηγηθεί ο Ζαμπέλιος, άλλος πολύτιμος άγνωστος κι αυτός. Πλην όμως, ο Παπαρρηγόπουλος είχε την ιδιοφυΐα και το ταλέντο να ενσαρκώσει την «ιδέα» σε έργο, με αποτέλεσμα να κατοχυρώσει την Ιστορία του ως τον στιβαρότερο συλλογικό μύθο της σύγχρονης Ελλάδας. Και όταν λέω «μύθο» δεν εννοώ «παραμύθι». Εννοώ «μύθο», δημιουργία μορφών οι οποίες ενσαρκώνουν τη συλλογική ευαισθησία, με τον τρόπο που μύθους συλλογικούς έφτιαξαν τα Ομηρικά Επη ή η Βίβλος, όχι μόνο για τη δική μας κλασική αρχαιότητα, αλλά και για ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό.
Γενναιόδωρη γλώσσα, γενναιόδωρη χειρονομία. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις μια αφήγηση που αρχίζει με τον Κρόνο και τη Ρέα και καταλήγει στον Καραϊσκάκη; Γενναιόδωρη, μεγαλοφυής χειρονομία. Θα μου πείτε ο Παπαρρηγόπουλος, όπως όλοι οι σοβαροί Ελληνες του καιρού του, συνομιλούσαν με την Ευρώπη. Εκεί όπου ο Μισελέ ξεκινούσε την Ιστορία της Γαλλίας από τον Vercingétorix και την έφτανε χωρίς διακοπή ώς τον Καπέτο και τον Ροβεσπιέρο. Με μία διαφορά: Το εγχείρημα του Γάλλου το υποστήριζαν θεσμοί. Το εγχείρημα του Παπαρρηγόπουλου όχι μόνον δεν υπήρχαν θεσμοί για να το υποστηρίξουν, αλλά το πολεμούσαν κιόλας. Ενώ είχε ήδη αρχίσει να δημοσιεύει την Ιστορία του, δεν τον εξέλεγαν στο Πανεπιστήμιο διότι είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, άρα εθεωρείτο ετερόχθων. Μόνος, χτυπημένος από τη μοίρα, μετά την αυτοκτονία του γιου του, συνέχισε με την ορμή της ιδιοφυΐας του το έργο του. Πάντα καλοντυμένος, αν και φτωχός όπως τον περιγράφει ο Κ. Θ. Δημαράς στη βιογραφία που του αφιέρωσε, κάθε χειμώνα ταξίδευε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να ζητήσει από τους φίλους του οικονομική ενίσχυση για την Ελλάδα.
Ο φίλος Στέλιος Ράμφος αντιπαραθέτει τον Παπαρρηγόπουλο στον Σολωμό. Θεωρώντας ότι ο μεν έδωσε στη συνείδησή μας την ορμή της δημιουργίας και ο δε τη φόρτισε με το βάρος της νοσταλγίας.
Δεν συμφωνώ. Αν αντιμετωπίσουμε την Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου ως «ιδέα», ως ιδεολόγημα, τότε μπορεί αυτό που μένει να είναι το κατακάθι της νοσταλγίας. Και αυτό ισχύει για πολλούς μεγάλους συγγραφείς. Ο Σατωβριάνδος ήταν οπαδός της βασιλείας. Απεχθανόταν και την επανάσταση και τον Ναπολέοντα. Αυτό όμως που μένει από τις «Αναμνήσεις από το Επέκεινα» δεν είναι η νοσταλγία για το «παλαιό καθεστώς». Είναι η εντιμότητα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να βρει τη θέση του στη δίνη της Ιστορίας, ένα υπαρξιακό μέγεθος πολύ σημαντικότερο από τις πολιτικές τοποθετήσεις. Το ίδιο κάνει και ο Παπαρρηγόπουλος. Αναλαμβάνει τις υποθέσεις ενός ιστορικού υποκειμένου, του Ελληνικού Εθνους, και παλεύει να δώσει το στίγμα του στην ιστορία ενός ολόκληρου πολιτισμού. Η Ελλάδα του είναι στους αντίποδες της Ελλάδας του Μακρυγιάννη, μιας Ελλάδας έτοιμης να αιματοκυλιστεί για ένα τετραγωνικό χωράφι, για ένα μισθό, για μια σύνταξη.
Και τώρα στο προκείμενο. Αν η πρόοδος μας υποχρεώνει να οργανώσουμε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, τότε τι θα κάνουμε με τη συλλογική συνείδηση του έθνους που μας συνόδευσε, για καλό και για κακό, στους δύο αιώνες της ύπαρξής μας;
Θα διδάσκουμε στα Αφγανάκια τη μάχη στα Λεύκτρα ή τους Περσικούς Πολέμους του βασιλέως Ηρακλείου; Ή μήπως θα πρέπει να τα ξεχάσουμε όλ’ αυτά και να περιοριστούμε στη σύγχρονη εποχή και στις «έμφυλες ταυτότητες»;
Και κυρίως, να μην τους υπενθυμίζουμε ότι η ιστορία του ελληνισμού, μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι ένας συνεχής πόλεμος χαρακωμάτων με το Ισλάμ.
Θα μου πείτε...
η «εθνική συνείδηση» είναι μόνο για τους συντηρητικούς, κοινώς για τους αιρετικούς. Για την ορθοδοξία της προόδου το έθνος είναι μια ΕΠΕ με μετόχους τις «συλλογικότητες».
Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να κλείσουμε τα μάτια και να παραστήσουμε ότι δεν συμβαίνει αυτό που συμβαίνει. Η ελληνική κοινωνία είναι αναγκασμένη, ναι, αναγκασμένη (!), να υποδεχθεί πληθυσμούς με τους οποίους μιλάει άλλη πολιτισμική γλώσσα. Ενα μέρος αυτών οφείλουμε να το αφομοιώσουμε, κοινώς να το εκπαιδεύσουμε. Ο κίνδυνος είναι μες στον προοδευτικό πανικό να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε. Δεν ήταν όλα χρήσιμα. Συμφωνώ. Ομως πολλά απ’ αυτά μας βοήθησαν να σταθούμε στα πόδια μας. Ανάμεσα σε αυτά το κυριότερο είναι η γλώσσα, αλλά και μια ιστορική προοπτική κοινής πορείας που εκτείνεται στα βάθη των αιώνων.
Μήπως, αντί για τις μπούρδες περί εισαγωγικών, αυτό είναι το θέμα στην εκπαίδευση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου