ΤΟΥΡΚΙΑ: Kίνδυνος ασύμμετρης κρίσης
Διευθυντή Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Έντυπη
Η Τουρκία οδεύει στις εκλογές πληγωμένη, προβληματική και διαιρεμένη.
Ο πρόεδρός της φέρει ακέραιη ευθύνη για τη δεσποτική διακυβέρνηση, την
απουσία κράτους δικαίου, τη στοχοποίηση των αντίθετων φωνών, ιδίως όταν
στέκονται εμπόδιο στις φιλοδοξίες του, και τη βαθιά συντηρητικοποίηση
σημαντικού μέρους της κοινωνίας.
Ο οπορτουνισμός της τουρκικής ηγεσίας καταδεικνύεται εύγλωττα στην
περίπτωση του Κουρδικού:
Η διαδικασία ειρήνευσης, παρά την αμοιβαία
καχυποψία, απέκτησε δυναμική χάρη στις ενέργειες του Ερντογάν ως
πρωθυπουργού. Η εκεχειρία μεταξύ των δύο πλευρών εξελισσόταν σχετικά
ομαλά, δημιουργώντας την εντύπωση πως ένα διαχρονικό αγκάθι για τη
γειτονική χώρα θα έκλεινε με εκατέρωθεν συμβιβασμούς.
Ωστόσο, η διεύρυνση του ποσοστού του προσκείμενου στους Κούρδους
σχηματισμού, ο οποίος σημειωτέον βρήκε απήχηση σε φιλελεύθερους κύκλους,
συνδυαστικά με τη σταδιακή ανάπτυξη μιας αυτοτελούς κουρδικής ζώνης στη
Συρία, ανέτρεψαν θεαματικά τα δεδομένα.
Η επιχείρηση, λοιπόν, προσεταιρισμού του HDP με μετεκλογικές
σκοπιμότητες έδωσε τη θέση της στη δαιμονοποίηση και την απόπειρα
περιθωριοποίησής του. Δυνάμεις εκατέρωθεν «απελευθερώθηκαν» από το
ασφυκτικό πλαίσιο τήρησης της κατάπαυσης του πυρός, ενόσω Ερντογάν και
εθνικιστές επένδυαν πολιτικά στην αποδυνάμωση του φιλοκουρδικού
κόμματος. Από την άλλη, ο φόβος για την πρόκληση τετελεσμένων στην
ευρύτερη περιοχή σε βάρος των τουρκικών θέσεων, και μολονότι η Αγκυρα
παρακολουθεί περίπου ανήμπορη τις εξελίξεις, έχει εντείνει τις
ανασφάλειες του Τούρκου προέδρου. Ως αποτέλεσμα, σε αρκετές περιπτώσεις
δεν λειτουργεί με καθαρό μυαλό, συγχέοντας τις βλέψεις του με την
πραγματικότητα. Μάλιστα, στοχεύοντας στην ανάσχεση της πορείας
αυτονόμησης του κουρδικού στοιχείου, προτάσσει στο εσωτερικό την εκ νέου
καταστολή της στρατιωτικής δράσης του PKK, θεωρώντας το συγκοινωνούν
δοχείο με το YPD των Σύρων Κούρδων, ενώ προκειμένου να μετριάσει τη
δυναμική της σχέσης των τελευταίων με την Ουάσιγκτον συμπράττει
υποχρεωτικά με τις ΗΠΑ, επαναφέροντας παράλληλα την απαίτηση για τη
δημιουργία ουδέτερης ζώνης στα σύνορα με τη Συρία ώστε να τους πλήξει
επιχειρησιακά με μεγαλύτερη ευκολία.
Η Τουρκία έχει απεμπολήσει τα ερείσματά της όπως, άλλωστε, και την
εμπιστοσύνη πολλών εκ των συμμάχων της, βρίσκεται σε προφανή κάμψη σε
σχέση με τις αρχικές της στοχεύσεις στη Συρία, έχει πλήξει καίρια τις
σχέσεις της με Ισραήλ και Αίγυπτο και αντιπαρατίθεται –εμμέσως αλλά
εμφανώς– με την αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη, το Ιράν. Μέσα σε όλα η
ρωσική επέμβαση, της περιορίζει τα ούτως ή άλλως μικρά περιθώρια ελιγμών
στη συριακή κρίση, γεγονός που επιβεβαιώνει πως οι πομπώδεις εξαγγελίες
της Αγκυρας περί ηγεμονικού ρόλου στις υπό διαμόρφωση διεργασίες πόρρω
απέχουν από τα δρώμενα επί του πεδίου μαχών και διπλωματίας.
Εντούτοις, η προνομιακή γεωγραφική θέση, η θρησκευτική ταυτότητα και
οι παραδοσιακοί δεσμοί με τη Δύση αμβλύνουν τις συνέπειες των λαθών της.
Μπορεί η αξιοπιστία της να έχει κλονιστεί και η ηγεσία της να
μετεξελίσσεται σε δύστροπο εταίρο, συνάμα, όμως, αναβιώνει η συζήτηση
για την αξία της στην επίλυση των προβλημάτων της ευρύτερης περιφέρειας,
τα οποία αγγίζουν και τις εκτός περιοχής δυνάμεις. Οι τελευταίες με
προεξάρχουσα τη Γερμανία βλέπουν στην ικανοποίηση (σημαντικού;) μέρους
των αιτημάτων της Τουρκίας τη μετάθεση των ευθυνών των αδιέξοδων
πολιτικών τους και τη μετατροπή ενός συνολικότερου ζητήματος σε
διασυνοριακό, σχετιζόμενο με την αποτελεσματική ή μη αναχαίτιση των
προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών.
Εδώ απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια και
επιμονή εκ μέρους μας γιατί ελλοχεύουν εθνικοί κίνδυνοι:
Η συνεργασία με την Αγκυρα κρίνεται μεν επιβεβλημένη, εντούτοις η
στήριξη σε αυτή σήμερα μπορεί κάλλιστα να παρερμηνευθεί ως ψήφος
εμπιστοσύνης στον Ερντογάν ενόψει των επικείμενων εκλογών. Ενώ με βάση
την πρόσφατη εμπειρία δεν υπάρχει η παραμικρή διασφάλιση ότι η Αγκυρα θα
τηρήσει απαρέγκλιτα τις δεσμεύσεις της, ούτε βέβαια έχει αποδώσει η
πολιτική κατευνασμού έναντί της. Η Ευρώπη, συνεπώς, κινδυνεύει εκ νέου
να επιχειρήσει, υπό την πίεση που επέφερε η παρατεταμένη αδράνειά της,
μία αποσπασματική ενσωμάτωση της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, με μη
βιώσιμους όρους που αργά ή γρήγορα είτε θα διαφοροποιηθούν είτε θα
καταρρεύσουν.
Στο μετεκλογικό τοπίο, το ενδιαφέρον στρέφεται στις
μετεκλογικές συνεργασίες (η αυτοδυναμία μοιάζει δύσκολη): θα αποδεχθεί ο
Ερντογάν έναν μεγάλο συνασπισμό με το κεμαλικό CHP, το οποίο με τη
σειρά του θα δυσκολευθεί να τον ανεχθεί έστω και υπό προϋποθέσεις, θα
συνασπιστεί με τους Εθνικιστές, κάτι που θα επιδράσει αρνητικά, μεταξύ
άλλων, τόσο στο Κουρδικό και το Κυπριακό όσο και στην οικονομία, ή θα
προκύψουν εκπλήξεις;
Ασφαλώς, η φθίνουσα πορεία της γειτονικής μας χώρας δεν είναι
συμπτωματική αλλά συστημική. Συναρτώμενη δε με το «θάμπωμα» του
οικονομικού θαύματος και τις πολλές, μικρότερες ή μεγαλύτερες, εστίες
συγκρούσεων, το ενδεχόμενο διολίσθησης σε μία απροσδιόριστη κρίση είναι
ορατό.
Μένει να διαπιστωθεί αν, ποιοι και πώς μπορούν να αντιστρέψουν
την επικίνδυνη αυτή κατάσταση.
Ετικέτες
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ,
ΤΟΥΡΚΙΑ,
ΦΙΛΗΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου