ψυχίατρος - ψυχαναλυτής. Διδάσκων αναλυτής της Ελληνικής
ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας.
«Αν δεν σου αρέσει η Ελλάδα,
τα κουβαδάκια σου και σ' άλλη παραλία, πήγαινε στην Γερμανία, στους
φίλους σου», κατακεραύνωσε η κυρία Α. έναν αντικυβερνητικό «ευρωπαϊστή»
γνωστό της στο ταβερνάκι που δειπνούσαν.
Είχε κάποια ερωτικά συναισθήματα γι’ αυτόν, αλλά η
λίμπιντο αποδείχτηκε αδύναμη απέναντι στον επιθετικό ιδεολογικό ζήλο.
«Μ' έπρηξε με την σκληρότητά του για την Ελλάδα και τους Έλληνες »,
δικαιολογήθηκε η αναλυόμενη, που έχει ευρωπαϊκή παιδεία και εργάζεται σε
μεγάλη ευρωπαϊκή εταιρεία.
Τα συναισθήματα αγάπης για την εταιρεία της και τα
σχολεία που φοίτησε και τα συναισθήματα μίσους για τους Έλληνες
μνημονιακούς «και την πολιτική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,συγκαλύπτουν
και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την αμφίθυμη σχέση με την μητέρα της, την
«Γκεστάπο» των παιδικών της χρόνων.
Όσο πιο αδύναμος κι εύθραυστος αισθάνεται ο άνθρωπος μέσα
στον κόσμο, τόσο περισσότερο διαμορφώνει συστήματα πίστης, ή
κοσμοθεωρίες για να λύνει νοητικά τα προβλήματα που τον βασανίζουν
(Φρόυντ). Όλα μπαίνουν στην θέση τους, τίποτα δεν του μένει αναπάντητο
κι έτσι αισθάνεται πιο ασφαλής, ενώ βρίσκει σκοπό στη ζωή του.
Η ιδεολογία γίνεται απαραίτητη γιατί εγκαθιστά μια
γέφυρα μεταξύ του φανταστικού κόσμου του ατόμου και της κοινωνικής
πραγματικότητας. Είναι εύλογη ακόμη και φανατική αντίδραση του ατόμου,
αν νοιώσει να κλονίζονται οι πεποιθήσεις και η πίστη του, η ιδεολογία
του, που είναι τόσο πολύτιμη, όσο και η ανάγκη του να σχετίζεται με άλλα
άτομα, ή να ανήκει σε μια ομάδα, της οποίας να συμμερίζεται τις
δοξασίες και τους μύθους.
Η επιλογή της ιδεολογίας ενός ατόμου μοιάζει να
καθορίζεται από ασυνείδητες διαδικασίες, αλλά η επιλογή αυτή είναι
συνακόλουθη της ατομικής και οικογενειακής ιστορίας του. Οι ιδεολογικές
προτιμήσεις και συγκρούσεις έχουν συχνά τις ρίζες του στις πρώιμες
συγκρούσεις του ατόμου με το περιβάλλον του.
Στη χώρα μας οι ιδεολογικές συγκρούσεις συχνά ήσαν
αιματηρές. Χιλιάδες θυσιάστηκαν για τις ιδέες τους, χιλιάδες σκότωσαν
για τις ιδέες, τα σύμβολα και τους ηγέτες τους, με στόχο την εγκατάσταση
και διατήρηση σχέσεων εξουσίας.
Όταν προηγούμενες γενιές δεν μπόρεσαν να
επεξεργαστούν και να μεταβολίσουν τα τραύματα (ήττες, απώλειες) που
προκάλεσαν οι παλιές ιδεολογικές συγκρούσεις, είναι πιθανόν αυτά τα
τραύματα να επηρεάσουν διαγενεαλογικά κάποια άτομα από τις επερχόμενες
γενιές.
Όσο αυτό δεν έχει συνειδητοποιηθεί και ενταχθεί στην
προσωπική τους ιστορία, ορισμένες φορές μπορούν να νοιώσουν τόσο έντονα
συναισθήματα, ή να αντιδράσουν με υπερβολικό τρόπο, ώστε τα ίδια να
βιώσουν μια αίσθηση ανοίκειου, σαν κάποιος άλλος να τους κατοικεί.
Η κα Κ. είναι πραγματικά τρομοκρατημένη, ένοιωσε
πανικό από την δυναμική του «όχι» στο δημοψήφισμα. Φοβάται ότι η
αριστερά θα συντρίψει ότι έχει δημιουργήσει στη ζωή της• την οικογένειά
της, τη μικρή επιχείρηση που παλεύει να κρατήσει ζωντανή.
Διηγείται ένα όνειρο. «Ήμουν σ' ένα κήπο που
φιλοξενούσε μια έκθεση γλυπτικής. Ο αγαπημένος μου καθηγητής με ρώτησε
ορισμένες δύσκολες ερωτήσεις και δεν απάντησα τόσο καλά όσο θα ήθελα.
Αυτός, όμως, ήταν γλυκός μαζί μου κι ύστερα έφυγε για να συναντήσει στον
κήπο κάποιους συναδέλφους του. Πίσω τους ακολουθούσε ένα όμορφο ζευγάρι
πιασμένο χέρι- χέρι. Από έναν λόφο, μέσα στον κήπο, έβλεπα το ζευγάρι
κι ένοιωθα αποκλεισμένη...». Η ζωή είναι ωραία, αλλά όχι για μένα. Το
τραγούδι του Gershwin, But not for me, Λα-λα-λα-λα-λαλααα.
Το πιο ενδιαφέρον από τους συνειρμούς της, σχετικά
με τους φόβους της για την πολιτική κατάσταση στην χώρα, ήταν, ότι η
γιαγιά της πολέμησε ως αντάρτισσα στο «βουνό» στον εμφύλιο, κι αυτό
εξηγεί τον «λόφο» στο όνειρο. Διέφυγε στην ΕΣΣΔ, όπου με χίλιες θυσίες
έκανε οικογένεια, της οποίας όλα τα μέλη φέρουν μέχρι σήμερα τα σημάδια
της ήττας, και της προσφυγιάς. Η ίδια θέλησε να φύγει μακριά από την
«τρέλα» της αριστεράς που «κατέστρεψε» την γιαγιά και τα παιδιά της.
Τώρα φοβάται, ότι ίσως η ίδια με την οικογένειά της αναγκαστεί από τους
«κομμουνιστές» να εγκαταλείψει με τη βία την Ελλάδα. Πιθανά,
ξανα-ένοιωσε τον τρόμο που έζησε η γιαγιά της στον εμφύλιο και μετά στο
ξερίζωμά της.
Συχνά, τα πάθη της παιδικής ηλικίας αναβιώνουν στο
ιδεολογικό κοινωνικο -πολιτικό πεδίο. Αγάπη και λατρεία για τον ηγέτη
και την ομάδα, μίσος και καταστροφικότητα για τους αντιπάλους. Η
επιδίωξη της ιδεολογίας για εγκατάσταση σχέσεων επικράτησης διευκολύνει
μια πεποίθηση, που βασίζεται αποκλειστικά στην επιθυμία του ατόμου, να
αποκτήσει την ποιότητα της αυταπάτης, συνθήκη καταλυτική για να
χρησιμοποιηθεί από κάποιον, ή μια ομάδα, βία για να περιθωριοποιηθούν, ή
εξαφανιστούν άλλες πεποιθήσεις.
Πέραν των ολοκληρωτικών ιδεολογιών που εμπεριέχουν μια σαφή κακοήθεια, θα διέκρινε κανείς τις ιδεολογίες σε «κλειστά» και «ανοικτά» συστήματα πίστης.
Τα «κλειστά» συστήματα αντιτίθενται στην τάση της
κοινότητας για ωρίμανση και συναινετικές δημοκρατικές διαδικασίες.
Αντίθετα, τα «ανοικτά» συστήματα αποδέχονται τις άλλες ιδεολογίες ως
απαραίτητες για τον εμπλουτισμό των κοινωνικών θεσμών.
Οι «ανοικτές» ιδεολογίες συγκρούονται μεταξύ τους
για τις ιδέες και τις πεποιθήσεις τους, αλλά επιδιώκουν τις ζυμώσεις και
αναζητούν μέσω διαπραγματεύσεων τις βέλτιστες διευθετήσεις των
συγκρουσιακών ζητημάτων.
Η ετερότητα και η διαφορετικότητα είναι αναγκαίες
στην συμπληρωματικότητα που αναζητεί το άτομο για ν' ανθήσει. Ωστόσο,
ακόμα και στις «κλειστές» ιδεολογίες, μπορούν να εκφραστούν και να
επικρατήσουν οι πραγματιστές, ούτως ώστε να πραγματοποιηθούν έστω και
μερικώς οι επιδιώξεις της ιδεολογίας.
Οι περίοδοι κρίσης ευνοούν την στροφή του
ταπεινωμένου ανθρώπου στην ιδεολογία (θρησκεία, κόμμα, ψυχανάλυση,
κλπ), για να βρει παρηγοριά, ελπίδα και φροντίδα, ως πληγωμένο παιδί
κοντά στη μητέρα του. Το νόημα της λέξης «ιδέα», από την οποία
προέρχεται η λέξη ιδεολογία, ταλαντεύεται μεταξύ του οράν και του
σκέπτεσθαι, της εικόνας και της αφαίρεσης.
Η μετάβαση από το απτό, το αντιληπτικό, σε πιο
επεξεργασμένα ψυχικά μορφώματα, (αναπαράσταση, γλώσσα) συσχετίστηκε με
την στροφή του παιδιού από την μητέρα προς τον πατέρα, στροφή που
αντιστοιχεί «σε νίκη της διανοητικότητας πάνω στην αισθησιακότητα»
(Φρόυντ).
Η επικράτηση του λόγου πάνω στην σάρκα σηματοδοτεί
την εξελικτική μετάβαση από μια πρώιμη ναρκισσιστική κατάσταση του
βρέφους, που απαιτεί άμεση ικανοποίηση κάθε επιθυμίας του, αγνοώντας την
πραγματικότητα, σε μια κατάσταση, όπου η πραγματικότητα όχι μόνο
λαμβάνεται υπόψη, αλλά επιπλέον η πλευρά της που οριοθετεί και
απαγορεύει (μέσω των γονιών) προοδευτικά εσωτερικεύεται, υπό την μορφή
του Υπερεγώ.
Τούτο σχηματίζεται από τις πολλαπλές ταυτίσεις του
παιδιού με τους γονείς και πρόσωπα του περιβάλλοντος, που επιβάλλουν τα
ιδεώδη τους. Το Υπερεγώ εμπεριέχει τον προγονικό Νόμο (Φρόυντ), ο οποίος
επανα-σχηματοποιείται μέσω της γονεϊκής μέριμνας.
Έτσι, γίνεται πιο κοντινό, πιο προσωπικό, με μια
πλευρά που επιβάλλει τις απαγορεύσεις και μια άλλη που παρέχει «γονεϊκή»
προστασία κι αγάπη. Αυτός ο ψυχικός θεσμός είναι μια εστία δύναμης κι
απόφασης, που κυριαρχεί πάνω στο εγώ του ατόμου, όπως κυριαρχούσαν οι
γονείς του στην αρχή της ζωής.
Από τις πρώτες σχέσεις του παιδιού, το υπερεγώ θα
προκαλέσει ντροπή, θα κρίνει, θα καταδικάσει, θα τιμωρήσει, αλλά και θ’
αγαπήσει με μια προστατευτική και επαινετική αγάπη. Αυτά τα συναισθήματα
εκφράζονται κυρίως από την μητέρα και εσωτερικοποιούνται πολύ νωρίς στη
ζωή του παιδιού, γεγονός που εξηγεί την παρουσία ενός μητρικού υπερεγώ.
Το πατρικό υπερεγώ προϋποθέτει την ύπαρξη του
«τρίτου» και του νόμου, που βρίσκεται πάνω από όλους, διασφαλίζοντας την
ισονομία για οικείους και ξένους. Αποτελεί ένα δείκτη ωρίμανσης και
αυτονόμησης του ατόμου, που πιστοποιεί την ικανότητά του να ανοιχτεί
στον κόσμο. Καθιστά το άτομο ικανό να αναγνωρίσει ότι οι πεποιθήσεις του
δεν συνιστούν γεγονότα και να λειτουργεί ως εξωτερικός παρατηρητής του
εαυτού και την ομάδας στην οποία ανήκει.
Ο πατέρας έχει περιστείλει την ενορμητική του
«δίψα», δεν είναι ο νόμος, απλά λειτουργεί ως διαμεσολαβητής και
εγγυητής του οικουμενικού νόμου, τον οποίο πρώτος εκείνος τηρεί.
Εξάλλου, ο πολιτισμός ο ίδιος αναπτύχθηκε μέσα από τον δραστικό
περιορισμό των ενορμητικών αναγκών (σεξουαλικότητα, επιθετικότητα) που
επέβαλε η κοινωνία στα μέλη της, για να διατηρήσει την συνοχή της
(Φρόυντ).
Το «πολιτισμικό υπερεγώ» καθορίζει τα κοινωνικώς
αποδεκτά ιδεώδη, που όταν αγνοούνται, επισύρουν ηθική τιμωρία από αυτό. Η
δράση του υπερεγώ πάνω στο εγώ προκαλεί μια ασυνείδητη ενοχή, η οποία
γι' αυτόν τον λόγο βιώνεται ως δυσφορία και συνήθως αποδίδεται σε άλλα
αίτια. Ωστόσο, εάν οι ηθικές και πολιτισμικές επιταγές της κοινότητας
είναι εξαιρετικά σκληρές, συχνά ωθούν το άτομο στην εξέγερση ή την
νεύρωση.
Δεν είναι ίσως τυχαίο, ότι σε ευρωπαϊκές χώρες που
υπάρχει μικρή ανοχή στην έκφραση της επιθετικότητας, η αυτοκτονικότητα
είναι μεγαλύτερη απ' ότι σε χώρες όπου ενδημεί παραβατικότητα και
διαφθορά. Στις πρώτες, η επιθετικότητα τελικά στρέφεται εναντίον του
εαυτού, στις δεύτερες κατευθύνεται προς τα έξω, εναντίον του συνόλου.
Επί τραυματικών εμπειριών, η διαδικασία ωρίμανσης
του ατόμου μπορεί να αντιστραφεί και το υπερεγώ να παλινδρομήσει και να
υποβαθμισθεί. Αυτό θα σημάνει την «επιστροφή» στην επικράτεια της
μητέρας, όπου, κάθε τι που τοποθετείται στο εξωτερικό της θεωρείται
εχθρικό (Φρόυντ).
Το άτομο που εντάσσεται στο «μητρικό καθεστώς»
διατηρεί μια συμβιωτική σχέση με την μητέρα- σύστημα πίστης, υιοθετώντας
άκριτα τις επιδιώξεις της και υλοποιώντας με κάθε μέσο όσα το μητρικό
υπερεγώ «νομοθετεί».
Αυτονόμηση και υποκειμενοποίηση εγκαταλείπονται, ενώ
κάθε επιθετική δράση, που κατευθύνεται εκτός «μητρικής επικράτειας»
νομιμοποιείται, αρκεί να εξυπηρετείται το συμφέρον της ομάδας της
μητέρας, περιφρονώντας την ισονομία και τον οικουμενικό νόμο.
Ο πατέρας, ο τρίτος, δεν λογαριάζεται κι αν ενοχλεί,
εξαφανίζεται. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις και οι πράξεις
εκδηλώνονται, χωρίς να αναζητούν στήριξη στην γνώση, βασίζονται στην
πεποίθηση, την πίστη, που συχνά βιώνονται ως γεγονότα. Οι έντονες
συγκινήσεις (θαυμασμός, έκσταση, ενθουσιασμός, πάθος) που προκαλεί αυτό
το κλειστό σύστημα σκέψης περιθωριοποιούν δραματικά την κριτική σκέψη.
Η ιδεολογία εξάλλου παρέχει τα νοήματα που
προσδίδουν καθαρή συνείδηση ακόμα και στα χειρότερα εγκλήματα. Το άτομο
μέσα από μια διαδικασία συμμόρφωσης στις επιταγές του «μητρικού
καθεστώτος» (μισαλλοδοξία καθεστώτα, δόγματα και κινήματα) μπορεί να
προκαλέσει αδίστακτα, πόνο και δυστυχία σε άλλους ανθρώπους.
Νομίζω, ότι από συστάσεως του ελληνικού κράτους οι
ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις λειτούργησαν υπό καθεστώς «μητρικού
υπερεγώ», δηλαδή χωρίς αποδοχή της ισονομίας και των ίσων ευκαιριών για
όλους:
Σε τοπικό επίπεδο, τους διάφορους υποτίθεται
ανεξάρτητους θεσμούς (εκπαιδευτικά ιδρύματα, δικαιοσύνη, εκκλησία, κλπ),
την κεντρική πολιτική σκηνή και την κυβέρνηση οι ιθύνοντες υιοθετούν
μια ρητορική «πατρικού υπερεγώ», που συχνά διακηρύσσει ο ιδεολογικός
λόγος τους, αλλά μέσω χειριστικών πρακτικών και μεθοδεύσεων κυριαρχεί
ένα πρωτόγονο «μητρικό υπερεγώ».
Η ιδεολογία που κάνουν λάβαρο για την ατομική, ή συλλογική χειραφέτηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από το φύλο συκής του μπάρμπα της Κορώνης.
Οι «ελίτ» μοιάζουν, πρωτίστως να νοιάζονται για την
κατοχή, τη νομή και την κληροδότηση της εξουσίας στα παιδιά τους, με ή
χωρίς εισαγωγικά. Αυτές οι «ελίτ» διαπλέκονται, αν δεν είναι οι ίδιες
παρούσες, σε διαφορετικούς θεσμούς, ταυτόχρονα διασφαλίζοντας τα
συμφέροντα των ισχυρών ομάδων που εκπροσωπούν.
Αυτές οι ισχυρές ομάδες έχουν αλώσει κράτος και
κόμματα και τα τελευταία έχουν αλώσει κάθε θεσμό. Όλοι μαζί συχνά
επιχειρούν να αλλοτριώσουν και να χειριστούν τους πολίτες, οι οποίοι με
την σειρά τους θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν όποιον θεσμό μπορούν
προς ίδιον όφελος.
Όποιος έχει αντιρρήσεις γίνεται εχθρός και μπορεί ν’
ακούσει και κυρίως να βιώσει: «Τα κουβαδάκια σου και σ' άλλη παραλία.
Πήγαινε στην Γερμανία». Εχθρός μαζί με τους εχθρούς. Κι αν τόπος εξορίας
δεν ήταν ο τόπος του εχθρού, θα βρίσκονταν μια μικρή γωνιά στην χώρα
μας να εκτοπιστεί ο πολίτης μίασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου