Εγώ ατέν εφίλεσα
τη Λαμπρής την ημέραν·
α σα γλυκέα τα χείλοπα τ’ς
κάτ’ έκοφτα κι επαίρνα.
Οι τρεις ημέρες του Πάσχα, από το Μεγάλο Σάββατο μέχρι και τη Δευτέρα, είναι πιο εορταστικές για τους Πόντιους, τα Λαμπροήμερα. Μετά τη μακρά περίοδο της αυστηρής νηστείας όλα τα σπίτια (που καθαρίζονται σχολαστικά τη Μεγάλη Πέμπτη) ανοίγουν για συγγενείς και φίλους.
Σύμφωνα με την παράδοση, το Μεγάλο Σάββατο γίνονται τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Στην κουζίνα των σπιτιών υπάρχει… απεργία, και η οικογένεια καταναλώνει ό,τι νηστίσιμο είναι ήδη έτοιμο.
Πριν από τον ξεριζωμό, στις αρχές του 20ού αιώνα, όσοι δεν είχαν πάει στο χαμάμ λούζονταν στη σκάφη και έπεφταν για ύπνο νωρίς, μιας και στις 3 τα ξημερώματα περίμεναν το χτύπημα του ζαγκότζ’ στην πόρτα προκειμένου να πάνε στην εκκλησία – η συνήθεια αυτή ήταν κατάλοιπο από την περίοδο που οι Οθωμανοί απαγόρευαν τις καμπάνες και τα σήμαντρα.
Η Ανάσταση γινόταν στο προαύλιο της εκκλησίας και είχε χαρακτήρα εκκωφαντικό. Τα τζιαρτζιφελέκια ήταν τα πυροτεχνήματα της εποχής που έπεφταν μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και το «Χριστός Ανέστη». Η απόλυση γινόταν τα ξημερώματα και οι χριστιανοί γύριζαν στα σπίτια τους με αναμμένες λαμπάδες.
Στο πρώτο αναστάσιμο τραπέζι συνήθως σέρβιραν κοτόσουπα και βραστή κότα. Τη δε Λαμπρή το έθιμο ήθελε μοσχάρι βραστό αντί για αρνί στη σούβλα, και λαμπροκουλούρες.
Το τσούγκρισμα των αυγών δεν ήταν πάντα… τίμιο, καθώς πολλοί προκειμένου να κερδίσουν την αυγομαχία έφτιαχναν τεχνητά, τα τζιχτζιρίνα. Με τα δε σπασμένα έπαιζαν μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, το λεγόμενο «κύλημαν τ’ ωβού».
Οι οικογένειες δεν δέχονταν μόνο επισκέψεις από τους συγγενείς αλλά και από παρέες φίλων, με αποτέλεσμα τα γλέντια να διαδέχονται το ένα τ’ άλλο μέχρι αργά το βράδυ, είτε το σπίτι ήταν φτωχικό είτε πλούσιο. Και ενώ στις επισκέψεις που γίνονταν τις άλλες μέρες συνήθως πρόσφεραν ρακή, στο πασχαλινό τραπέζι οι μεζέδες καταναλώνονταν μόνο με κρασί.
Όσο καλή και αν ήταν η παρέα, όμως, και όσο και αν οι γλεντοκόποι ήταν κουρασμένοι (ή και μεθυσμένοι) κανείς δεν έχανε τον εσπερινό την Κυριακή του Πάσχα.
Ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος είχε γράψει στην Ποντιακή Εστία ότι στη Σάντα μόλις ξεκινούσαν τ’ Απόστιχα γινόταν η λιτανεία της Ανάστασης: μπροστά πήγαινε ο Ιούδας φτιαγμένος από σακιά με άχυρο και καρφωμένος σε ένα ξύλο. Η πομπή κατέληγε στην πλατεία, όπου πυροβολούσαν τον Ιούδα και του έβαζαν φωτιά. Από εκεί και μετά τα γλέντια συνεχίζονταν.
Το Πάσχα μόνο στους αρραβωνιασμένους έκαναν δώρα, ενώ σε οικογένειες που είχαν πένθος ή ένδεια οι γείτονες και οι συγγενείς φρόντιζαν να στέλνουν τσουρέκια και αυγά.
Το ίδιο πεσκέσι έστελναν και σε τουρκικές οικογένειες, οι οποίες κατά το μπαϊράμι ανταπέδιδαν με μπακλαβάδες και άλλα γλυκίσματα.
Τα Λαμπροήμερα τα μαγαζιά και οι βιοτεχνίες των Ελλήνων δεν άνοιγαν, με αποτέλεσμα...
κυριολεκτικά να νεκρώνουν οι αγορές των πόλεων. Εκείνη την περίοδο συνήθως επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι για να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους, ενώ συνήθως τη δεύτερη μέρα τα γλέντια και οι χοροί μεταφέρονταν σε αλώνια και σε ανοιχτούς χώρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου