Η ανακοίνωση του μερικού ανοίγματος της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου από τον Ταγίπ Ερντογάν, επανέφερε στο προσκήνιο τα ψηφίσματα 550/1984 και 789/1992 του ΟΗΕ για την Αμμόχωστο και συνακόλουθα υπέμνησε όλα τα άλλα ψηφίσματα που αξιοποιούνται ως αμυντική γραμμή της Λευκωσίας και της Αθήνας έναντι των εξαγγελιών του Τούρκου προέδρου, τα οποία ανάγονται κυρίως στη δεκαετία του 1970, του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Όμως έκτοτε με το τέλος του Ψυχρού πολέμου τα πάντα έχουν ανατραπεί στους διεθνείς συσχετισμούς και στην ευρύτερη περιοχή. Στη Μ. Ανατολή με τους δύο πολέμους του Κόλπου, στα Βαλκάνια με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στη Β. Αφρική με την Αραβική Άνοιξη, στην Εγγύς Ανατολή με τη Συρία, τον Λίβανο, τον ISIS, στον Καύκασο που φλέγεται κατά καιρούς. Αναταράσσεται δηλαδή ολόκληρη η περιοχή του Ανατολικού Ζητήματος στην οποία είναι ενταγμένη η Κυπριακή Δημοκρατία.
Προέκυψαν μάλιστα και νέα δεδομένα που είναι καθοριστικά: Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε το 2004 στις ευρωπαϊκές δομές, ανέκυψε ο ανταγωνισμός για την αξιοποίηση των ενεργειακών πηγών των υδρογονανθράκων και η διαμάχη για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στη βάση του Διεθνούς Δικαίου του 1982, θέματα που δεν υφίσταντο το 1974 και τις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Επομένως, αν εξαιρέσουμε τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που αναφέρονται στις πάγιες αρχές του Διεθνούς Δικαίου, όλα τα άλλα λογικά δημιουργούν αγκυλώσεις στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος διότι είναι ετεροχρονισμένα και αγνοούν τα σημερινά δεδομένα.
Εκείνο που κυρίως αγνοείται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, διότι δεν υφίστατο τότε η σχετική ιστορική εμπειρία, με αποτέλεσμα να προτείνεται έκτοτε η λύση της διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας, είναι ότι το Κυπριακό πρόβλημα, δημιουργήθηκε σε συνθήκες παγκόσμιας ισορροπίας, έστω του «τρόμου», με παγιωμένη την κατάσταση στην Εγγύς και τη Μ. Ανατολή και ενώ η συμβίωση διαφορετικών εθνοτήτων στα όρια ενός πολυεθνικού κράτους ήταν βιώσιμη.
Σήμερα, επιχειρείται να επιλυθεί σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές που είναι πολύ δυσμενέστερες. Διότι σήμερα, σε συνθήκες όπου τα πολυεθνικά κράτη έχουν διαλυθεί (ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία, Ουκρανία) και εθνότητες διεκδικούν την αυτοδιάθεσή τους (Σκωτία, Καταλονία, κ.α.), επιχειρείται, κόντρα στην πραγματικότητα, η συμβίωση δύο εθνοτήτων που δεν κατόρθωσαν να συνυπάρξουν όταν οι συνθήκες ήταν παγκόσμια ευνοϊκές γιαυτό. Αν πρόσθετα λάβουμε υπόψη ότι το 2004 οι ομογενείς μας απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία το σχέδιο Ανάν και στο Κραν Μοντανά η Λευκωσία αποχώρησε ένα βήμα πριν την ολοκλήρωση της συμφωνίας μπροστά στην “απειλή” επίλυσης του προβλήματος, τότε εύλογα διερωτώμεθα ποιά συμφέροντα υπηρετεί η εμμονή στη λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Μήπως η επιδιωκόμενη λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας δεν αποτελεί μορφή διχοτόμησης; Η Αθήνα και η Λευκωσία, αναμοχλεύοντας τα δεδομένα του παρελθόντος προσπαθούν να επιλύσουν, ή μάλλον να διαιωνίσουν τα εθνικά προβλήματα του παρόντος.
Η Αθήνα επαίρεται για την άσκηση της πολιτικής της στα εθνικά θέματα με επίκεντρο το Κυπριακό και όχι μόνον σε αυτό. Τελικά, ποιό κράτος υπηρετεί καλύτερα τα εθνικά του συμφέροντα; Η Τουρκία με την πολιτική έναντι των μειονοτήτων της ή η χώρα μας;
Η Τουρκία προστάτευσε την τουρκοκυπριακή μειονότητα καταπατώντας το Διεθνές Δίκαιο, τη διεύρυνε πληθυσμιακά επαυξάνοντας τις αξιώσεις της στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος και την αξιοποιεί ως εφαλτήριο άσκησης των συμφερόντων της στην ευρύτερη περιοχή. Το μήνυμα δηλαδή που απέστειλε η Τουρκία στις απανταχού μειονότητές της είναι ότι η «μητέρα» πατρίδα είναι κοντά τους.
Στις πρώτες εκλογές στην Αλβανία μετά την κατάρρευση του Αλία το 1991, η ομογένεια έστειλε στην αλβανική βουλή πέντε βουλευτές με τους μειονοτικούς συνδυασμούς και άλλους δέκα τρεις με τα άλλα κόμματα, δηλαδή συνολικά δέκα οκτώ. Στις πρόσφατες εκλογές εκλέχθηκαν μόνον δύο βουλευτές, ενδεικτικό του μεγέθους της συρρίκνωσης των ομογενών μας. Σε αυτό συνήργησαν κυβερνητικοί παράγοντες που χρησιμοποίησαν τη θρησκεία ως πολιτικό μέσον για να ενεργοποιήσουν την «ελληνική χριστιανική μειονότητα» της Αλβανίας, προκειμένου να αποσταθεροποιηθεί το καθεστώς Αλία το οποίο ήδη κατέρρεε, προκαλώντας τεράστιο κύμα φυγής ομογενών στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν τα εθνικά μας ερείσματα εκεί.
Σήμερα, ενώ οι ομοεθνείς μας τελούν υπό συνεχή διωγμό, η Αθήνα τάσσεται αναφανδόν υπέρ της ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ, μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η καταπιεστική πολιτική των Τιράνων άρχισε να γίνεται εντονότερη μετά τη χορήγηση του καθεστώτος της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ε.Ε. με την ελληνική συναίνεση.
Και σαν να μην έφτανε αυτό...
στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, η ελληνική πολεμική αεροπορία διασφαλίζει τον εναέριο χώρο της Αλβανίας ενώ πρόσφατα η χώρα μας αναβάθμισε τις διπλωματικές σχέσεις της με το Κόσσοβο και εξετάζει την αναγνώρισή του, πολιτική που αντιφάσκει με τον παράνομο χαρακτήρα της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου” διότι αποτελούν “ομοειδείς περιπτώσεις”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου