"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ - ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Ο κύκλος των χαμένων 40-49

 


Της ΛΙΛΑΣ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΓΛΟΥ

Κάπου μέσα στον Μάιο θα ανοίξει η πλατφόρμα για τα άτομα ηλικίας 40-49. 

Θα είναι οι τελευταίοι τού κατά προτεραιότητα εμβολιασμού για την Covid-19, μιας και πριν από αυτούς προηγήθηκαν όλοι οι υπόλοιποι. Ακόμα και οι μικρότερης ηλικίας, των 30-39, πριν από αυτούς θα ξεκινήσουν.  

Το νέο ανακοινώθηκε πριν από λίγες μέρες και σήκωσε ένα κύμα καζούρας στα κοινωνικά δίκτυα. Τόσο σχολιασμό και αστεία δεν έχω ξαναδεί να γίνονται για άλλη ηλικιακή ομάδα, όσον αφορά τον εμβολιασμό της, όταν ανακοινώνεται. Το hashtag #40-49 στο Twitter έφτασε στην πρώτη θέση, από όλους εμάς τους σαράντα συν, αλλά και από όσους ακόμα ήθελαν να συμμετέχουν στο χιουμοριστικό μας παραλήρημα. 

Αυτο-τρολάρισμα θα το βάφτιζα καλύτερα, με αφορμή το γεγονός ότι μας έβαλαν γαλαρία. Τελευταίους στο τρένο. Σαν να μας είπαν «οι 40-49 να κλείσουν την πόρτα».  

Οπου ξεσηκώνεται τόσος αυτοσαρκασμός, υπάρχει μια πονεμένη αλήθεια από πίσω. Αυτό ξέρω εγώ. Και το ξέρω επειδή ανήκω σ’ αυτή την ηλικιακή ομάδα, την 40-49. Η οποία, νομίζω, είναι η πιο χτυπημένη από όλες τις γενιές των τελευταίων δεκαετιών. Χτυπημένη από τη ζωή και τις συγκυρίες της. Να μην παρεξηγηθώ, όλες οι γενιές έχουν τον πόνο τους, όλες από κάποιες Συμπληγάδες πέρασαν. Αλλά να, αισθάνομαι ότι η δική μου γενιά έπεσε διάνα μέσα στη σκουληκότρυπα. Βρήκε κέντρο. Κι ενώ δεν πέρασε από καμία τρομερή δυστυχία, έφτασε στα σαράντα νιώθοντας μια κόπωση που δεν ταιριάζει στην ηλικία της. Κόπωση ψυχολογική, κυρίως, με ολίγον τι από υπαρξιακό αλαλούμ. Και μια αίσθηση αποτυχίας να τη βασανίζει.  

Γεννημένοι μέσα στη δεκαετία του ’70, στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, από γονείς που κουβάλησαν τα ιδεώδη της και, αρκετοί από αυτούς, αγωνίστηκαν για να τα καθιερώσουν, βρεθήκαμε να περνάμε τα πρώτα μας χρόνια σε μια χώρα που χαιρόταν τη νέα εποχή της. Ως παιδιά χαρήκαμε και την, παλαιάς κοπής, αθωότητά της. Είμαστε, μάλλον, η τελευταία γενιά που έπαιξε στις γειτονιές των μεγαλουπόλεων, οι τελευταίοι που χάρηκαν στην πρωτεύουσα ήσυχους δρόμους, πλαισιωμένους με μονοκατοικίες και διώροφα. Και σίγουρα, είμαστε οι τελευταίοι πριν από το μεγάλο Big Bang του νεοπλουτισμού.  

Κατά τη δεκαετία του ’80 είδαμε τους γονείς μας να βρίσκουν θέσεις στο Δημόσιο, να χτίζουν καριέρες, να βολεύονται, να εξελίσσονται, να δυναμώνουν. Εκείνη η γενιά των σαραντάρηδων γονιών μας, η γενιά του Πολυτεχνείου, ήταν σαν τον Σούπερμαν. Πετούσε. Και μαζί τους, πετούσαμε κι εμείς κι απολαμβάναμε τα καλά της δυναμικής τους. Η εφηβεία μας βρήκε στους πρόποδες της φούσκας, στην οποία όλη η χώρα μπήκε και ξεσάλωσε.  

Η ελαφράδα της νεότητάς μας συνέπεσε μ’ εκείνη την αβάσταχτη ελαφρότητα των 90s, όπου όλα περιστρέφονταν γύρω από την ευκολία και την επίπλαστη ευμάρεια, τον καθησυχασμό και τον ωχαδερφισμό.

 Ζήσαμε τη γέννηση του Νεοέλληνα, την είδαμε να συμβαίνει μπροστά στα νεανικά μάτια μας.  

Βολέματα στο Δημόσιο, φακελάκια, πρώτο τραπέζι πίστα, λαδώματα, δάνεια. 

«Καίω τα δέντρα χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες, σ’ ένα κλουβί γραφείο σαν αγρίμι, παίζω ατέλειωτο βουβό ταξίμι» είπε ο Τζίμης Πανούσης.  

Και παρ’ όλο που, ως νέοι, τραγουδούσαμε τους στίχους του, έπρεπε να ωριμάσουμε για να τους εμπεδώσουμε. Και για να καταλάβουμε ότι είμαστε οι παράπλευρες απώλειες της κυριαρχίας των Νεοελλήνων.  

Τις αμαρτίες τους αρχίσαμε να τις πληρώνουμε όταν πλησιάσαμε τα τριάντα. Εκεί που έπρεπε να αρπάξουμε τη ζωή απ’ τα μαλλιά και να τη φέρουμε σβούρες, ήρθε η κρίση. Βρεθήκαμε με πτυχία και μεταπτυχιακά στο χέρι, τα οποία δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε. Η μαλθακότητα, στην οποία μας μύησε η νεοελληνική οικογένεια, μας άφησε ακόμα πιο πίσω στον αγώνα δρόμου για ανέλιξη και καταξίωση. Μείναμε στο πατρικό μέχρι τα τριάντα και τα τριάντα πέντε. Κάναμε οικογένειες με την επιδότηση του γονιού, γιατί τι να πρωτοκάνεις με επτακόσια ευρώ μισθό; Και βουλιάξαμε, σιγά σιγά, στον βούρκο της ανασφάλειας. 

Generation X. Έτσι μας λένε. 

Τα περάσαμε λουκούμι νέοι, τα βρήκαμε μπαστούνια μετά

Απορρυθμιστήκαμε πάνω που βγήκαμε στο στίβο της ζωής. Και μείναμε κάπως μετέωροι, μεταξύ απραξίας και δράσης, αποτυχίας και επιτυχίας. Πολύ μεγάλοι για να διεκδικήσουμε όσα ονειρευτήκαμε, πολύ μικροί για να παρατήσουμε τα όνειρά μας.  

Μέχρι και...

 

 στον εμβολιασμό, τελευταίους μας έβαλαν. Το κερασάκι στην τούρτα μας

Να μην κάνουμε λίγη πλάκα; 




Δεν υπάρχουν σχόλια: