Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΩΜΕΝΙΔΗ
Να είσαι μικρόχαρος. Να απολαμβάνεις – σημαίνει – τα μικρά, να λιώνουν οι στιγμές στο στόμα σου σαν καραμέλες. Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην ευτυχία.
Σε όλη την πτήση από Κέρκυρα, ιδρώνοντας τη μάσκα μου, σφιγμένος μη τυχόν κι ο αγκώνας μου αγγίξει τον διπλανό μου, ονειρευόμουν με ένταση εγκύου έναν εσπρέσο. Με γάλα; Οχι, σκέτο. Πικρό. «Θα σταθώ στο πεζοδρόμιο των αφίξεων, εκεί που φεύγουν τα λεωφορεία, και θα τον πιω αργά-αργά. Κάθε γουλιά μια σπιρουνιά στα νεύρα μου, αναζωογονητικότατη!». Μου έτρεχαν κυριολεκτικώς τα σάλια.
Παρέλαβα το βαλιτσάκι μου από τον ιμάντα και έσπευσα στην καφετέρια του αεροδρομίου. Παρήγγειλα. «Μονό;». «Διπλό. Μπορείτε μήπως να τον κάνετε τριπλό;». «Και τετραπλό αν αντέχετε…» χαμογέλασε η κοπέλα κι εγώ της άφησα όσα ψιλά βρήκα στις τσέπες μου γιατί το πουρμπουάρ δεν είναι πόλη στη Γαλλία ιδίως αυτό το τόσο δύσκολο καλοκαίρι.
Τα πάντα εξελίχθηκαν σε δευτερόλεπτα. Η κοπέλα ακούμπησε εμπρός μου τον καφέ, τα μεγάφωνα μας υπενθύμισαν να κρατάμε τις αποστάσεις. Ενας με κόκκινο γιλέκο διαλάλησε το περιοδικό των αστέγων. Μια ανδρική φιγούρα πέρασε από δίπλα μου, μία παλάμη αντίκρισα στη χειρολαβή και την επόμενη στιγμή η βαλίτσα κυλούσε μακριά μου.
Δεν φημίζομαι για τα αντανακλαστικά μου, ένας μπούφος είμαι για να μιλάμε ειλικρινά, ένα πουλί που ρεμβάζει. Φαίνεται όμως ότι ο Αγιος Φανούριος, που σε βοηθά να βρεις τα απωλεσθέντα, δρα ενίοτε και προληπτικά.
Πώς έπεσε το βλέμμα μου στο σούφρωμα; – λίγο πιο αριστερά ή δεξιά ή πιο πάνω να κοίταζα, θα με είχαν κλέψει κάτω από τη μύτη μου.
Πώς αντιλήφθηκα τι έπρεπε να κάνω;
Εκεί λειτούργησε, πιστεύω, η μνήμη. Ελάχιστες φορές με είχε δείρει ο πατέρας μου μα όταν τον εξενεύριζα αφόρητα μου πετούσε νερό. Το χέρι μου τινάχτηκε σαν αυτόματο, ο καφές εκτοξεύτηκε στην πλάτη του άρπαγα, μπορεί να του τσουρούφλισε ελαφρώς και τον σβέρκο. Τον αλάφιασε, πάντως, τον κοκκάλωσε. Ισως και να αποτελεί στοιχειώδη κανόνα της κλεπτικής άμα σε πιάνουν στα πράσσα να μην το βάζεις στα πόδια σε χώρο όπου κυκλοφορεί αστυνομία. Το τρέξιμο ισοδυναμεί με ομολογία ενοχής.
«Η βαλίτσα μου!» ούρλιαξα.
Γύρισε και με κοίταξε σαν άναυδος. Ηταν ψηλός και λεπτός, σαραντάρης, με ευγενικά χαρακτηριστικά, φουντωτά μαλλιά, στρογγυλά γυαλάκια. Σακάκι σε στενή ιταλική γραμμή, επιμελώς ατημέλητος, μουσικό θα τον έκανες ή σχεδιαστή. Ποιος κλέφτης ο οποίος σέβεται τον εαυτό του μοιάζει με κλέφτη;
«Χίλια συγγνώμη… Την μπέρδεψα με τη δική μου βαλίτσα…» έκανε σε σπαστά αγγλικά.
Δικαιολογία για γέλια. Ποιο θύμα παρεξήγησης αντιπαρέρχεται άλλωστε το γεγονός ότι έχει μουσκέψει με μαύρο καφέ; Δίχως να σκουπιστεί ούτε για τα προσχήματα, τάχυνε το βήμα προς την έξοδο του αεροδρομίου. Οι μάρτυρες του περιστατικού φάνηκαν απίστευτα επιεικείς μαζί του – αν ήταν μελαμψός και κακοντυμένος, θα τον πλάκωναν προφανώς στο ξύλο…
Ούτε εγώ καν του κάκιωσα. Τον φαντάστηκα να καταφεύγει με τη λεία του στην τουαλέτα, να ανοίγει το φερμουάρ, να ανακατεύει φανέλες και σώβρακα. Τι άλλο ήλπιζε άραγε να βρει; Να τα αφήνει εκεί, πλάι στη λεκάνη, να καμαρώνεται φευγαλέα στον καθρέφτη και να συνεχίζει τον δρόμο του.
Ο Covid γονάτισε το μικρό έγκλημα. Την περίοδο της καραντίνας, όταν κανείς δεν έβγαινε από το σπίτι, οι διαρρήκτες προφανώς βαρούσαν μύγες. Και στη συνέχεια, με τα μέτρα της κοινωνικής αποστασιοποίησης, οι πορτοφολάδες ιδρώνουν για να βρουν συνωστισμό, να απλώσουν το ελαφρύ τους χέρι… Να είδε και να απόειδε ο παρ’ ολίγον κουρσευτής της βαλίτσας μου στη δεινότερα πληγείσα Ιταλία και να ήρθε στην Ελλάδα μπας και δει άσπρη μέρα; Να με διάλεξε για να του κάνω σεφτέ και αντ’αυτού να οικονόμησε λεκέ; Λίγο ήθελα για να αισθανθώ τύψεις…
Οι ζωγράφοι αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως καλειδοσκόπιο χρωμάτων.
Οι συγγραφείς ως νεφέλωμα λέξεων.
Οι κλέφτες ως άθροισμα ανεπιτήρητων αντικειμένων. Αποσκευές που οι ιδιοκτήτες τους περί άλλα τυρβάζουν, πορτοφόλια που φουσκώνουν στην κωλότσεπη, λουριά που κόβονται με μια ξυραφιά. Προ ετών, στην Πανεπιστημίου, μια ηλικιωμένη κυρία μου απέσπασε την προσοχή καθώς για άγνωστο λόγο σφάδαζε εν μέση οδώ. Η συνεργός της με προσπέρασε σαν αερικό και με απάλλαξε από το ρολόι μου. Το πήρα χαμπάρι όταν βρισκόμουν πλέον στο Σύνταγμα. Δεν το έκλαψα. Θαύμασα ίσα-ίσα την επινοητικότητά τους.
Ανοιξα τη βαλίτσα που είχα σώσει απ’του κλέφτη τα νύχια, χάιδεψα τα πουκάμισά μου, «θα σας απήγαγε ο βρωμο-Ιταλός κι ούτε καν θα του κάνατε!» τους απευθύνθηκα με πατρική στοργή. «Ενώ τώρα...
θα αστράψετε και θα σιδερωθείτε. Θα περάσουμε τσίφτικα! Αν είστε τυχερά, θα σας φορέσω και γραβάτα!».
Παρήγγειλα καινούργιο καφέ. Ναι, είμαι μικρόχαρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου