To ότι βρήκα πάρκινγκ αμέσως στην κατάμεστη – ακόμα και εν μέσω θέρους – Κυψέλη το εξέλαβα ως καλό οιωνό. Ακόμα και νωρίς το πρωί δεν υπάρχουν εύκολα άδειες θέσεις. Ο καλός θεός των Πατησίων, όμως, φρόντισε να δείξει την εύνοιά του μπροστά στο δύσκολο εγχείρημα: επίσκεψη στο ΙΚΑ (ΕΦΚΑ πλέον, αλλά είμαστε της παλιάς σχολής) για διεκπεραίωση μιας σειράς εγγράφων για συγγενικό μου πρόσωπο.
Η ώρα είναι 6.30 λοιπόν, υπάρχουν ήδη έξω από το κτίριο αρκετοί που περιμένουν, είμαι το νούμερο 18, με ξέρουν όλοι με αυτό, όπως φαίνεται από το χαρτί που συμπληρώνουμε το όνομά μας, με αυτοσχέδια ευελιξία. Μέχρι τις 8, οπότε και ανοίγει η πόρτα, έχουμε αβγατίσει στους 64.
Mάσκες όλων των χρωμάτων και των ντεσέν, μισοφορεμένες, πιγουνάτες, σκουλαρικάτες, κάτω από τη μύτη, στο χέρι, στην τσάντα, στο «να, μόλις την έβγαλα, να πάρω μια ανάσα». Υπάρχει και κορωνοϊός, παιδιά, λέω, αλλά αντιμετωπίζομαι σχεδόν σαν γραφική περίπτωση, με επιτιμητικά βλέμματα. Ποιος κορωνοϊός, όταν μπορείς να παρακάμψεις την ουρά;
Ο καθένας καταστρώνει το δικό του σχέδιο μάχης απέναντι στο ελληνικό Δημόσιο, που όμως έχει πολλά κόλπα και έτσι σύντομα θα καταλάβουμε ότι εκτός από τη γραμματεία συντάξεων υπάρχει και το τμήμα πληρωμών συντάξεων που απαιτεί άλλο χαρτάκι και κάποια άλλα τμήματα για τις συντάξεις που απαιτούν άλλα χαρτάκια και έτσι, τέλος πάντων, η χαρά για το πρώτο χαρτάκι που κρατούσαμε τόση ώρα ως τρόπαιο περιορίζεται σημαντικά.
Οι συνταξιούχοι είναι σκληραγωγημένοι. Αυτή η γενιά μπορεί να μην πέρασε πόλεμο όπως η προηγούμενή της, έχει μεγαλώσει όμως στα καλντερίμια του ελληνικού Δημοσίου και ξέρει πως χρειάζεται επιμονή και επινοητικότητα. Ετσι στα τμήματα που ανοίγουν αργότερα, στις 10 ή στις 11, σε αυτή τη ζούγκλα όπου οι υπάλληλοι έχουν κατεβασμένα τα ρολά στα γκισέ, οι συνταξιούχοι κυκλοφορούν ως αιλουροειδή, ελλοχεύουν πίσω από τις γρίλιες και μόλις δουν κάποια κίνηση ή αισθανθούν μια ανάσα φωνάζουν: «Να σας κάνω μια ερώτηση; Μία ερώτηση μόνο».
Βρίσκω την ευκαιρία να κοιτάξω πίσω από μισάνοιχτες πόρτες. Ενας χώρος μού τραβά την προσοχή: Αρχείο Συντάξεων. Χιλιάδες ντοσιέ σε ράφια που φτάνουν μέχρι το ταβάνι. Χρώματος ροζ και σομόν, γεγονός που δημιουργεί μια ευχάριστη, χρωματικά τουλάχιστον, διάθεση. Κάπου διάβαζα πως είχε καταργηθεί το χαρτομάνι και πως έχει αλλάξει το ελληνικό Δημόσιο. Μάλλον άλλαξε προς πιο παστέλ αποχρώσεις.
Επιστροφή στο γκισέ που περιμένουμε να ανοίξει: ιστορίες, η κυρία Ντόνα από τη Βουλγαρία που φροντίζει έναν ηλικιωμένο, ο Αλί που δουλεύει σε συνεργείο και ο κύριος Γιώργος, «οικοδόμος από το ’61, έχω χτίσει όλη την Αθήνα», να ψάχνει 4.000 βαρέα ένσημα που αγνοούνται στον επανυπολογισμό των συντάξεων. Ο κύριος Αλέξης, ένας καλοστεκούμενος 75άρης, κάνει πλάκα με την αναμονή μας, έχουν περάσει πια αρκετές ώρες και όταν φεύγει θριαμβευτής με το πολυπόθητο έγγραφο, μου ψιθυρίζει μεταξύ αστείου και σοβαρού, κλείνοντας το μάτι: Να σου δώσω το τηλέφωνό μου;
Θέλει κουράγια και χιούμορ αυτή η περιπέτεια του ελληνικού Δημοσίου. Κουράγια από τους υπαλλήλους, κουράγια και από τους πολίτες. Γιατί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου