Λίγο πριν από τη δύση, τα βήματά μου με οδηγούν στην Ομόνοια για να απολαύσω καθισμένος στο πεζούλι το σιντριβάνι. Γύρω πλήθος που έχει έρθει από την άλλη άκρη του κόσμου, εκστασιάζεται με τους πολύχρωμους πίδακες και τρελαίνεται με τις φούσκες. Είναι από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Κουρδιστάν, το Σουδάν και άλλες χώρες των οποίων το όνομα δεν λήγει σε -αν.
Το πρώτο νούμερο της επιθεώρησης το εκτελεί η αστυνομία. Λιγότερο ή περισσότερο θεαματικό, με προβολείς και αυτοκίνητα ή απλές μοτοσικλέτες, σου δίνει, με το που σηκώνεται η κουρτίνα, τον τόνο του θεάματος. Οι άνδρες, ένοπλοι, ένστολοι ή με πολιτικά, φορώντας γάντια, σηκώνουν τους τοξικομανείς κομπάρσους που τους περιμένουν ξαπλωμένοι στις εισόδους των πολυκατοικιών. Ψάχνουν τα σακίδιά τους και τα ρούχα τους και τους προστάζουν να σηκωθούν, να φύγουν από κει και να μην ξανάρθουν. Ως διά μαγείας, ο δρόμος αδειάζει από τους τοξικομανείς κομπάρσους. Ικανοποίηση στο κοινό, πλην του θυμόσοφου Αλβανού από απέναντι, ο οποίος μου φωνάζει: «Τίποτε δεν γίνεται».
Στο δεύτερο νούμερο πρωταγωνιστεί υδροφόρο όχημα του Δήμου Αθηναίων. Ακούω τον βόμβο του πιεστικού να πλησιάζει, ενώ διαπιστώνω ότι, μέχρι να γυρίσω το βλέμμα μου, οι κομπάρσοι που μερικά λεπτά πριν είχε διώξει η αστυνομία έχουν ξαναπάρει θέση στα πόστα τους. Κουρνιάζουν όσο μπορούν στις εισόδους για να μην βραχούν, αν και ο χειριστής του πιεστικού προσέχει ώστε να μην τους ενοχλήσουν τα νερά. Στον πλυμένο, πλέον, δρόμο οι κομπάρσοι προσπαθούν να κλέψουν την παράσταση. Τσακώνονται στη γλώσσα τους, ουρλιάζουν, κυνηγιούνται και πολλές φορές γκρεμίζονται σαν άτυχοι ακροβάτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου