"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ: Η πιό όμορφη πρωτοχρονιά της ζωής μου!



Πριν από 31 χρόνια τέτοιες ώρες, τέτοιες ημέρες, η Ελλάδα ετοιμαζόταν να υποδεχτεί το 1993

Σήμερα, η Ελλάδα δεν ξέρει τι της ξημερώνει. 


Δεν το λέω πολιτικά ή οικονομικά. Αλλά κοινωνικά, ανθρώπινα.  

Δεν ξέρουμε πλέον ποιοί είμαστε ή τι είμαστε. Άνθρωποι ή τέρατα? ΄Ανθρωποι ή μισάνθρωποι?΄Ανθρωποι ή ρομπότ? 
 
Φτάσαμε στο σημείο να στέλνουμε ηλεκτρονικές «ευχές φασόν» μέσα από καλώδια των υπολογιστών και των ipad.  
 
Μία γιά όλους.
 
Μην κουραζόμαστε να γράφουμε από μία που θα «ταιριάζει» στη ζωή του καθενός με όλη μας την καρδιά. Θα μου πείτε και λίγα χρόνια πριν οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας μπλόκαραν από τα εκατομμύρια μηνύματα της νύχτας της πρωτοχρονιάς. Λες και κάποιος πατούσε ένα κουμπί στο μυαλό των ανθρώπων και από τις 11.59 έως τις 12.01 έπρεπε να στείλει μιά ευχή με sms.
 
Θα μου πείτε επίσης ότι παλιότερα ο ΟΤΕ «έτρεχε και δεν έφτανε» γιατί εκείνο το τρίλεπτο πάθαινε «μπλακ άουτ» το τηλεφωνικό σύστημα. Τουλάχιστον άκουγες τη φωνή του δικού σου ανθρώπου. Έστω και με παράσιτα ή βόμβο. ΄Εστω και «παίρνοντας το μηδέν».
 
Θα μου πείτε ότι ακόμη παλιότερα τα ταχυδρομεία προσλάμβαναν έκτακτο προσωπικό γιά να προλαβαίνουν να μοιράζουν εγκαίρως την αλληλογραφία με τις ευχετήριες κάρτες. Μα τόσο πολύ γέρασα στα 58 μου – να πάρει η ευχή να πάρει – που θυμάμαι με γλυκύτητα και νοσταλγία τη διαδικασία να αγοράσω χριστουγεννιάτικες κάρτες και να στις στείλω σε συγγενείς, φίλους και συναδέλφους. Και με πόση λαχτάρα βέβαια περίμενα να μου φέρει ο ταχυδρόμος τα γράμματα των άλλων. Το έγραψα προ ημερών πάλι. Άντεξα μέχρι και οκτώ χρόνια να στέλνω κάρτες με το ταχυδρομείο. Μετά ένιωσα «Νεάτερνταλ» και το έκοψα. 
 
 Αλλά και που στέλνω ευχές με μήνυμα από το κινητό τι έγινε?
 
Ούτε οι μισοί δεν απαντάνε! Κι αν απαντήσουν θα είναι το «μήνυμα – φασόν» που έχουν στα έτοιμα. Ενώ εγώ ο ηλίθιος, κάθομαι και σκέφτομαι κάτι που να ταιριάζει στον καθένα. Και απαντάω σε όλους μα όλους όσοι με θυμούνται. 
 
Γι αυτό ξαναγυρνάμε αναγκαστικά στα παλιά. Στο τηλεφώνημα που τουλάχιστον θα ακούσεις τη φωνή του άλλου και θα δεις ότι είναι καλά και στην «αλληλογραφία», αλλά με άλλη μορφή.
 
Αντί να στείλεις κάρτα, πηγαίνεις εσύ ο ίδιος στο σπίτι του άλλου ή δίνετε κάπου ένα ραντεβού γιά λίγη ώρα να τα πείτε και να ευχηθείτε. ΄Ανθρωποι – ζωντανά «γράμματα» δηλαδή. Χωρίς μπαταρίες στο μυαλό, καλώδια στην καρδιά και password στη φωνή. Αλλά με μιά χειραψία. Μιά αγκαλιά. Ένα φιλί.
 
Κι έτσι μέσα στο δικό μου φόβο των ημερών, ξαναγυρίζω νοερά λίγο πριν την πρωτοχρονιά του 1993. Μακράν την πιό όμορφη πρωτοχρονιά της ενήλικης ζωής μου, γιατί εννοείται ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ μέχρι να κλείσω τα μάτια μου τις πρωτοχρονιές των παιδικών μου χρόνων, άντε και κάποιας εφηβικής.  
 
Τότε όμως ζούσα μεταφορικά και κυριολεκτικά σε έναν άλλον κόσμο.
 
Με το πρόσημο του αριθμού 2 ακόμη στην ηλικία μου, την ορμή της νιότης, της ασφάλειας της υγείας, της μέθης του έρωτα, της αγάπης των φίλων, της σιγουριάς της καλής δουλειάς, της απατηλής λάμψης της χώρας και πολλά πολλά άλλα, ετοιμαζόμουν γιά το ρεβεγιόν αφού είχα την πολυτέλεια του διήμερου ρεπό. 
 
Τότε η διεύθυνση του ραδιοφωνικού σταθμού Flash, μας έδωσε δύο ημέρες άδεια «σημαίας», όποιος ήθελε Χριστούγεννα και όποιος ήθελε πρωτοχρονιά.
 
Ετοιμαζόμουν γιά τη στιγμή που θα έμπαινα στον «μαγικό» κόσμο των μπουζουκιών. Η φιλία μου με τον Δημήτρη και τη Φεβρωνία Γιακουμέλου, τους επιχειρηματίες του θρυλικού νυκτερινού κέντρου «Χάντρες», που δεν υπάρχει εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά άφησε το ανεξίτηλο σημάδι τους στο χώρο της αθηναικής διασκέδασης, εξασφάλιζε στην παρέα μου ένα καλό τραπέζι κοντά στην πίστα.
 
Από τη μία θυμάμαι εκείνη τη βραδιά της νιότης και χαίρομαι και από την άλλη ζω στο σήμερα και θλίβομαι. Όχι βέβαια γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να πάω μπουζούκια (και να είχα χρήματα δεν θα επέλεγα τέτοια διασκέδαση), αλλά γιατί αδυνατώ να πιστέψω πού έφτασε η χώρα και πώς ζούμε. Να μην έχουμε καν αίσθηση της εορταστικής ατμόσφαιρας.
 
Ας είναι. Εκείνες τις ώρες πριν το ρεβεγιόν λοιπόν, σε ρόλο συντονιστή της μεγάλης εξόδου, «αρχηγού» της παρέας, άρχισα τον τηλεφωνικό μαραθώνιο από το σταθερό γιά την ώρα και το μέρος του ραντεβού, τα μηνύματα στον τηλεφωνητή γιά όσους και όσες απουσίαζαν και η προετοιμασία γιά τις τελευταίες λεπτομέρειες.
 
Το ρόστερ της εικοσάδας, λες και ήμασταν ποδοσφαιρική ομάδα, νωρίς το απόγευμα είχε κλείσει και δυό ώρες ύπνος θα ήταν ότι έπρεπε. Οι μισοί κάναμε «αλλάξαμε» το χρόνο» στις «Χάντρες» και οι άλλοι μισοί ήρθαν μετά αφού έκαναν πρωτοχρονιά με τις οικογενειές τους στα σπίτια. 
 
Ο μετρ ο αείμνηστος Γιώργος Παπαδόπουλος, μας βόλεψε, όπως και όλους τους θαμώνες του μαγαζιού. Ακόμη και σκαμπό επιστράτευσε γιά να μη μείνει κανένας να κάθεται μισό μισό με άλλον σε μία καρέκλα. Είχε όπως έλεγε «ένα καλό» γιά όλους.
 
Δεν φοβόμασταν το αύριο εκείνη τη νύχτα. Τα γέλια, οι αγκαλιές, τα φιλιά, τα τραγούδια, το αλκοόλ γινόταν ένα κοκτέιλ που έδιωχνε κάθε κακή σκέψη.
 
Κι όταν ο Δημήτρης γύρω στις 3 έβγαζε τη «μάσκα» του επιχειρηματία και έκανε αυτό που ήθελε πραγματικά η καρδιά του το κέφι απογειωνόταν. Γιά μισή ώρα ήταν τραγουδιστής. Πάντα με αρχή «τα μαύρα μάτια» του Αγγελόπουλου και την ορχήστρα να δίνει ρεσιτάλ.
 
Ήταν η εποχή με τους χορούς πάνω στα τραπέζια. Η εποχή που άγνωστοι γινόταν μιά παρέα. Το φλερτ ήταν επιβεβλημένο. Η νύχτα – παραμύθι της πρωτοχρονιάς δεν είχε «πρέπει», «απαγορεύεται», πρωτόκολλα και κανόνες. Τα κορίτσια με τα λουλούδια έβγαζαν το χαρτζιλίκι του μήνα μέσα σε λίγες ώρες. Οι πιό τολμηροί έπαιρναν και γιά λίγα δευτερόλεπτα το μικρόφωνο γιά ένα ρεφρέν και αποθεωνόταν. Τα ζειμπέκικα στην πίστα στις «Χάντρες» – αν ήταν παρών ο Θάνος Αλεξανδρής θα τον ενέπνεαν να τα περιγράψει όπως μόνο αυτός ήξερε στο καταπληκτικό βιβλίο του «αυτή η νύχτα μένει» που έγινε και κινηματογραφική ταινία από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο – έκαναν «τα πλακάκια να σπάνε».
 
Και όταν πιά είχαμε γεμίσει με γλέντι τις ψυχές μας αποχαιρετούσαμε την πρώτη νύχτα του χρόνου στο φως της ημέρας.  
 
Γιά εκείνη την πρωτοχρονιά του 1993 που έφυγε ανεπιστρεπτί, ...
 
αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ, αυτό το κείμενο . 
 
 Και γιά τις φίλες και τους φίλους που με κάποιους είμαστε ακόμη μαζί και θα είμαστε γιά πάντα, με κάποιους χαθήκαμε και με κάποιους ελπίζουμε να ξαναβρεθούμε κάποτε.
 
Καλή χρονιά Κατερίνα, Ηλία, Γιώργο, Μπάμπη, Δημήτρη, Χρήστο, Μαρία, Ελένη, Γιάννη, Αλέξανδρε, Νίκο, Αναστασία, Άρη. Πού να γράφω όλα τα ονόματα τώρα. Υπάρχουν άλλωστε στο «αρχείο» της μνήμης εκείνης της παλιοπαρέας. Όλοι έχουμε τις δικές μας «Χάντρες» ή όπως αλλιώς λεγόταν το μαγαζί μιάς αξέχαστης πρωτοχρονιάς του χθες γιά τον καθένα.
 
Ξέρετε, ο Γερμανός ποιητής Χάινριχ Χάινε είχε γράψει σε μιά «έκρηξη» τρυφερότητας ότι «οι αναμνήσεις είναι ο μόνος παράδεισος από τον οποίο δεν γίνεται να μας διώξουν»…

Δεν υπάρχουν σχόλια: