Το 1971, ο καθηγητής ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, δοκίμασε ένα πείραμα ώστε να μελετήσει τις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Το πείραμα αυτό είναι παγκοσμίως, πλέον, γνωστό και δημιουργεί πολλούς προβληματισμούς, όχι μόνο σε ψυχολογικό επίπεδο όσο σε κοινωνικό.
Εικοσιτέσσερις φοιτητές επιλέχθηκαν από 70 για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων και να ζήσουν σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, αλλά και ποινικού μητρώου, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για την επιστημονική παρατήρηση. Οι ρόλοι μοιράστηκαν μετά από τη ρίψη κέρματος, κορώνα ή γράμματα.
Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν κατευθείαν στους ρόλους τους προχωρώντας τους ρόλους του όμως πέρα από τις προβλέψεις, οδηγούμενοι σε επικίνδυνες και ψυχολογικά καταστροφικές καταστάσεις. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς κρίθηκε ότι επέδειξαν “γνήσια” σαδιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί φυλακισμένοι να τραυματιστούν ψυχολογικά και δύο από τους φοιτητές να αποχωρήσουν νωρίς από το πείραμα. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή, και συνειδητοποιώντας ότι είχε παθητικά επιτρέψει ανάρμοστες συμπεριφορές να λάβουν χώρα κάτω από την εποπτεία του, ο Ζιμπάρντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να τερματίσει το πείραμα μετά από έξι μέρες.
Έξι μόνο μέρες χρειάστηκαν για να μπει κάποιος πλήρως στη ψυχοσύνθεση ενός δεσμοφύλακα, ενός σαδιστή και αντίστοιχα του κρατούμενου. Εξωπραγματικό και εξωφρενικό συνάμα.
Ως ένα καθαρά επιστημονικό εγχείρημα, αυτό ήταν μια αποτυχία, αλλά εξήχθησαν κάποια συμπεράσματα που δίνουν μια εικόνα για την ανθρώπινη ψυχολογία και την κοινωνική συμπεριφορά:
Αν δούμε, λοιπόν, κάπως πιο σφαιρικά τα πράγματα, αν γενικεύσουμε το πείραμα αυτό σε μια ολόκληρη κοινωνία, τότε...
παρατηρούμε πως κατά ένα παράδοξο μηχανισμό, όταν ένας πολίτης με υποσυνείδητες κακώσεις από αρχόμενος γίνεται άρχων, παίρνει τις διαθέσεις και τους τρόπους που ο ίδιος πρώτα μισούσε. Παίζει δηλαδή το ρόλο του ειδώλου που ως τώρα το φοβόταν και το αντιπαθούσε, γιατί έτσι νομίζει πως μπορεί να λευτερωθεί από τον εφιάλτη του.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο συμβαίνει, όποιος παίρνει και μια παραμικρή ακόμη εξουσία στην Ελλάδα, να μεταβάλλεται αμέσως σε σατράπη.
Στις σύγχρονες εποχές του Αμπού Γκράιμπ, του Γκουαντάναμο, αλλά και της εγχώριας Αμυδαλέζας και φυλακών τύπου Γ, το Πείραμα του Στάνφορντ αποκτά πάλι επικαιρότητα και δείχνει ότι η συστηματική κακοποίηση, η άρνηση και καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι ποτέ πολύ μακριά, σε κάθε φυλακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου