Στην Τουρκία επικρατεί η αίσθηση πως η κατάσταση βγαίνει εκτός
ελέγχου από την έναρξη των συλλήψεων στα μέσα Δεκεμβρίου. Ακόμη κι αν
δεν επαληθευθούν ποτέ οι κατηγορίες και δεν επιβληθούν οι καταδίκες που
τις συνοδεύουν, έχουν έρθει στην επιφάνεια αρκετά για να αποθαρρύνουν
ξένους και εγχώριους επενδυτές. Αμφισβητείται ανοιχτά η ανεξαρτησία των
αστυνομικών αρχών και της Δικαιοσύνης στη χώρα, καθώς και η δυνατότητά
τους να επιβάλουν τον νόμο.
Η Τουρκία μοιάζει ξαφνικά πολύ περισσότερο με τη χώρα που προσπαθούσε να
αφήσει πίσω της πριν από 12 χρόνια. Ο πληθωρισμός υπερβαίνει το 7%, το
νόμισμα διολισθαίνει και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται
περίπου στο 7%. Η ιδιωτική αποταμίευση, οι ξένες επενδύσεις και οι
εξαγωγές συρρικνώνονται.
Τι πρέπει να γίνει;
Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε
παραδοσιακό οικονομολόγο, μάλλον θα σας πει «πρώτον πρέπει να αυξηθούν
τα επιτόκια», κάτι το οποίο έγινε τελικά την περασμένη Τετάρτη.
Μέχρι όμως τότε, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας τα διατηρούσε
επίμονα κάτω από τα επίπεδα του 8% από τον Μάρτιο. Σύμφωνα με τον Μουράτ
Ουσέρ, οικονομολόγο της συμβουλευτικής Instanbul Analytics, το επιτόκιο
δανεισμού έπρεπε να είναι στο 11%
Η τουρκική κεντρική τράπεζα μέχρι την περασμένη εβδομάδα προτιμούσε μια
εναλλακτική τεχνική, που είναι γνωστή ως μηχανισμός επιλογής των
διαθεσίμων, και επιτρέπει στις τουρκικές τράπεζες να διατηρούν ένα τμήμα
των απαιτούμενων διαθεσίμων τους σε ξένο νόμισμα και όχι σε τουρκικές
λίρες. Οταν εισέρρεαν ξένα κεφάλαια στη χώρα, ο μηχανισμός αυτός
λειτουργούσε αποτελεσματικά ανακόπτοντας τις πιέσεις στην τουρκική λίρα.
Δεδομένου, όμως, ότι αποδυναμώνεται το νόμισμα, το μόνο αποτέλεσμα
είναι ότι αποθαρρύνει τους επενδυτές.
Απηυδησμένοι οι οικονομολόγοι
κατηγορούσαν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την απέχθειά του στην αύξηση
των επιτοκίων. Εχει επανειλημμένως πει πως τα επιτόκια των τραπεζών
πρέπει να είναι τα ίδια με τον πληθωρισμό και όχι υψηλότερα. Η κεντρική
τράπεζα δεν είναι αρκετά ανεξάρτητη για να του φέρει αντιρρήσεις και
μέχρι την περασμένη εβδομάδα υπήρχε η εκτίμηση ότι μάλλον θα υπερισχύσει
η θέση του Ερντογάν, τουλάχιστον μέχρι τις δημοτικές εκλογές της 30ής
Μαρτίου.
Στο μεταξύ, η κεντρική τράπεζα χρησιμοποιούσε διάφορα μέσα για να
αντιμετωπίσει την κερδοσκοπία κατά της τουρκικής λίρας και ιδιαιτέρως
τις μαζικές αγορές του τουρκικού νομίσματος με δολάρια. Στις 24
Δεκεμβρίου ανακοίνωσε πως θα έχει προχωρήσει σε αγορές ύψους 450 εκατ.
δολαρίων μέχρι το τέλος του έτους και στη συνέχεια σε νέες αγορές ύψους
100 εκατ. δολαρίων μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου. Κάποια στιγμή, όμως, θα
εξαντληθεί το οπλοστάσιο της τράπεζας εκτός κι αν αποκατασταθεί η
εμπιστοσύνη και επανέλθει η πεποίθηση ότι οικονομία και πολιτική είναι
και πάλι υπό καλύτερο έλεγχο.
Η κυβέρνηση δεν έχει ενδιαφερθεί να ενθαρρύνει την οικοδόμηση νέων
μονάδων και να προσελκύσει μεγάλες βιομηχανικές επενδύσεις από το
εξωτερικό με στόχο την παραγωγή κρέατος και ποτών. Αντιθέτως, έχει
υποβάλει σε αυθαίρετη φορολογία τα κέρδη καθιερωμένων βιομηχανιών και
τραπεζών.
Το χειρότερο είναι πως εισέρρευσαν στην Τουρκία υπερβολικά
πολλά φθηνά χρήματα (χάρη στην ποσοτική χαλάρωση στις ΗΠΑ). Οι ταχύτερες
αποδόσεις συνόδευαν τη χρηματοδότηση έργων υποδομής και τις αγορές
ακινήτων και όχι τις επενδύσεις στη βιομηχανία. Επιφανειακά η χώρα
εκσυγχρονίστηκε ραγδαία, επισημαίνουν παρατηρητές, αλλά η παλιά πρακτική
της διακυβέρνησης με πελατειακές σχέσεις στην οποία εναντιώθηκε αρχικά ο
Ερντογάν φαίνεται να επανέρχεται στο προσκήνιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου