"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ξεχασμένοι «πόλεμοι» για το δώρο του Πάσχα

Του Τακη Κατσιμάρδου
katsimar@yahoo.gr

Κάποτε το παρελθόν είναι παρηγορητικό σε δύσκολες καταστάσεις, όπως η σημερινή. Ετσι , η περικοπή του πασχαλινού δώρου δεν είναι η μονη που έχει επιβληθεί. Πριν από πέντε δεκαετίες (Μάρτιος 1953) είχε συρρικνωθεί στο μισό! Τότε στην κυβέρνηση βρισκόταν ο στρατάρχης Αλ. Παπάγος, με νούμερο 2 στην κυβέρνηση του «Συναγερμού» τον υπουργό Συντονισμού Σπ. Μαρκεζίνη.

Το σκεπτικό ήταν περίπου το ίδιο με το σημερινό (δημοσιονομικό έλλειμμα, «πατριωτικές» θυσίες για να μην καταρρεύσει η οικονομία κλπ.). Εντασσόταν σε μια ευρύτερη κυβερνητική εκστρατεία με φορολογικά μέτρα που έπαιρναν χαρακτήρα λεηλασίας των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Το τελευταία αποδείχτηκε εκ των υστέρων με επίσημα στοιχεία. Τα επιδόματα των εορτών του Πάσχα και των Χριστουγέννων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα είχαν θεσμοθετηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Η κατοχύρωση και η κανονική καταβολή τους βρίσκονταν στο επίκεντρο των εργατοϋπαλληλικών αγώνων.

 Η διεκδίκηση πασχαλινού δώρου προβάλλεται ως αίτημα από τα χρόνια, ακόμη, του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα και συνδέεται με την κήρυξη της πρώτης νεοελληνικής απεργίας (Μάρτιος 1822 στο Εθνικό Τυπογραφείο).

Ως έθιμο, με διάφορες μορφές και ονομασίες, διατηρήθηκε και αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, αντιστάθμισμα στις χαμηλές παραδοσιακά αμοιβές των Ελλήνων εργατοϋπαλλήλων. Οπως, άλλωστε, και γενικότερα συνέβαινε με την επιδοματική πολιτική, η οποία συχνά εντασσόταν και στο «πελατειακό» κομματικό σύστημα.

Με την εμφάνιση των συμβάσεων εργασίας η συνήθεια άρχισε να εδραιώνεται σε ορισμένους κλάδους από τις αρχές του 20ού αιώνα. Από την εμφάνιση του οργανωμένου εργατικού κινήματος και μετά η καθιέρωση των δώρων του Πάσχα και των Χριστουγέννων προβάλλει πια ως σταθερή διεκδίκηση. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, ιδιαίτερα τις περιόδους των εορτών.

Ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις και οι ιδιοκτήτες τους (π.χ. Κανελλόπουλος, Παπαστράτος, Μποδοσάκης, Κατσάμπας - Στράτος κ.ά.) επικαλούνταν την καταβολή του, μαζί με άλλα επιδόματα (π.χ. γάμου) για να προβάλουν τον φιλεργατισμό τους. Καταβάλλεται, όμως, αναλόγως με τις «φιλανθρωπικές» διαθέσεις της εργοδοσίας.

Στον δημόσιο τομέα από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έχει τη μορφή έκτακτου επιδόματος. Ετσι, για παράδειγμα , τον Μάρτιο του 1924 από τον πρωθυπουργό και υπουργό Οικονομίας Αλ. Παπαναστασίου «υπεγράφη διαταγή διά της οποίας παρέχεται έκτακτον επίδομα διά τας εορτάς του Πάσχα εις τους κατωτέρους υπαλλήλους των υπουργείων και διαφόρων κρατικών υπηρεσιών».

Στη δεκαετία του 1920 γίνεται ήδη λόγος για τον 13ο μισθό. Εκεί όπου οι εργαζόμενοι έχουν ισχυρά συνδικάτα, όπως για παράδειγμα στους σιδηροδρόμους, θεωρείται κάτι κεκτημένο.

Οι απόπειρες για μη καταβολή του συνιστούν λόγο απεργιακών κινητοποιήσεων. Οταν το 1927 και το 1928 η εταιρεία των Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς-Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ) εκδηλώνει την πρόθεση να μην καταβάλει τον 13ο μισθό, οι σιδηροδρομικοί κινητοποιούνται και τον απαιτούν.

Η εργοδοσία αναγκάζεται να δώσει «υπό τύπον 13ου μισθού τα επτά δέκατα (7/10) της μισθοδοσίας» τόσο στο μόνιμο όσο και το προσωρινό προσωπικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χορήγηση προβλεπόταν σε ειδικό νόμο, με τον οποίο το εισιτήριο επιβαρυνόταν για τον σκοπό αυτό.

Στη δεκαετία του 1930, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, σημειώνονται συνεχείς κινητοποιήσεις για την καταβολή των εορταστικών επιδομάτων. Διεκδικούνται πεισματικά προκειμένου να ενισχυθούν κάπως τα εισοδήματα πείνας. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, παρά το «εθιμικό δίκαιο», τα δώρα ή δεν δίνονται καθόλου ή περικόπτονται δραστικά. Ετσι, το 1930 κηρύσσονται απεργίες, γίνονται συλλαλητήρια με το «δώρο» να προβάλλεται ως ένα από τα βασικά αιτήματα. Στη «μόδα» είναι τότε, αντί επιδόματος, να παρέχονται βοηθήματα ή δάνεια για την καταβολή του «δώρου» και να παρακρατούνται ή να εξοφλούνται αργότερα με διάφορους τρόπους.

Ακόμη και εν μέσω εμφυλίου πολέμου, εργάτες και υπάλληλοι στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα διεκδικούν την καταβολή πασχαλινού επιδόματος. Στις 8 Απριλίου 1947 κηρύσσεται, μάλιστα, 48ωρη απεργία με μεγάλη επιτυχία. Τότε θα καταβαλλόταν για πρώτη φορά το «δώρο», μετά τη νομοθετική ρύθμιση της προηγούμενης χρονιάς. Οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν καταβολή ολόκληρου μισθού ή 25 ημερομισθίων. Με απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής το ύψος του δώρου για όλους τους μισθωτούς και συνταξιούχους έθιγε «την αξιοπρέπεια των εργατοϋπαλλήλων», όπως καταγγείλανε οι απεργοί.

Τις παραμονές του Πάσχα του 1945 η κυβέρνηση Βούλγαρη αποφάσισε να μη χορηγήσει δώρο στους δημόσιους υπαλλήλους κι όσους εργάζονταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (τράπεζες, σιδηρόδρομοι κ.ά.).

Η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, κινητοποιήσεις, απεργίες και στάσεις εργασίας. Διαβάζουμε στα ρεπορτάζ της εποχής: «Το άμεσο αίτημά τους είναι το πασχαλινό επίδομα που αποτελεί μια πλατιά κατάκτηση όλων των εργατών και υπαλλήλων, που δεν τόλμησαν να θίξουν ούτε αυτές οι χιτλερόδουλες κυβερνήσεις...»

Πραγματικά, το «δώρο» διατηρήθηκε, έστω τυπικά, και από τις κατοχικές κυβερνήσεις.Ο «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου, σε μια από τις πρώτες θεατρικές χειρονομίες, για να δείξει το φιλεργατικό, δήθεν, πρόσωπο όσων ανέλαβαν να συνθηκολογήσουν και να υπηρετήσουν τους κατακτητές, είχε εκδώσει το 1941 σχετικό διάταγμα. Σύμφωνα με αυτό το επίδομα των γιορτών «όπου από συνήθεια ή από έθιμο ή από διάταξη σύμβασης εργασίας καταβάλλεται θα συνεχίσει να καταβάλλεται».

Αμέσως μετά την απελευθέρωση και μέσα στη δίνη των Δεκεμβριανών θέμα δώρου, φυσικά, δεν τέθηκε. Η αμφισβήτηση όμως θα αρχίσει.

Το σκεπτικό της περικοπής του το 1945 θα αναδειχθεί σε ιδεολόγημα κυβερνήσεων και εργοδοσίας τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με αυτό η παροχή έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης θα τροφοδοτούσε τον καλπάζοντα τότε πληθωρισμό!

Η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, που εξέφραζε το σύνολο των εργαζομένων στο Δημόσιο, καλούσε την κυβέρνηση να ικανοποιήσει το αίτημα «διά να δυνηθούν οι βασανισμένοι Ελληνες να εορτάσουν το εφετεινόν ελεύθερον Πάσχα, γεγονός που θα αποδείξει ότι υφίσταται στοιχειώδης έστω κατανόησις της αθλίας καταστάσεως εις την οποίαν έχουν περιαχθή ούτοι εκ της πλήρους και επί μακρά έτη εγκαταλείψεών των εις την πείναν και γενικήν εξαθλίωσιν».

Ας σημειωθεί ότι οι υπάλληλοι διεκδικούσαν την καταβολή ολόκληρου μισθού και όχι μισού, όπως τελικά θα επισημοποιηθεί. Αλλη γνώμη είχαν, όμως, ο υπουργός Οικονομικών Μ. Πεσμαζόγλου, οι Αγγλοι εμπειρογνώμονες και ο Βρετανός πρεσβευτής (επισήμως εμπλεκόταν στην υπόθεση!). Οπως, βεβαίως, επιχειρηματίες και έμποροι. Ο σύλλογος των τελευταίων περιορίστηκε να ανακοινώσει ότι θα συστήσει στα μέλη του να καταβάλουν το δώρο.

Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς (κυβέρνηση Θ. Σοφούλη) το δώρο καταβλήθηκε κανονικά, ως «έκτακτο επίδομα» και «υπό τύπον 13ου μισθού».

Αλλά και μετά τη θεσμοθέτηση του «δώρου» το 1946, με την εκχώρηση της αρμοδιότητας στους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας να το προσδιορίζουν ως «έκτακτη οικονομική ενίσχυση», δεν σταμάτησαν οι απόπειρες για υπονόμευση. Ξεκίνησαν αμέσως με την έκδοση της υπουργικής απόφασης, που όριζε ότι το επίδομα ή μέρος του δικαιούνται μόνο όσοι μισθοδοτούνταν τον Δεκέμβριο! Το αποτέλεσμα ήταν, την περίοδο που προηγούνταν (Νοέμβριος) να γίνονται μαζικές απολύσεις!

Μετά την καθιέρωση του «δώρου» οι εργατοϋπαλληλικοί αγώνες αναπτύσσονται γύρω από την επέκταση και τη γενίκευσή του, το ύψος και τη μη περικοπή του, με διάφορα προσχήματα κάθε φορά.

Πρώτα βοήθημα, ύστερα έκτακτο επίδομα και, τελικά, μισθός

Ιστορικά οι απόπειρες για υπονόμευση του θεσμού από την εργοδοσία ακολουθούσαν έμμεσους δρόμους. Ετσι τη δεκαετία του 1950 ζητούσε να «ενσωματωθεί» στις κανονικές αποδοχές. Βιομήχανοι και επιμελητήρια επανέρχονται από τότε έως σήμερα με παρόμοιες προτάσεις.

Κύριοι σταθμοί
Σταθμός στις νομοθετικές περιπέτειες για την κατοχύρωση του «δώρου» αποτελούν δύο αποφάσεις του Αρείου Πάγου (1962 και 1982). Σύμφωνα μ' αυτές τα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως επίσης το επίδομα αδείας, ανήκουν στις τακτικές αποδοχές των εργαζομένων.

Μετά την καθιέρωση του «δώρου» και μέχρι να γίνουν κυρίαρχες οι «αξίες» του νεοφιλελευθερισμού» τη δεκαετία του 1990, ουδέποτε αμφισβητήθηκε δημοσίως η χορήγησή του. Οι μάχες δίνονταν για το ύψος, τον τρόπο καταβολής και τις πηγές από τις οποίες θα αντλούνταν.

Η «ληξιαρχική πράξη γέννησης»
Το «δώρο» δεν καθιερώθηκε το 1941, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται μερικές φορές.

Αλλά ούτε και τα Χριστούγεννα του 1944.

Η θέσπισή του έγινε δύο χρόνια αργότερα (ΑΝ 866/46). Η παρανόηση προέρχεται από το γεγονός ότι με τον αναγκαστικό νόμο 28/1944 δινόταν στους υπουργούς Οικονομίας και Εργασίας η αρμοδιότητα να καθορίζουν μισθούς και ημερομίσθια. Αυτή ακριβώς η αρμοδιότητα ερμηνευόταν με τη νομοθεσία του 1946.

Τότε ορίστηκε ότι οι δύο υπουργοί «δύνανται να προσδιορίζουν εκτάκτους οικονομικάς ενισχύσεις, επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων ή του Πάσχα (δώρον) εις χρήμα ή εις είδος, των μισθωτών των παρεχόντων τας υπηρεσίας των παρ' οιοδήποτε εργοδότη, φυσικώ ή Νομικώ Προσώπω, επί συμβάσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως της διατηρήσεως ή μη ταύτης κατά τον χρόνον του προσδιορισμού του δώρου και υπό την προϋπόθεσιν ότι υφίστατο τοιαύτη σύμβασις πρότερον και δη κατά τον χρόνον όστις παρεντίθεται μεταξύ της εορτής εις ην αναφέρεται η έκτακτος οικονομική ενίσχυσις (δώρον και της προηγηθείσης τοιαύτης - Εορταί Χριστουγέννων ή Πάσχα)...»

Το άρθρο αυτό αποτελεί και τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του «δώρου», έπειτα από σκληρούς εργατοϋπαλληλικούς αγώνες δεκαετιών.

Θα εξειδικευθεί και θα συμπληρωθεί με νομοθετικές πράξεις τις δεκαετίες του 1950 και 1960.

Το βασικό πρόβλημα όλη αυτή την περίοδο είναι πως το επίδομα δεν καθορίζεται με τρόπο «πάγιο, μόνιμο και σταθερό», όπως λένε οι εργατολόγοι.

Η εκκρεμότητα θα εκλείψει με το νόμο 19040 το Δεκέμβριο του 1981 «Περί επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα»...

Δεν υπάρχουν σχόλια: