Διεγράφη ο Μάριο Σαλμάς απ την ΚΟ της ΝΔ. pic.twitter.com/YiZQtz3hhg
— Miltiadis Benakis (@BenakisM) September 23, 2024
Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Ηρθε αργά;
Η ερώτηση που γεννάει η διαγραφή του Μάριου Σαλμά δεν αφορά ούτε τη σκοπιμότητα ούτε την ορθότητά της. Το Μαξίμου θα έπρεπε, αργά ή γρήγορα, να δείξει τα όρια στην εσωκομματική αντιπολίτευση – που δεν έχει χαρακτηριστικά συντεταγμένης κριτικής προς την κυβέρνηση, αλλά εκδηλώνεται σαν σποραδική εκπυρσοκρότηση συσσωρευμένων παραπόνων.
Αυτά ως προς την πρόδηλη σκοπιμότητα.
Ως προς την ορθότητα, ο ίδιος ο διαγραφείς θα πρέπει μάλλον να αισθάνεται ανακουφισμένος, αφού του έκαναν τη χάρη να τον απαλλάξουν από τη συνενοχή του σε μια διακυβέρνηση, την οποία ο ίδιος δεν κουραζόταν να καταγγέλλει.
Μένει λοιπόν να φανεί αν η διαγραφή άργησε πολύ για να μπορεί να εμπεδωθεί το μήνυμά της.
Μήπως η ανασφάλεια που έδειξε το Μαξίμου μετά τις ευρωεκλογές έχει ήδη οδηγήσει σε ανήκεστο ξεχαρβάλωμα της κοινοβουλευτικής ομάδας;
Μήπως δεν μπορεί πια να θεραπευτεί η εντύπωση ότι η κυβέρνηση αισθάνεται ελαφρώς απονομιμοποιημένη, γεγονός που εκλαμβάνεται από βουλευτές του κομματικού περιθωρίου ως ευκαιρία για να διεκδικήσουν χώρο στη σκηνή, έστω και ως σαμποτέρ;
Η σωφρονιστική επήρεια μιας διαγραφής, πάντως, δεν αρκεί για να επουλωθεί η τραυματισμένη σχέση του κυβερνητικού κέντρου με την κοινοβουλευτική ομάδα. Σχεδιάζονται ήδη πρωτοβουλίες ψυχικής καταλλαγής και τόνωσης του κομματικού πατριωτισμού.
Η συγκυρία όμως δεν ευνοεί την επανασυσπείρωση. Η μεγαλύτερη δυσκολία για τη συνοχή της Ν.Δ. είναι ότι δεν υπάρχει αντίπαλος που να την καθιστά αναγκαία.
Κατά την πρώτη τετραετία Μητσοτάκη, οι βουλευτές έβρισκαν ρόλο «αντιπολιτευόμενοι» τον ΣΥΡΙΖΑ – αντλώντας πολιτική ενέργεια από το ρεζερβουάρ του αντισύριζα συναισθήματος.
Τώρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι βουλευτές πιέζονται να δώσουν φωνή σε κοινωνικές δυσαρέσκειες που δεν μπορούν να βρουν άλλη διέξοδο. Πιέζονται βέβαια και από το αίσθημα ότι ο χρόνος του κόμματος στην εξουσία κυλάει για τους ίδιους «αναξιοποίητος».
Η ατμόσφαιρα αυτή δικαιώνει τις συγκρίσεις με τις προηγούμενες «χλωμές» δεύτερες τετραετίες – κυρίως εκείνες του Κώστα Σημίτη και του Καραμανλή του νεότερου. Οι διαφορές όμως είναι περισσότερες από τις ομοιότητες.
Το πρόβλημα της συμπολίτευσης στη δεύτερη νεοκαραμανλική θητεία ήταν προπαντός αριθμητικό – η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ισχνή.
Το πρόβλημα της κυβέρνησης Σημίτη δεν ήταν μόνο οι πολλοί πασοκικοί παράγοντες που φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να διαδεχθούν τον Σημίτη, αλλά και μια οργανωμένη εσωκομματική αντιπολίτευση «από τα κάτω», που έδειξε την ισχύ της στην αναχαίτιση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού.
Η εσωκομματική αντιπολίτευση που έχει να αντιμετωπίσει ο Μητσοτάκης…
δεν έχει ούτε «πρωθυπουργήσιμους» ενορχηστρωτές ούτε συνδικάτα με οικείους εργατοπατέρες που υποσκάπτουν την κυβέρνηση εκ των έσω.
Τα εμπόδια είναι πολύ χαμηλότερα απ’ όσο φαίνονται. Αρκεί να πάψει να τα δραματοποιεί και η ίδια η κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου