Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΨΗ
Μπορείτε ποτέ να φανταστείτε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να βγαίνει στην τηλεόραση ζητώντας να τον ψηφίσουμε επειδή έμαθε καλά γαλλικά όταν ήταν εξόριστος στο Παρίσι;
Ή τον Ανδρέα Παπανδρέου να υποστηρίζει πως είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη επειδή σπούδασε σε καλύτερα πανεπιστήμια από αυτόν;
Η ιδέα και μόνο προκαλεί γέλιο. Όχι φυσικά επειδή δεν μετράνε τα πτυχία και οι γλώσσες. Αλλά γιατί βέβαια τα ηγετικά προσόντα, τα στοιχεία που μετράνε για να αναδειχθεί κάποιος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι πολύ διαφορετικά.
Για να το πούμε ωμά, το να περιαυτολογεί κάποιος για το πόσο καλός είναι, δικαιολογείται ίσως για έναν μαθητή γυμνασίου. Το να απαριθμεί πάλι πτυχία και γλώσσες, μετράει για κάποιον που διεκδικεί να προσληφθεί για πρώτη φορά, χωρίς προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία, όχι για έναν εν δυνάμει πρωθυπουργό.
Έχω την εντύπωση ότι ο Στέφανος Κασσελάκης, επιλέγοντας αυτά τα στοιχεία για να πείσει ότι μπορεί να «νικήσει» τον Μητσοτάκη, έδειξε μια έλλειψη ωριμότητας που από μόνη της δείχνει ότι είναι ακατάλληλος για τη θέση που διεκδικεί.
Με αυτή την έννοια θα μπορούσα να συμφωνήσω με τον Δημήτρη Χριστόπουλο, πανεπιστημιακό, μέλος και αυτός του «Think Tank» του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, με αφορμή την υποψηφιότητα Κασσελάκη, αναρωτιέται «πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε».
Το κακό είναι ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι υποψήφιοι για την ηγεσία δεν έχουν την απάντηση.
Για την ακρίβεια ισχύει το αντίθετο. Μέσα τους όλοι πιστεύουν ότι τα έκαναν όλα, ή σχεδόν όλα, σωστά. Αν δεν είχε τόσο απαξιωθεί, πολύ θα ήθελαν να επαναλάβουν τη φράση του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ εσωτερικού, «ο λαός έχει δικαίωμα να κάνει λάθος». Σε ό,τι αφορά τους ίδιους, στην καλύτερη περίπτωση αναγνωρίζουν λάθη τακτικής, το υπερβολικό βάρος στην απλή αναλογική και στις συνεργασίες, μαζί με ατυχείς στιγμές, όπως η παρέμβαση Κατρούγκαλου. Δεν θα ξεχάσω την αυτοϊκανοποίηση κορυφαίου στελέχους το οποίο, το μακρινό 2019, στην προοπτική να επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ στο 20%, απαντούσε ότι έτσι κι αλλιώς θα ήταν επιτυχία για ένα κόμμα που ήταν συνηθισμένο στο 4%. Τελικώς με καθυστέρηση μιας εκλογικής αναμέτρησης, το πέτυχαν. Το μόνο ερώτημα είναι, γιατί τότε έπρεπε να φύγει ο Τσίπρας;
Ο Αλέξης είναι βέβαια ο μεγάλος απών της αναμέτρησης. Δεν είναι μόνο ότι ο ίδιος έχει αποφύγει την παραμικρή δήλωση, είναι και οι υποψήφιοι που δεν τον εμπλέκουν. Θα έλεγες ότι όλοι τον έχουν ξεχάσει.
Εξαίρεση ο Κασσελάκης ο οποίος προβάλλοντας τις γλώσσες, τα πτυχία και την εργασιακή του εμπειρία ως τα στοιχεία που του δίνουν πλεονέκτημα απέναντι στον Μητσοτάκη, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι του χρέωσε την ήττα, ακριβώς επειδή δεν είχε αυτά τα στοιχεία. Χωρίς να συμμερίζονται αυτή την προσέγγιση, πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελαν από τον Τσίπρα να βγει να μιλήσει και να αναλάβει την ευθύνη της ήττας επί της ουσίας, όχι τυπικά. Του αναγνωρίζουν ότι κατάφερε να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση αξιοποιώντας τη γενικευμένη δυσαρέσκεια από την χρεοκοπία. Του χρεώνουν, ωστόσο, την αδυναμία να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «κόμμα εξουσίας».
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει κόμμα εξουσίας, και η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.
Το τέλμα στο οποίο βρίσκεται...
το έδειξε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο η αναστάτωση που προκάλεσε ο Κασσελάκης. Ένας υποψήφιος του οποίου το κύριο προσόν φάνηκε να είναι ότι μιλά χωρίς την ξύλινη γλώσσα της αριστεράς.
Το δείχνει πολύ περισσότερο ο τρόπος που προχωρά ο διάλογος μεταξύ των υποψηφίων, ερήμην και απολύτως αδιάφορος για την κοινωνία.
Το κόμμα του 4% είναι εδώ.
Για τον Τσίπρα η συμμετοχή σήμερα στα κομματικά δρώμενα το μόνο που θα του προσέφερε θα ήταν πρόσθετη φθορά σε όση ήδη έχει. Ορισμένοι συνωμοσιολόγοι υποστήριξαν ότι ο ίδιος έστειλε τον Κασσελάκη με στόχο να διαλύσει το κόμμα. Θα ήταν η ευκαιρία του να επιστρέψει πρωταγωνιστικά στην πολιτική με άλλο ρόλο και άλλο κόμμα.
Όπως έχουν τα πράγματα βέβαια μπορεί και να μη χρειαστεί τον Κασσελάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου