Η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται. Τα πρώτα σημάδια κάμψης έκαναν την εμφάνισή τους το 2017, υποχρεώνοντας τον Ερντογάν να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές (κοινοβουλευτικές και προεδρικές το 2018, αφού είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα αλλαγής του Συντάγματος το 2017) για να αποφύγει τη διεξαγωγή τους εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Εκτοτε, χρησιμοποιώντας διάφορα εργαλεία (συχνά ανορθόδοξα, όπως η μείωση των επιτοκίων ενώ αυξάνεται ο πληθωρισμός), προσπαθεί να συγκρατήσει τη φθίνουσα πορεία της οικονομίας. Ομως, οι δυσμενείς συνέπειες της πανδημίας υποχρεώνουν (και) την Τουρκία να στραφεί επιμελώς στη διάσωση της οικονομίας.
Η κατάσταση είναι ξεκάθαρη: η πολιτική επιβίωση του Ερντογάν – που οικοδόμησε την κυριαρχία του στο οικονομικό θαύμα των περασμένων ετών – διέρχεται μέσα από την ανάταξη της οικονομίας και αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την εισροή «ζεστού» χρήματος από το εξωτερικό.
Είναι, επίσης, περίπου δεδομένο ότι η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη (17η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως) για να αφεθεί στην τύχη της. Μέχρι σήμερα οι ενέργειες της Αγκυρας για ανταλλαγή νομισμάτων δεν έχουν αποδώσει – δεν αποκλείεται πάντως να αντλήσει κάποιο ποσό -, ωστόσο είναι εύλογο πως θα βρεθεί ένα modus operandi με τους εταίρους της για τη στήριξη της τουρκικής οικονομίας.
Εφόσον ο Ερντογάν θέλει πάση θυσία να αποφύγει να πιει το πικρό ποτήρι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), οι επιλογές του είναι πολύ συγκεκριμένες.
Ο πρόεδρος Ερντογάν, κατά την πάγια τακτική του, δαιμονοποιεί τους οίκους αξιολόγησης, εντούτοις δεν θα αποφύγει την αναδίπλωση, αν θέλει να σώσει την οικονομία.
Ναι μεν έχει αποδειχθεί σε αρκετές περιπτώσεις ότι οι σύμμαχοί μας δεν είναι πρόθυμοι να προσθέσουν «αγκάθια» στη σχέση τους με την Αγκυρα (μένοντας για την ώρα σε λεκτικές καταδίκες), προκρίνοντας τον κατευνασμό, όμως...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου