Ό,τι πρέπει να ξέρετε για να καταλάβετε γιατί δεν έχει σωσμό αυτή η χώρα. pic.twitter.com/kbKzZABnDO
— Κουφοκώτσιος Μάλαμας (@GdtlJ3lAQ0TA5fW) August 17, 2024
Γράφει ο Χαρίδημος Τσούκας
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick
(www.htsoukas.com)
H δημοκρατία είναι και τύπος και ουσία.
Τύπος είναι οι θεσπισμένες διαδικασίες – π.χ. λειτουργία κομμάτων, διεξαγωγή εκλογών, διάκριση εξουσιών κ.λπ.
Ουσία είναι το υποκείμενο ήθος – π.χ. πόσο μια δημοκρατική κυβέρνηση σέβεται την ανεξαρτησία και τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, αποδέχεται τον έλεγχο από Ανεξάρτητες Αρχές, μεριμνά για την πολιτική ουδετερότητα της δημόσιας διοίκησης κ.λπ.
Σε χώρες με περιορισμένη δημοκρατική παράδοση, οι κυβερνήσεις αντλούν συμβολική ισχύ προβάλλοντας τον τύπο (επιδεικνύοντας, δηλαδή, δημοκρατικοφάνεια), παρακάμπτοντας την ουσία. Οι περιπτώσεις Ερντογάν και Ορμπαν είναι χαρακτηριστικές.
Οπως οι ευσεβιστές αποδεικνύουν την πίστη τους τηρώντας τους χριστιανικούς τύπους, οι δημοκρατικοφανείς κυβερνήσεις αποδεικνύουν τη δημοκρατική νομιμοποίησή τους όταν παριστάνουν ότι οι αποφάσεις τους είναι σύμφωνες με τις επιταγές του κράτους δικαίου. Η νομιμοφάνεια υποστυλώνει τη δημοκρατικοφάνεια.
Πρόκειται για ζήτημα τεράστιας σημασίας: μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εμφανίζεται ότι σέβεται τη νομιμότητα – να δείχνει ότι τηρεί τους τύπους· οι αποφάσεις της να είναι νομιμοφανείς. Για να παραφράσω το απόφθεγμα του Γκράουτσο Μαρξ για την ειλικρίνεια: η νομιμότητα είναι πολύ σημαντική κι αν την προσποιηθείς, τα κατάφερες.
Πώς κατασκευάζεται η νομιμοφάνεια;
Οταν οι δικαιοδοτικοί ή ελεγκτικοί θεσμοί του κράτους δικαίου βεβαιώνουν ότι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις κυβερνητικών αξιωματούχων ή υπηρεσιών είναι σύννομες. Οι τύποι τηρούνται όταν το συμπέρασμα φαίνεται ότι προκύπτει από έναν παραγωγικό συλλογισμό: εφόσον μια γενική αρχή κι ένα πραγματολογικό δεδομένο είναι αληθή, το συμπέρασμα είναι αναγκαστικά αληθές.
Ιδού ένα παράδειγμα.
Οταν ο Ν. Αναστασιάδης ήταν πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ταξίδεψε ιδιωτικώς στις Σεϋχέλλες, όπου φιλοξενήθηκε από πλούσιο Σαουδάραβα φίλο του, σε μέλη της οικογένειας του οποίου αποκαλύφθηκε ότι είχε παρανόμως χορηγηθεί κυπριακό διαβατήριο επί της θητείας του. Οταν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις ενώπιον ερευνητικής επιτροπής για τη χρηματοδότηση του ταξιδιού του, ο κ. Αναστασιάδης απάντησε ότι το ταξίδι έγινε «ιδίοις εξόδοις».
Σημαντικό: η επιτροπή δεν του ζήτησε να αποδείξει τον ισχυρισμό του (π.χ. τιμολόγια, παραστατικά κ.λπ.). Κάνοντας δεκτό τον αναπόδεικτο ισχυρισμό, η επιτροπή κατασκεύασε ένα πραγματολογικό δεδομένο, το οποίο, σε συνδυασμό με τη γενική αρχή ότι είναι απολύτως θεμιτό ένας δημόσιος αξιωματούχος να χρηματοδοτεί ιδιωτικό ταξίδι του, οδήγησε αναγκαστικά στο συμπέρασμα: ουδέν μεμπτόν για τον πρόεδρο Αναστασιάδη! Η νομιμοφάνεια κατασκευάστηκε.
Εκτός από τη διακριτική σιωπή ελεγκτικών επιτροπών (την αποφυγή κρίσιμων ερωτήσεων), υπάρχουν κι άλλοι τρόποι κατασκευής της νομιμοφάνειας.
Ενας από αυτούς είναι η κυβερνητική εκμαίευση ευμενούς κρίσης από φιλόδοξους δικαστές και εισαγγελείς, οι οποίοι ευελπιστούν σε, ή οφείλουν τον, διορισμό τους σε ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης σε κυβερνητική απόφαση. Η χορογραφία είναι γνωστή: ο (μελλοντικός) ευεργετούμενος (θα) προσφέρει τις υπηρεσίες του στον (μελλοντικό) ευεργέτη του. Οι μεν ευελπιστούντες έναντι, οι δε ευεργετούμενοι ανταποδοτικά.
Σε κάθε επαγγελματικό πεδίο, η διαχείριση των φιλοδοξιών επηρεάζει τη συμπεριφορά των μελών του. Στη Δικαιοσύνη, η τεράστια ισχύς των πολιτικών στον δημόσιο βίο εκδηλώνεται με την επιλογή προσώπων προς πλήρωση ηγετικών θέσεων ανωτάτων δικαστηρίων. Αυτή η ισχύς, και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται, τείνουν να αλλοιώνουν τα αμιγώς επαγγελματικά κίνητρα των δικαστικών λειτουργών. Ενας ανώτατος δικαστικός λειτουργός, λ.χ., που επιθυμεί να ανέλθει στη θέση αντιπροέδρου και/ή προέδρου ανώτατου δικαστηρίου ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ωθείται να συνδιαλλαγεί με την κυβέρνηση ή τα κόμματα εξουσίας – να στρεβλώσει, συνεπώς, την επαγγελματική συνείδησή του.
Στο βαρυσήμαντο βιβλίο του «Ελέγχοντας το “πόθεν έσχες” πολιτικών» (Πληθώρα, 2018), ο Φίλης Αρναούτογλου, πρώην αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναδεικνύει πώς ωθείται να σκέπτεται ο δικαστής που έχει τη θεμιτή, κατ’ αρχήν, φιλοδοξία να ανελιχθεί: όχι μόνον ενθαρρύνεται να επιδιώκει πολιτικές γνωριμίες και να καλλιεργεί δημόσιες σχέσεις με ΜΜΕ, αλλά ωθείται «να “στρατευθεί” στην “παράταξη”».
Πώς;
«Εμπρακτα: δίνω για να δίνεις».
Δηλαδή;
«Θα πρέπει [ο δικαστής] να προσαρμόσει κατάλληλα τη συμπεριφορά του. Και σε υποθέσεις με πολιτική χροιά θα πρέπει να ακολουθήσει την επιθυμία του κόμματος, ρητή ή εικαζόμενη». «Για να προσελκύσεις τη συμπάθεια του κόμματος, για να γίνεις αρεστός, για να έχεις ελπίδες την κρίσιμη στιγμή, πρέπει να ψηφίζεις κατά τις επιθυμίες του. Και να μη σ’ τις είπαν ρητά, πρέπει να τις μαντεύεις». Να κατανοείς, λ.χ., τι θα επιθυμούσε μια κυβέρνηση που βαρύνεται με το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, και να δράσεις αναλόγως.
Η αλλοιωμένη δικαστική κρίση αναμένεται από τους πολιτικούς. Ο κ. Αρναούτογλου αναφέρει ότι, πριν από χρόνια, υπουργός σχολίασε επικριτικά έναν ανώτατο δικαστή, που, σε υπόθεση κυβερνητικού ενδιαφέροντος, είχε ψηφίσει διαφορετικά από το αναμενόμενο: «Αντί να δώσει ένα χέρι και να βοηθήσει την παράταξη…».
Το φαινόμενο δεν είναι αιτιοκρατικό – η δικαστική/εισαγγελική κρίση σε θέματα μείζονος πολιτικής σημασίας δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Αν και πάντα θα υπάρχουν παραταξιακοί ή καιροσκόποι δικαστικοί λειτουργοί, αυτό που έχει σημασία είναι…
να ενισχυθεί η αμιγώς επαγγελματική δικαστική/εισαγγελική συνείδηση, η οποία δεν θα επιδιώκει να είναι αρεστή στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Η διαμόρφωση αυτής της συνείδησης δεν απαιτεί μόνο ριζικές τομές στους δικαστικούς θεσμούς, αλλά, προπάντων, την εγρήγορση των ίδιων των δικαστικών λειτουργών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου