Oσους μας παρέλαβε η αρχή της δεκαετίας του ’60 ως εφήβους για να μας παραδώσει στα τέλη της σε νεανική ηλικία, έστω και με τη μεσολάβηση της χούντας, που ήθελε τέσσερα ακόμη χρόνια για να «ολοκληρωθεί», μπορούμε να λογαριαζόμαστε μια ιδιαίτερα τυχερή γενιά κατά τούτο:Ηταν τόσα τα σημαντικά πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά γεγονότα στον κόσμο ολόκληρο, και στον τόπο μας αναμφισβήτητα, ώστε δεν υπήρχε περίπτωση ακόμη και ο πιο ανυποψίαστος ή μακάριος να φανταστεί πως όταν θα αναπολούσε μετά από χρόνια τη ζωή του, θα το έκανε απαριθμώντας «κατακτήσεις» που θα είχανε ως σημείο αναφοράς τον ίδιο και τα έργα του.Ηταν τόσο καταλυτικά όσα συνέβαιναν σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στον τόπο μας, όπως σημειώσαμε, ώστε δικαιολογημένα ο καθένας να λογαριάζει πως το «βιογραφικό» του θα μπορούσε να συγκροτηθεί με αναφορά την προσωπική του ένταξη, πρακτική ή πνευματική, είτε επρόκειτο για τους «Λαμπράκηδες» είτε για το «Πέρσι στο Μάριενμπαντ» του Αλέν Ρενέ, και δευτερευόντως αν έχτισε ένα σπίτι, αν έγραψε ένα βιβλίο ή αν έκανε διακοπές στη Θάσο, στη Σαντορίνη ή στις Μαλδίβες. Οσους μάλιστα είχανε αντίστοιχες φιλοδοξίες φάνταζαν στα μάτια μας ως αποδιοπομπαίοι μικροαστοί που το μέλλον θα τους έκανε να οικτίρουν τους εαυτούς τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα είχαμε δικαιωθεί όσον αφορά τις επιλογές μας.
Τόση ήταν μάλιστα η βεβαιότητα ως προς την εξέλιξη που προσδοκούσαμε ώστε ό,τι εξαιρούνταν ενός μέλλοντος διαφορετικού σε σχέση με το παρόν που βιώναμε, αλλά ταυτόχρονα εξίσου δημιουργικού για όλους τους ανθρώπους, να λογαριάζεται ως συνωμοσία συντηρητικών, καταχθόνιων δυνάμεων.
Ρομαντισμός, αφέλεια ή άγνοια, οτιδήποτε και αν μας καταλογιστεί ως χαρακτηριστικό για τα χρόνια της δεκαετίας του ’60, ποιος δεν θα ορκιζόταν με το χέρι στην καρδιά πως η συνέχεια, όσο διορατικός και αν ήταν, δεν θα μπορούσε όχι μόνο να την υπολογίσει αλλά ούτε καν να τη φανταστεί.
Οταν τη δεκαετία του ’50 και του ’60 οι γονείς μας και οι γιαγιάδες μας είχανε την ευαισθησία, αν υπήρχε κάποια ευμάρεια στην οικογένεια, εμείς τα παιδιά να τρώμε το απογευματινό κολατσιό – φέτες ψωμί αλειμμένες με βούτυρο – μέσα στο σπίτι, πριν βγούμε να παίξουμε στον δρόμο ώστε να μην προκαλούμε ή να κάνουμε τα άλλα παιδιά να ζηλέψουν, που τρώγανε σκέτο το ψωμί με λίγη ζάχαρη από πάνω, ποιος θα το φανταζόταν ότι ένας ολόκληρος κόσμος σήμερα θα οργανωνόταν προκειμένου να επιδεικνύει ανερυθρίαστα επί 24ώρου βάσεως τις γαστρονομικές του απολαύσεις σε ανθρώπους – τους έχουμε όλοι μας δει – που ψάχνουν το φαγητό τους στα σκουπίδια;
Δύο φράσεις, ανάμεσα σε πολλές άλλες, είχαν κυκλοφορήσει ευρέως και κάθε άλλο παρά συνωμοτικά τη δεκαετία του ’60.
Η μία, αγνώστου καταγωγής – είχε δημοσιευθεί στην «Επιθεώρηση Τέχνης» – έλεγε «δεν μπορεί να είσαι χορτάτος παρά μόνο τη στιγμή που όλοι θα έχουνε χορτάσει, δεν μπορεί να είσαι ελεύθερος παρά μόνο τη στιγμή που όλοι θα είναι ελεύθεροι».
Η δεύτερη ανήκει στον Γιώργο Θεοτοκά και έλεγε...
πως «οι πραγματικοί δημοκράτες στην Ελλάδα χωράνε σε ένα ταξί».
Δεν μπορεί να ξέρει κανείς κατά πόσο έχει αυξηθεί ο αριθμός των πραγματικών δημοκρατών, πάντως αν οι χορτάτοι είναι πολύ περισσότεροι σε σχέση με όσους ήταν τη δεκαετία του ’60, δεν σημαίνει ότι έχει μειωθεί η κοινωνική και η ηθική ασυναρτησία στον πλανήτη μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου